Ξεφυλλίζοντας ξανά το κατοχικό δάνειο

1 year ago 75

Το κεφάλαιο των μεταπολεμικών ελληνογερμανικών σχέσεων, όπως διαμορφώθηκε μετά την τραυματική εμπειρία της Κατοχής, οι όψεις του δωσιλογισμού, η κουβέντα για τις αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο είναι συνήθως προνομιακό πεδίο συγγραφέων με αριστερές καταβολές. Το βιβλίο όμως του δημοσιογράφου Γιώργου Χαρβαλιά με τίτλο «Γιαβόλ! Αίμα, Λήθη και Υποτέλεια – Η άγνωστη ελληνογερμανική ιστορία», που αναμένεται να κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Πεδίο με πρόλογο του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Αναψηλαφεί ευαίσθητες πτυχές των ελληνογερμανικών σχέσεων, καταρρίπτοντας προσφιλείς μύθους και για τις δύο χώρες, καταφεύγοντας στα ιστορικά τεκμήρια.

Η έρευνα του Γιώργου Χαρβαλιά προσεγγίζει τις σχέσεις των δύο χωρών μέσα από την περιγραφή των εκκρεμών ελληνικών διεκδικήσεων και της αντίστοιχης διαχρονικής απόρριψής τους. Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από το 25ο κεφάλαιο του βιβλίου, που φέρει τον τίτλο «Οταν τα θύματα χρηματοδοτούν τους σφαγείς τους».

Προδημοσίευση

Για αρκετούς μήνες οι χρηματοδοτικές ανάγκες των μονάδων του Αξονα που βρίσκονταν στην Ελλάδα καλύπτονταν από τα «Χαρτονομίσματα Πιστωτικών Ταμείων του Ράιχ» (RKKS), περισσότερο γνωστά ως «μάρκα κατοχής», όπως και τις αντίστοιχες «μεσογειακές δραχμές», που οι Ιταλοί είχαν φροντίσει να εκδώσουν νωρίτερα, σίγουροι για την επιτυχή έκβαση της πολεμικής τους περιπέτειας.

Η μέθοδος της ληστείας με τα κατοχικά νομίσματα δεν εγκαινιάστηκε στην Ελλάδα, καθώς τα RKKS είχαν χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά το 1939 στην Πολωνία. Οµως η πατέντα είναι προπολεμική και ανήκει –σε ποιον άλλον λέτε;– στον δαιμόνιο Ναζί τραπεζίτη Χιάλµαρ Σαχτ, που την είχε εφαρμόσει πρώτα στο κατεχόμενο Βέλγιο. Από τη θέση του διοικητή της Reichsbank και αργότερα του υπουργού Οικονομικών του Χίτλερ, αυτός ήταν που ενορχήστρωσε όλο το σχέδιο διαρπαγής ιδιωτικών και δημόσιων περιουσιών στα ηττημένα ευρωπαϊκά κράτη, με τα λεγόμενα «νομίσματα κατοχής». Αλλά στη Νυρεμβέργη, όπως είπαμε, αθωώθηκε ως… αντιστασιακός. […]

Oπως συνέβη σε μεγάλο τμήμα της υπόλοιπης κατεχόμενης Ευρώπης, τα ιδιότυπα αυτά τραπεζογραμμάτια μοιράστηκαν στους στρατιώτες των δυνάμεων κατοχής για να προμηθεύονται, πρακτικά χωρίς κόστος, όλων των ειδών τα προϊόντα. Φαντάροι και αξιωματικοί αγόραζαν ό,τι μπορούσαν, για να το στείλουν στην πατρίδα τους, δώρο σε φίλους και συγγενείς. Ολόκληρες βιτρίνες καταστημάτων ξαφρίστηκαν από Γερμανούς και Ιταλούς, που παρίσταναν ότι «αγοράζουν» είδη της αρεσκείας τους. Με ανάλογο τρόπο «αγόραζαν» και υπηρεσίες φιλοξενίας ή σίτισης, παρότι για τις τελευταίες απέφευγαν να πληρώνουν έστω και προσχηματικά.

Μια εξαιρετική περιγραφή της λεηλασίας κάνει στο ημερολόγιό του ο διορατικός Λερντ Aρτσερ, ο Αμερικανός προϊστάμενος του Ιδρύματος «Near East», που συναντήσαμε νωρίτερα:

«Το άδειασμα γίνεται με τον ευγενικό τρόπο της “αγοράς των εμπορευμάτων”, με αντίτιμο τα φρεσκοτυπωμένα κατοχικά μάρκα, που δεν έχουν καμία αξία εκτός Ελλάδος. Νωρίς σήμερα το πρωί, έδωσαν εκατό τέτοια μάρκα σε κάθε ελεύθερο υπηρεσίας στρατιώτη στην Αθήνα. Αντιστοιχούν σε αγοραστική αξία πέντε χιλιάδων δραχμών, τριάντα περίπου δολαρίων. Τους έστειλαν μετά στα καταστήματα να αγοράσουν τα πάντα, από γυναικείες κάλτσες μέχρι ηλεκτρικά είδη. Eπειτα πήγαν τα “ψώνια” τους στην υπηρεσία δεμάτων του ταχυδρομείου ή στην ταχεία υπηρεσία των σιδηροδρόμων και τα έστειλαν στα σπίτια τους, στο Ράιχ. Το οργανωμένο αυτό πλιάτσικο θα εξυπηρετήσει τριπλό σκοπό: Θα ικανοποιήσει τα στρατεύματα των Ναζί, θα δημιουργήσει το αίσθημα στη Γερμανία ότι κάτι βγάζουν κι αυτοί από τον ατελείωτο πόλεμο και θα τους βοηθήσει να εξασθενίσουν ακόμη περισσότερο την Ελλάδα».

Είναι προφανές πως μια αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας κατά τουλάχιστον 40% μέσα σε μερικές εβδομάδες δεν θα μπορούσε να έχει άλλο αποτέλεσμα από την εκτόξευση του πληθωρισμού. Ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη του ότι όλο το χρήμα που κυκλοφορούσε στην ελληνική αγορά ήταν εντελώς ακάλυπτο. Με την εξαίρεση ενός μικρού φορτίου χρυσών λιρών και άλλων νομισμάτων που ξέμεινε στην Κρήτη, η ελληνική κυβέρνηση είχε καταφέρει, με μυθιστορηματικό τρόπο, να μεταφέρει όλο τον ελληνικό κρατικό χρυσό στον τόπο εξορίας της.

Οι Eλληνες κατάλαβαν από τις πρώτες μέρες ότι τα κατοχικά νομίσματα ήταν πρώτης τάξεως υλικό για… ταπετσαρία. Eνας επιφανής Αθηναίος δικηγόρος εκείνων των ημερών, ο Χρήστος Χρηστίδης, περιγράφει ένα απολαυστικό ενσταντανέ σε ένα κουρείο στο κέντρο της Αθήνας, όπου ένας Γερμανός ρωτά τον ιδιοκτήτη τι χρωστά. «Δεκαπέντε δραχμές», αποκρίνεται ο κουρέας, και ο Γερμανός βγάζει και δίνει ένα μάρκο. Ο κουρέας αρνείται να πάρει τα λεφτά. Ο Γερμανός επιμένει να πληρώσει, αλλά, μπροστά στη συνεχιζόμενη άρνηση, παίρνει το μάρκο του και φεύγει. Μόλις περνάει την πόρτα, οι Eλληνες πελάτες ξεσηκώνονται: «Τι δηλαδή; Θα τους δέχεσαι τζάμπα;». Oµως ο κουρέας, που ήταν πιο έξυπνος, τους απαντά αφοπλιστικά: «Πάτε με τα καλά σας; Δεν είδατε τι πήγε να μου κάνει; Δε φτάνει που τον κούρεψα, ήθελε να μου πάρει κι από πάνω 35 δραχμές ρέστα για το κουρελόχαρτό του!».

Οι συνθήκες πλήρους απαξίωσης των κατοχικών νομισμάτων με την ταυτόχρονη αποσταθεροποίηση της δραχμής, ο καλπάζων πληθωρισμός και η έκρηξη του μαυραγοριτισμού θορύβησαν όχι μόνο τη δωσιλογική κυβέρνηση του Τσολάκογλου αλλά και τις ίδιες τις αρχές Κατοχής. Οι Γερμανοί δεν ήθελαν «με το καλημέρα» να επωμιστούν το βάρος μιας διαχειριστικής αποτυχίας, και αποφάσισαν γρήγορα να δημιουργήσουν επίσημους λογαριασμούς εξόδων κατοχής, για να είναι σύννομοι –υποτίθεται– με τις προβλέψεις του Κανονισμού Χερσαίου Πολέμου, όπως αυτές καθορίζονταν από τη Σύμβαση της Χάγης του 1907. Οι υπόλοιπες προβλέψεις για την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των ηττημένων αγνοήθηκαν επιδεικτικά. Το μόνο που ενδιέφερε τους κατακτητές ήταν να καταστήσουν νομότυπη την αφαίμαξη του ελληνικού κρατικού ταμείου.

Οι Γερμανοί δεν ήθελαν «με το καλημέρα» να επωμιστούν το βάρος μιας διαχειριστικής αποτυχίας και αποφάσισαν γρήγορα να δημιουργήσουν επίσημους λογαριασμούς εξόδων κατοχής, για να είναι σύννομοι.

Ηταν τέτοιο το θράσος τους, ώστε θέλησαν να καταστήσουν συνένοχο το ελληνικό κράτος. Γι’ αυτό και ζήτησαν εγγράφως τις απόψεις του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών σχετικά με μια «εύλογη εκτίμηση» των εξόδων κατοχής, που θα τους επέτρεπε να εμφανίσουν τη λεηλασία ως προϊόν «συναπόφασης». Για κακή τους τύχη όμως, το πόνημα κλήθηκε να συντάξει και να υπογράψει ο γενικός διευθυντής του υπουργείου Αθανάσιος Σµπαρούνης.

Ο καθηγητής Σµπαρούνης, προσωπικότητα ευρείας υπολήψεως, ήταν μαζί με τον ακαδημαϊκό Aγγελο Αγγελόπουλο οι πρώτοι διδάκτορες του μεσοπολέμου που αναγόρευσε η Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επρόκειτο για έναν καλλιεργημένο γαλλομαθή τεχνοκράτη που δεν είχε καμία σχέση με τα ανδρείκελα της δωσιλογικής κυβέρνησης Τσολάκογλου. Από μια κακή συνεννόηση της τελευταίας στιγμής είχε ξεμείνει στην Αθήνα, χωρίς να ακολουθήσει την εξόριστη κυβέρνηση στο Κάιρο, μαζί με τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας και άλλα κλιμάκια ανώτατων δημοσίων υπαλλήλων. Γνώριζε πολύ καλά, λοιπόν, ότι με αυτά που θα έγραφε έπαιζε τη ζωή του κορόνα – γράμματα, αφού η έκθεση είχε ως αποδέκτη τον πανίσχυρο Γερμανό πληρεξούσιο Αλτενµπουργκ. […]

Η αναφορά του περιέγραφε ως «εύλογο» έξοδο κατοχής, για το επτάμηνο που είχε μεσολαβήσει, ένα ποσό τριών, το πολύ τεσσάρων δισεκατομμυρίων δραχμών, καθώς μια χώρα καθολικά αφοπλισμένη, με βάση το μέγεθος και τον πληθυσμό της Ελλάδας, δε χρειαζόταν παρά μερικές δεκάδες χιλιάδες ξένους στρατιώτες για τις ανάγκες φρούρησης. Hδη όμως οι Γερμανοί είχαν αρπάξει τουλάχιστον επτά φορές περισσότερα από το ταμείο και η υπέρβαση κάπως θα έπρεπε να δικαιολογηθεί.

Με άμεσο κίνδυνο να καταλήξει στο αρχηγείο της Γκεστάπο για «φιλική ανάκριση», ο Σµπαρούνης βρήκε το θάρρος να καταγράψει τα πραγματικά νούμερα, καταδεικνύοντας τις εξωφρενικές υπερτιμολογήσεις και φέρνοντας σε πολύ δύσκολη θέση την κατοχική διοίκηση. «Αναγνωρίζομεν βεβαίως ότι η Μεσόγειος θάλασσα είναι θέατρον πολέμου και ότι επομένως αι Δυνάμεις του Aξονος δύνανται να κρίνωσι σκόπιμον να διατηρήσωσιν εν Ελλάδι στρατόν με δυνάμεις μεγαλυτέρας από τας απαιτουμένας διά την απλήν κατοχήν. Αι δαπάναι όμως του, εκ των δυνάμεων τούτων, υπερβάλλοντος τας ανάγκας της κατοχής δεν είναι ορθόν να βαρύνωσιν την Ελλάδα, διότι δεν είναι Δαπάναι Κατοχής», έγραφε.

Ο ορθολογικός αυτός διαχωρισμός των εξόδων κατοχής παγίδεψε άσχημα τους Γερμανούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν να τον αντικρούσουν, και πάλευαν τώρα να βρουν τρόπο νομιμοποίησης των επιπλέον δαπανών, που αποτελούσαν και τη μερίδα του λέοντος. Κάπου εδώ πρωτογεννήθηκε η ιδέα του «αναγκαστικού δανείου», που νομιμοποιεί σήμερα τις ελληνικές αξιώσεις. Με την έκθεσή του ο Σµπαρούνης –που αµέσως μετατέθηκε σε θέση «ψυγείου»– τους έσπρωξε στην ανάγκη να ανοίξουν ένα είδος «τεφτεριού» για όλα τα έξτρα που άρπαζαν από τα κρατικά ταμεία. O,τι παραπάνω έπαιρναν τώρα οι Γερμανοί ήταν χρωστούµενο στο ελληνικό κράτος.

Τον τραγικό χειμώνα του 1941, η οικονομική κρίση αντιμετωπίστηκε με συνεχή έκδοση ακάλυπτων πληθωριστικών δραχμών. Oµως η συνεχής καταφυγή σε αυτό το μέτρο, παράλληλα με τις δυσκολίες ανεφοδιασμού της χώρας σε τρόφιμα, οδηγούσε σε πλήρη απώλεια του ελέγχου τιμών. Η Γερμανία ακολουθούσε πιστά το δόγμα Γκέρινγκ, «ζήσε και άσε τους άλλους να πεθάνουν», αλλά, όταν η ανθρωπιστική πτυχή του ελληνικού δράματος πήρε διεθνείς προεκτάσεις, βρέθηκε εκτεθειμένη.

Ξεφυλλίζοντας ξανά το κατοχικό δάνειο-1Γερμανοί στρατιώτες υψώνουν τη σβάστικα στην Ακρόπολη τον Απρίλιο του 1941. Φωτ. A.P.

Στην αρχή πήγε να τα ρίξει στους Βρετανούς, με τον ναυτικό αποκλεισμό, αργότερα όμως βρήκε ευκολότερο θύμα: Eφταιγαν οι άχρηστοι, οι Ιταλοί, που είχαν τη διοικητική ευθύνη για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας.

Το αστείο είναι ότι, σε αντίθεση με τους Γερμανούς, οι Ιταλοί, χωρίς να διαθέτουν τα ίδια μέσα, τηρούσαν πολύ σχολαστικότερα τις δεσμεύσεις τους για τον ανεφοδιασμό του ελληνικού λαού σε τρόφιμα. Γι’ αυτό ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών, Γκαλεάνο Τσιάνο, γαμπρός του Μουσολίνι, σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Οι Γερμανοί πήραν από τους Eλληνες μέχρι και τα κορδόνια των παπουτσιών τους και τώρα προσπαθούν να μετατοπίσουν την ευθύνη για την οικονομική κατάσταση στους ώμους μας». […]

Στις 14 Μαρτίου 1942, στη Συνδιάσκεψη της Ρώμης, συντάχθηκε μυστικό ιταλογερμανικό πρωτόκολλο, με την Ελλάδα απούσα από τις διαβουλεύσεις. Το περιεχόμενο ανακοινώθηκε στις ελληνικές αρχές εννέα μέρες αργότερα με ρηματική διακοίνωση. Σύμφωνα με την ιταλογερμανική σύμβαση, τα έξοδα κατοχής χωρίζονταν πλέον σε δύο κατηγορίες: σε εκείνα, ύψους 1,5 δισ. δραχμών, που θα έπρεπε να πληρώνει η Ελλάδα σε μηνιαία βάση, ως δαπάνες συντήρησης των ξένων στρατευμάτων (αυτά προέκυπταν, υποτίθεται, από τη Σύμβαση της Χάγης), και στα «υπόλοιπα». Τα τελευταία αφορούσαν επιπλέον ανάγκες της κατοχικής στρατιωτικής διοίκησης, που θα προκαταβάλλονταν από την Τράπεζα της Ελλάδος ως άτοκο δάνειο σε δραχμές. Το υποχρεωτικό αυτό δάνειο χρεωνόταν στη γερμανική και ιταλική κυβέρνηση, για να αποπληρωθεί «κάποια στιγμή στο μέλλον». […]

Η λογική Σµπαρούνη είχε θριαμβεύσει. Πάνω σε αυτή ακριβώς τη συμφωνία και τις τροποποιήσεις της, που –ατυχώς για τους Γερµανούς– έλαβαν τη μορφή επίσημων συμβάσεων με νομική ισχύ, βασίζεται η σημερινή ελληνική διεκδίκηση επιστροφής των λεγόμενων «εξόδων κατοχής», που αντλήθηκαν με τη μορφή υπεξαιρέσεων και αναγκαστικού δανεισμού.

Το κατοχικό δάνειο ολοκλήρωσε ουσιαστικά την αρπαγή του πλούτου των Ελλήνων. Στην πράξη, η καθυποταγμένη χώρα έπρεπε να καταβάλλει σε μηνιαίες δόσεις προς τη Γερμανία το μισό της ετήσιας νομισματικής κυκλοφορίας της, για να χρηματοδοτεί όχι τα στρατεύματα κατοχής που φιλοξενούσε, αλλά τις πολεμικές επιχειρήσεις του Aξονα στη Βόρεια Αφρική! Η σύμβαση της Ρώμης δεν ήταν παρά ένα προσχηματικό πλαίσιο νομιμοποίησης της διαδικασίας, που για να παρηγορήσει τους Eλληνες εμφάνιζε τη ληστεία ως… δάνειο.

Read Original