Μια αρνητική συγκυρία αποτελούμενη από ετερόκλητους παράγοντες έχει μεταφέρει την κρίση από μια μικρή αμερικανική τράπεζα, που χρηματοδοτεί νεοφυείς εταιρείες, στον ευρύτερο τραπεζικό κλάδο των ΗΠΑ και από χθες ακόμη και στις ευρωπαϊκές τράπεζες και έχει οδηγήσει σε συντονισμένη πτώση των τραπεζικών μετοχών. Πρόκειται αφενός για τη δυσπραγία που αντιμετώπισαν τους προηγούμενους μήνες οι νεοφυείς εταιρείες τεχνολογίας και αφετέρου οι ζημίες που προκάλεσε στις τράπεζες πέρυσι η πτώση των τιμών των ομολόγων εν μέσω αυξήσεων των επιτοκίων. Οι δύο αυτοί παράγοντες προκάλεσαν κρίση ρευστότητας στη μικρή αμερικανική τράπεζα Silicon Valley Bank (SVB), οι κινήσεις της οποίας ενέσπειραν, όμως, προβληματισμό στους επενδυτές. Ετσι ο δείκτης τιμών των τραπεζικών μετοχών της Ευρώπης σημείωσε χθες τη χειρότερη συνεδρίαση από τον Ιούνιο, με τον γερμανικό κολοσσό Deutsche Bank να σημειώνει πτώση άνω του 8% και τις Societe Generale, HSBC, ING Groep και Commerzbank να καταγράφουν απώλειες άνω του 5%.
Αντιμετωπίζοντας ζημίες στο χαρτοφυλάκιό της εξαιτίας της δυσπραγίας των νεοφυών εταιρειών και της συνεπακόλουθης μείωσης των καταθέσεών της, η Silicon Valley Bank αναγκάστηκε να πουλήσει μετοχές της αξίας 21 δισ. δολ. για να αντλήσει κεφάλαια και να καλύψει τις σημαντικές ζημίες στο χαρτοφυλάκιό της. Η είδηση προκάλεσε, όμως, την άμεση αντίδραση ορισμένων επενδυτικών, όπως των Founders Fund, Coatue Management και Union Square Ventures, που έσπευσαν να μειώσουν την έκθεσή τους και να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από τη χειμαζόμενη τράπεζα. Ακολούθησε η ελεύθερη πτώση της μετοχής της SVB, που στη συνεδρίαση της Πέμπτης έχασε το 60% της αξίας της, ενώ μεγάλη πτώση σημείωσε και η αξία των ομολόγων της. Οι κραδασμοί όμως που έχουν μεταφερθεί σε όλον τον τραπεζικό κλάδο και έχουν οδηγήσει τις τραπεζικές σε πτώση, οφείλονται έως έναν βαθμό τουλάχιστον σε μια σύμπτωση: στο γεγονός ότι η κρίση της SVB έτυχε να συμπέσει με εκείνη της Silvergate Capital Corp, με αποτέλεσμα οι δύο παράλληλες τραπεζικές κρίσεις να εμπνεύσουν προβληματισμό στους επενδυτές και να συμπαρασύρουν σε υποχώρηση τουλάχιστον 5% τις μετοχές των μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών, όπως των Bank of America, Wells Fargo, Citigroup και JPMorgan Chase. Αυτές οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες έχασαν αθροιστικά 52,4 δισ. δολ. από τη χρηματιστηριακή τους αξία, ενώ ο διεθνής τραπεζικός δείκτης KBW Bank σημείωσε πτώση πάνω από 7%, που ήταν η μεγαλύτερη από τον Ιούνιο του 2020.
Οι επενδυτές άρχισαν να ανησυχούν σχετικά με τα προβλήματα που ενδέχεται να παρουσιάζουν τα χαρτοφυλάκια των άλλων αμερικανικών τραπεζών και ειδικότερα σχετικά με τους κινδύνους που ενδεχομένως εγκυμονούν οι εκτεταμένες τοποθετήσεις τους σε ομόλογα. Κι αυτό γιατί στη διάρκεια της πανδημίας και των lockdowns πολλές από τις μεγάλες τράπεζες συσσώρευσαν ασυνήθιστα μεγάλο όγκο καταθέσεων και τις τοποθέτησαν σε μακροπρόθεσμα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Η αξία αυτών των ομολόγων, όμως, υποχώρησε σημαντικά στη διάρκεια του περασμένου έτους εξαιτίας της μεγάλης αύξησης των επιτοκίων. Προ ολίγων ημερών, άλλωστε, είχαν δοθεί στη δημοσιότητα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Αρχής Ασφάλισης Καταθέσεων, που φέρουν τις αμερικανικές τράπεζες να έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους ζημίες της τάξης των 620 δισ. δολαρίων.
Bank of America, Wells Fargo, Citigroup και JPMorgan Chase έχασαν αθροιστικά 52,4 δισ. δολ. από τη χρηματι-στηριακή τους αξία.
Στο μεταξύ, η αρνητική συγκυρία συνέπεσε με την πτώση των καταθέσεων στις τράπεζες που οφείλεται στην προσπάθεια των αποταμιευτών να βρουν υψηλότερες αποδόσεις, καθώς η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ εξακολουθεί να αυξάνει τα επιτόκια. Οπως επισημαίνουν αναλυτές του κλάδου, το χειρότερο σενάριο που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες εφεξής θα ήταν να αναγκαστούν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της SVB και προκειμένου να καλύψουν τη μείωση των καταθέσεών τους να πουλήσουν ομόλογα σε μειωμένες τιμές και να εγγράψουν ζημίες. Σύμφωνα με τον Κρίστοφερ Γουόλεν της Whalen Global Advisors, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να πλήξει τη φερεγγυότητα των περισσότερων χρηματοπιστωτικών συστημάτων. «Το πρόβλημα θα αντιμετωπίσουν κυρίως όσες τράπεζες έχουν πολύ μεγάλη έκθεση σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου», τονίζει ο ίδιος και καταλήγει: «Πιάστηκαν στον ύπνο, κανείς δεν περίμενε έναν τόσο παρατεταμένα υψηλό πληθωρισμό», έναν πληθωρισμό που θα υπαγόρευε τόσο μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων. Ομοίως και ο οικονομολόγος και επενδυτής Μοχάμεντ Ελ Εριάν εκτιμά ότι ο κίνδυνος από την SVB μπορεί να περιοριστεί εύκολα με προσεκτική διαχείριση, καθώς το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα είναι ισχυρό στο σύνολό του, έστω κι αν δεν ισχύει το ίδιο για κάθε τράπεζα μεμονωμένα.
Δεν συμμερίζονται, πάντως, όλοι την αισιοδοξία του. Ο Νικ Γουίλσον, επικεφαλής των αναλυτών στο Markets.com, εκφράζει ανησυχία ότι οι εξελίξεις στην SVB θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη θρυαλλίδα που θα επιφέρει απρόβλεπτες συνέπειες για τις τράπεζες εν μέσω των κινδύνων που αντιμετωπίζουν από τις αυξήσεις των επιτοκίων και την «εύθραυστη» οικονομία των ΗΠΑ. Και για τον Τζέιμς Αθι, διευθυντή επενδύσεων στην Abrdn, «το πρόβλημα στο σύστημα έγκειται στα επίπεδα μόχλευσης». Οπως εξηγεί ο ίδιος, «η νομισματική πολιτική υπήρξε εξαιρετικά αναπτυξιακή και διευκόλυνε τη μόχλευση για υπερβολικά πολύ καιρό».