Μια ημερομηνία, δύο σημαντικά γεγονότα, ένα τεράστιος μουσικός! Στις 18 Ιανουαρίου του 1915 γεννιέται στα Τρίκαλα μια από τις προσωπικότητες που είναι χαραγμένη στην καρδιά όλων των Ελλήνων και ακριβώς 69 χρόνια αργότερα πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου. Στο ενδιάμεσο κατάφερε να αλλάξει την ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού για πάντα.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1915 και πέθανε σαν σήμερα, 18 Ιανουαρίου, το 1984. Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν ο δημιουργός, που έβγαλε το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι από τα καταγώγια και το περιθώριο για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Σημείο σταθμός σε αυτή τη διαδρομή, ιστορικά και μουσικά, θεωρείται και είναι η «Συννεφιασμένη Κυριακή», που γράφτηκε το 1942 και φωνογραφήθηκε το 1948. Ο ίδιος ο Τσιτσάνης έλεγε ότι αυτό το τραγούδι «βγήκε μέσα από τη Συννεφιά της κατοχής… Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά και για την υπερηφάνεια του λαού μας, που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά. Η Συννεφιασμένη Κυριακή δεν είναι μόνο ένα περιστατικό της κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο. Ό,τι είχα μέσα μου και ό,τι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα τα είπα με το τραγούδι μου αυτό. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο Ματωμένη Κυριακή, διότι εκείνη τη βαριά χειμωνιάτικη νύχτα Κυριακή είδα με τα μάτια μου το θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά μου και εγώ με τη σειρά μου μάτωσα το τραγούδι».
Ο Μίκης Θεοδωράκης τον θεωρούσε δάσκαλο, ο Χατζιδάκις είπε γι αυτό το 1981 ότι «ο Τσιτσάνης υπήρξε μεγάλος τον καιρό που δεν υποπτευόταν πως ήταν μεγάλος», ο Γιάννης Τσαρούχης τον χαρακτήρισε ζωντανή απόδειξη ότι και η σύγχρονη Ελλάδα παράγει πολιτισμό ενώ ο ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου είχε δηλώσει ότι «Ο Τσιτσάνης είναι ένας πολύ μεγάλος καλλιτέχνης κι ο Ελληνικός λαός ένας πολύ μεγάλος λαός που μπορεί και βγάζει έναν τέτοιο καλλιτέχνη».
Ο Τσιτσάνης άφησε πίσω του χιλιάδες τραγούδια, τα περισσότερα είναι ακόμα “ζωντανά” και θα μείνουν στην αιωνιότητα γιατί πάντα θα υπάρχουν …συννεφιασμένες Κυριακές στις ζωές των ανθρώπων.
(Συνέντευξη του Κώστα Τσιτάνη στον Βαγγέλη Αρναουτάκη στο ogdoo.gr) Από την Αχαρνών, όπου μέναμε, περνούσαν όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές. Αυτούς που θυμάμαι ήτανε ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Πόλυ Πάνου, η Καίτη Γκρέυ, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο Στράτος Διονυσίου, πολλοί, πάρα πολλοί.
Υπήρχε ένα υπόγειο στο σπίτι, όπου κάνανε τις πρόβες των τραγουδιών. Μου έκανε εντύπωση η επιμονή και η υπομονή του στην επεξεργασία του τραγουδιού προκειμένου να βγει η κάθε νότα όπως ακριβώς την ήθελε.
Για παράδειγμα για ένα αααα μπορούσε να επιμένει τρεις ώρες, μέχρι τελικά να το πουν οι τραγουδιστές όπως ήθελε εκείνος. Τότε, ήμασταν μικροί και με τους φίλους μου παίζαμε απ’ έξω και ακούγαμε τις πρόβες, όλ’ αυτά μου έκαναν εντύπωση.
Θυμάμαι έντονα τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος ήτανε γείτονας, καθότανε κοντά σε μας και τις περισσότερες ώρες της ημέρας ήτανε σπίτι μας, συνέχεια. Μου έκαναν εντύπωση τα αυτοκίνητα που είχε. Τότε, έπαιρνε τα καλύτερα. Ότι αυτοκίνητο έβγαινε σπορ ή καλό το έπαιρνε ο Στέλιος.
Εν τω μεταξύ εγώ είχα τρέλα με τα αυτοκίνητα. Ήξερε ότι οδηγώ και μου άφηνε τα κλειδιά ή άλλες φορές τα έπαιρνα χωρίς να το καταλάβει (γέλια) κι έκανα τις βόλτες μου. Τότε, γύρω στο ’67 – ’68, είχε πάρει ένα «Πεζό» κουπέ, μάλιστα ήταν ιντζέκσιον – τότε, βέβαια, δεν ήξεραν από τεχνολογία όπως τώρα – κι ήταν πολύ γρήγορο.
Το παίρνω, λοιπόν, μαζί μ’ έναν φίλο μου και όπως είμαι στις γραμμές του τρένου στον Άγιο Νικόλαο έρχομαι κατά μέτωπο με ένα εκατό, μόλις το είδα μου κοπήκανε τα πόδια, βάζω την όπισθεν κι όπως φεύγω με ταχύτητα βάζει αυτό τη σειρήνα, κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει, και μένα μου κόβονται τα πόδια.
Με σταματάνε, με βλέπουνε πολύ μικρό και με ρωτάνε: «ποιανού είναι το αυτοκίνητο;», εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω από το φόβο μου. Βάζουνε το αυτοκίνητο στην άκρη και μας πάνε, εμένα και τον φίλο μου, στο Τμήμα.
«Που το βρήκες το αυτοκίνητο;», «είναι ενός φίλου μας», «ποιανού φίλου σας;», «του Στέλιου του Καζαντζίδη», «μας δουλεύεις, ποιον Καζαντζίδη μας λες τώρα, εσένα πως σε λένε;», «Κώστα Τσιτσάνη», μαζεύονται και άλλοι από το τμήμα κι εν τω μεταξύ να μη με πιστεύουνε. Φάγαμε και μερικές καρπαζιές.
Μετά από λίγο τους λέω: «πάρτε τηλέφωνο σπίτι μου», δίνω το τηλέφωνο, παίρνει ο διοικητής: «τον κύριο Τσιτσάνη», φωνάζουνε τον πατέρα μου στο τηλέφωνο και τον ρωτάει: «έχετε ένα γιο;», λέει «ναι», «κι έχει πάρει το αυτοκίνητο του Καζαντζίδη του Στέλιου, μήπως είσαστε μαζί εκεί;», λέει «ναι», «τον έχουμε εδώ στο τμήμα».
Έρχεται ο πατέρας μου στο τμήμα μαζί με τον Στέλιο και τότε μένουνε όλοι κάγκελο. «Μας το ‘πες, δεν σε πιστεύαμε, δεν κάναμε, δεν δείχναμε…». Τέλος πάντων, είχαμε ιστορίες πάρα πολλές. Με τον Καζαντζίδη ήταν φίλοι και ήταν να ξανασυνεργαστούν τότε. Ο Καζαντζίδης, όμως, πρέπει να είχε κάποια προβλήματα με τις εταιρείες.
Εγώ, θυμάμαι ότι ο πατέρας μου τον έχει υποστηρίξει πάρα πολύ και μάλιστα έχω κρατήσει και κάποια αποκόμματα από εφημερίδες που φαίνεται αυτό. Από το’70 και μετά εγκατασταθήκαμε στη Γλυφάδα.
Εδώ, θυμάμαι το Γιώργο Νταλάρα που ερχότανε συνέχεια, κι αυτός είχε τρέλα με τ’ αυτοκίνητα. Ερχότανε με κάτι BMW που έτρεχε στους αγώνες, του άρεσαν τα αυτοκίνητα και οι μηχανές.
Ο Σταμάτης Κόκοτας, συνέχεια εδώ με τον πατέρα μου, και, μάλιστα, τελευταία – όπου ο Σταμάτης τον είχε πείσει να εμφανιστεί μαζί του στα Δειλινά – του έλεγα: «Έλα βρε μπαμπά, γράψε κανένα τραγούδι για τον Σταμάτη, γράψε κανένα τραγούδι για τον Σταμάτη…». Τελικά, δεν θα το ξεχάσω ποτέ, κάθισε να γράψει τραγούδια κι ένα βράδυ δεν βγήκε καθόλου έξω από το δωμάτιο του. Βγήκε την άλλη μέρα το βράδυ. Εικοσιτέσσερις ώρες είχε ξεχαστεί τελείως.
Τα θυμάμαι πάρα πολύ καλά αυτά και μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Την «τρέλα» που είχε να γράψει ένα στίχο, τη μουσική, που την άλλαζε, την ξανάλλαζε, πέταγε στίχους, ξανάγραφε. Υπάρχουν πάρα πολλά τέτοια χαρτιά με στίχους του. (Πολλοί, βέβαια, έχουν πάρει υλικό και δεν έχουν επιστρέψει τίποτα). Μπορεί να χρειαζόταν τρία τετράδια για να γράψει ένα τραγούδι. Να σκίζει, να πετάει, να γράφει, να σβήνει. Όσο για τη μουσική, ένα τραγούδι μπορεί να το είχε στην άκρη τρία, τέσσερα και πέντε χρόνια στο μαγνητοφωνάκι μέχρι να το τελειοποιήσει και να το βγάλει σε δίσκο.
Πήγαινε στο εργοστάσιο, στην Columbia στον Περισσό, κι όταν ήμουν μικρός μ’ έπαιρνε και μένα μαζί και… α! κι αυτό που θυμάμαι πάρα πολύ καλά είναι ότι ήταν πάρα πολύ φίλος με τον Μανώλη Χιώτη, τον αγαπούσε πάρα πολύ. Με τον Παπαϊωάννου ήταν σαν αδέλφια. Κάθε φορά, λοιπόν, που έπαιρνε ένα δείγμα του δίσκου, γύρναγε στο σπίτι και το άκουγε με τις ώρες, και δυνατά, από το πρωί μέχρι το βράδυ και κάτι που δεν του άρεσε πήγαινε και το άλλαζε. Το ξανάπαιρνε, ξαναπήγαινε στο εργοστάσιο, ξαναρχότανε. Δεν μπορείτε να καταλάβετε πόσες φορές άλλαζε ένα τραγούδι.
Σαν άνθρωπος, όμως, ήταν λιτός. Στεναχωριόταν που δεν πήγαινε σε συναδέλφους του, σε ηθοποιούς που τον τιμούσαν κάθε βράδυ με την παρουσία τους στο μαγαζί. Δεν προλάβαινε. Πότε να πήγαινε. Όλο το βράδυ ξενυχτούσε. Δεν είναι όπως τώρα που είναι τρεις μέρες τα μαγαζιά, αυτός δούλευε όλη την εβδομάδα.
Δεν μπορούσε χωρίς να δουλεύει. Αγαπούσε πολύ το «Χάραμα» και τον Κώστα Παπαλαζάρου, τον Κίμωνα, ήτανε οικογενειακό το μαγαζί. Πήγαινα κι εγώ πολύ συχνά. Θα έφευγε 4, 5, 6 το πρωί από το μαγαζί, θα πήγαινε στην Ομόνοια, θα έπαιρνε όλες τις εφημερίδες και κανένα κουλουράκι, που μας έφερνε, διάβαζε όσο μπορούσε, κοιμότανε έως τις 12-1, μετά έτρωγε λιτά – πρόσεχε πάρα πολύ τη δίαιτά του, είχε λίγο ζάχαρο το οποίο αντιμετώπιζε με φυσική διατροφή, βότανα, χωρίς φάρμακα – και μετά με την κιθάρα, τα μπουζούκια και πολύ γράψιμο. Εκτός από τραγούδια έγραφε μέχρι και για την πολιτική επικαιρότητα!
Παρ’ όλα αυτά ήτανε κοντά μας, ανησυχούσε, μας συμβούλευε. Για μένα, βέβαια, φοβότανε περισσότερο αφού η αδελφή μου ήταν ήδη γιατρός, κι εγώ είχα μια μανία με τις μοτοσικλέτες και τα αυτοκίνητα.
Ένα άλλο, που το ζούσα, είναι ότι μιλούσαν συνέχεια με τον Μάνο Χατζιδάκι. Του έπαιρνε ο πατέρας μου, εδώ, από την αμερικάνικη βάση, κάτι κόκα-κόλες που δεν είχαν ζάχαρη, διαίτης, και τις πήγαινα εγώ στο σπίτι του Μάνου, στη Ρηγίλλης.
Με τον Χατζιδάκι επικοινωνούσαν κάθε μέρα, μιλούσαν συνέχεια. Τον Μίκη, επίσης, εκτιμούσε πολύ. Ήταν άλλες οι εποχές και άλλος ο κόσμος τότε. Καμία σχέση με το τώρα. Καμιά φορά τον πείραζα και του έβαζα ξένη μουσική και του έλεγα: «παίξε αυτό, παίξε εκείνο». Μια φορά του βάζω ένα ξένο τραγούδι, δεν θυμάμαι ακριβώς ποιο, και του λέω: «αυτό δεν μπορείς να το παίξεις» και παίρνω το μπουζούκι και του το πάω, για να τον πειράξω. Το έπαιξε όπως ήτανε! –