Δύσκολος μήνας ο Φεβρουάριος για τη Wall Street μετά το εντυπωσιακό ράλι των αρχών του έτους.
Ο Dow Jones υποχώρησε 232,39 μονάδες ή 0,7% κλείνοντας στις 32.656,70 μονάδες. Ο S&P 500 υποχώρησε 0,3% στις 3.970,15 μονάδες, ενώ ο Nasdaq έκλεισε στις 11.455,54 μονάδες με πτώση 0,1%.
Παρά τη δυναμική έναρξη του έτους, και οι τρεις βασικοί χρηματιστηρικοί δείκτες της Wall Street κατέγραψαν το δεύτερο μήνα με αρνητικό πρόσημα στη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου. Ο Dow σημείωσε πτώση 4,19%, ενώ έχασε και τα φετινά κέρδη καταγράφοντας απώλειες 1,48% μέχρι στιγμής. Ο S&P 500 και ο Nasdaq απώλεσαν 2,61% και 1,11% της αξίας τους τον Φεβρουάριο αντίστοιχα, όμως από τις αρχές του έτους έως σήμερα παρουσιάζουν άνοδο.
Οι απώλειες αυτές λαμβάνουν χώρα μετά από το πολύ ισχυρό ξεκίνημα του πρώτου μηνός: ο S&P 500 σημείωσε ράλι άνω του 6% τον Ιανουάριο. Όμως, η απότομη άνοδος των αμερικανικών ομολογιακών αποδόσεων αυτό το μήνα έκαμψε το επενδυτικό κλίμα για τις μετοχές, καθώς οι συναλλασσόμενοι φοβούνται ότι η Φέντεραλ Ριζέρβ θα διατηρήσει τα επιτόκια σε υψηλότερα επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς έκανε σήμερα άλμα στο υψηλότερο επίπεδο από πέρυσι το Νοέμβριο.
«Οι περισσότεροι επενδυτές αναμένουν τώρα ότι η απόδοση του 10ετούς θα ξεπεράσει το 4%. Εάν αυτό είναι η κορύφωση τότε ενδεχομένως οι μετοχές να ανακάμψουν το Μάρτιο. Αυτό που χαρακτήρισε τον Φεβρουάριο ήταν οι επιλεκτικές αγορές», ανέφερε ο Τζεφ Κίλμπουργκ, ιδρυτής της διευθύνων σύμβουλος της KKM Financial.
Ο παράγοντας που έδωσε σημαντική ώθηση στις μετοχές στην αρχή του έτους ήταν οι επαναγορές ιδίων μετοχών, οι οποίες εκτιμάται ότι ξεπέρασαν το φράγμα του 1 τρισ.δολαρίων για πρώτη φορά. Ωστόσο, η εταιρική Αμερική θα πρέπει να επιταχύνει ακόμη περισσότερο για να καταρρίψει νέα ιστορικά υψηλά, σύμφωνα με τον στρατηγικό αναλυτή της Bank of America Τζιλ Κάρεϊ Χολ.
Ένας κλάδος στον οποίο οι επαναγορές ιδίων μετοχών ήταν ιδιαίτερα έντονες ήταν ο ενεργειακός, όπου η Occidental Petroleum ανακοίνωσε τη Δευτέρα επαναγορές ιδίων μετοχών και μερισματικές αυξήσεις ύψους 3 δισ. δολαρίων.