Από την Κάθριν Ντρέικ /Απόδοση: Παντελής Τσομπάνης
Δεν προκαλεί έκπληξη ο λόγος για τον οποίο ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ επέλεξε την ελληνική πρωτεύουσα ως φόντο για την πρόσφατη ταινία του, Εγκλήματα του μέλλοντος: η αστική της παρακμή, ανάμεσα σε αρχαία ερείπια, ενσωματώνει τη ρετρο-φουτουριστική αισθητική του σκηνοθέτη. Μία από τις τοποθεσίες όπου γυρίστηκε η ταινία, ο κινηματογράφος Ίρις του 1930, αποτελεί μέρος ενός αξιοσημείωτου αριθμού ιστορικών αιθουσών που εξακολουθούν να λειτουργούν στην Αθήνα, τουλάχιστον μέχρι σήμερα.
«Πολύ λιγότερες απ’ ό,τι πριν από πενήντα χρόνια, αλλά σίγουρα περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη πόλη σήμερα», λέει ο Δημήτρης Φύσσας, συγγραφέας του βιβλίου Ο κινηματογράφος της Αθήνας 1896-2013. Πέρα από τα ρομάντζα και τις δραματικές ταινίες που προβάλλονται στις οθόνες τους, αυτά τα ονειρικά παλάτια έχουν παίξει ρόλο σε αληθινές ιστορίες επανάστασης και πολέμου, πολιτισμού και κοινωνίας.
Ωστόσο, η αυλαία γι’ αυτές τις χρονοκάψουλες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας μπορεί να είναι κοντά: αντέχοντας έναν αιώνα αναταραχής και αστάθειας, συμπεριλαμβανομένου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μιας στρατιωτικής δικτατορίας και της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, κανείς δεν μπορεί να πει για πόσο καιρό θα αντισταθούν στο δέλεαρ του gentrification και της ανάπτυξης που προωθείται από την πρόσφατη αύξηση του τουρισμού και των ξένων επενδύσεων.
Η μεγαλύτερη οθόνη της Ευρώπης
Ο κινηματογράφος Ιντεάλ (αρχικά γνωστός ως Σαλόν Ιντεάλ), που γιόρτασε την 100ή επέτειο λειτουργίας του το 2022, ήταν ο πρώτος που έφερε τον Dolby Stereo ήχο στην Ελλάδα. Κάποτε είχε τη μεγαλύτερη οθόνη της Ευρώπης και φιλοξένησε τους αξιωματικούς και τα άλογα του βασιλιά Όθωνα, σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Σπέντζο, ο οποίος τον διευθύνει μαζί με τα αδέρφια του, Γιώργο και Σπύρο. Ο πατέρας τους, Χρήστος, ήταν ιδιοκτήτης της Spentzos Films, παραγωγός του κλασικού slapstick Το στραβόξυλο (1952), κωμωδία που σίγουρα την έχει παρακολουθήσει κάθε Έλληνας. «Την ημέρα, ο πατέρας μου ήταν πιλότος που πολεμούσε τους Γερμανούς στην Αίγυπτο και το βράδυ γύριζε ταινίες», λέει ο Σπέντζος.
Ο Γιώργος Πολυζωίδης θυμάται τη δεκαετία του ’50 να κάνει δευτεριάτικες κοπάνες από το σχολείο, για να πάει στο Ιντεάλ και να παρακολουθήσει την πρώτη προβολή των νέων ταινιών της Μπριζίτ Μπαρντό, προτού οι λογοκριτές κόψουν τις επίμαχες σκηνές – το σινεμά γεμάτο με σχολιαρόπαιδα και οι τσάντες τους σκορπισμένες στους διαδρόμους. Η παρακολούθηση μιας ταινίας εκεί εξακολουθεί να είναι συναρπαστική, όντας βυθισμένος στη γιγαντιαία οθόνη και στις αχανείς σειρές των 750 καθισμάτων, παρόλο που οι ταπετσαρίες είναι πλέον λίγο φθαρμένες.
Τον περασμένο Νοέμβριο, το Ιντεάλ απειλήθηκε με κλείσιμο, όταν η μίσθωση του κτιρίου που στεγάζεται βγήκε σε πλειστηριασμό από τον ιδιοκτήτη του, τον ΕΦΚΑ, και κατοχυρώθηκε στην εταιρεία Mitsis Hotels.
Αρχικές πληροφορίες ανέφεραν ότι το Ιντεάλ θα κατεδαφιζόταν.
Παράλληλα, το Άστορ, στη Στοά Κοραή, και το Αελλώ, επίσης ιδιοκτησίας του ΕΦΚΑ, κινδύνευαν με κλείσιμο. Η δημόσια κατακραυγή οδήγησε σε ομόφωνη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου της Αθήνας, τον Νοέμβριο του 2022, να διατηρηθούν τα τρία ακίνητα ως κινηματογράφοι, καθώς θεωρούνται «ζωτικής σημασίας για τον χαρακτήρα, τη μνήμη και τον πολιτιστικό πλούτο της πόλης», όπως αναφέρθηκε στο ψήφισμα της παράταξης «Ανοιχτή Πόλη». Παρά την ανακοίνωση του ΕΦΚΑ πως δεν δρομολογείται αλλαγή χρήσης των κινηματόγραφων Αελλώ, Άστορ και Ιντεάλ, ρεπορτάζ των cinemagazine.gr και Αθηνοράματος αναφέρουν πως ο ΕΦΚΑ έκανε ένσταση στην κήρυξη ως διατηρητέων των κινηματογράφων Άστορ και Ιντεάλ, θέτοντας σε κίνδυνο τη λειτουργία τους.
Τα πρώτα κεκλιμένα καθίσματα
Αυτά τα μέρη αντιπροσωπεύουν έναν μοναδικό τύπο αρχιτεκτονικής, σαν ναοί της ακμής του κινηματογράφου, όταν οι μπομπίνες από σελιλόιντ περιστρέφονται με ψευδαισθήσεις που μοιάζουν απίστευτες και ταυτόχρονα αληθινές. Το Αελλώ λειτούργησε αρχικά ως θερινός κινηματογράφος το 1939 και απέκτησε αίθουσα στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν η Φωκίωνος Νέγρη ήταν ένα μοντέρνο κεντρικό σημείο της νυχτερινής ζωής της Αθήνας, γνωστή ως η Bία Βένετο της Αθήνας. «Κάθε οικοδομικό τετράγωνο στην Πατησίων είχε κι ένα σινεμά και ο πατέρας μου, ο ηθοποιός Νίκος Τσούκας, πήγαινε μερικές φορές σε τρεις προβολές το βράδυ», λέει ο συνθέτης Δημήτρης Τσούκας. Μεταξύ αυτών που υπάρχουν ακόμη είναι το Αλεξάνδρα και το Τριανόν, το οποίο άνοιξε το 1960 με την πρεμιέρα της ταινίας Ποτέ την Κυριακή, την οποία παρακολούθησαν η πρωταγωνίστριά της, Μελίνα Μερκούρη, και ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Ήταν το πρώτο σινεμά στην πόλη που διέθετε κεκλιμένα καθίσματα – τα καλοκαίρια, η μηχανοκίνητη αναδιπλούμενη οροφή επιτρέπει την προβολή κάτω από τα αστέρια. Το Τριανόν παραμένει οικογενειακή επιχείρηση, επιβιώνοντας από μια περίοδο χαμηλών τόνων από τη δεκαετία του 1980, και διευθύνεται από τη Μαρία Λυσικάτου, ανιψιά του ιδρυτή Ανδρέα Παπαγεωργίου.
Με την πάροδο των χρόνων, κάποιοι κινηματογράφοι μετατράπηκαν σε θέατρα ή σε πορνοσινεμά, για να επιβιώσουν. Το εμβληματικό Rex, ένα κτίριο αρ ντεκό που κατασκευάστηκε το 1935 για να στεγάσει σινεμά, θέατρο και αίθουσα χορού, ανακηρύχθηκε ιστορικό μνημείο μετά τις ζημιές που υπέστη από πυρκαγιά το 1982 και έκτοτε χρησιμοποιείται ως χώρος για το Εθνικό Θέατρο. Το ταβάνι διαθέτει μια αξέχαστη κυκλική τοιχογραφία, ζωγραφισμένη από τον Γιάννη Τσαρούχη και τους μαθητές του, με γυμνόστηθους εργάτες να κοιτάζουν από ψηλά το κοινό, θυμίζοντας μια σύγχρονη Καπέλα Σιστίνα. Δίπλα ήταν το Τιτάνια, της ίδιας περιόδου, δύο χιλιάδων θέσεων, όπου βρίσκεται σήμερα το ομώνυμο ξενοδοχείο.
Αίθουσες στην καρδιά του κέντρου
Το εσωτερικό της κινηματογραφικής αίθουσας Ίρις θυμίζει γοτθικό καθεδρικό ναό, με πρόσωπα-φαντάσματα να παρακολουθούν από τις λουλουδιασμένες γύψινες ζωφόρους. Από τη δεκαετία του ’80, οι σινεφίλ συρρέουν εκεί για να παρακολουθήσουν σεμινάρια και προβολές που προσφέρονται δωρεάν από τη φοιτητική πολιτιστική λέσχη του Τμήματος Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην οδό Βουκουρεστίου, το κομψό με παριζιάνικο στιλ Παλλάς, το οποίο είχε αρχικά δυόμισι χιλιάδες θέσεις, ήταν το μέρος όπου, πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανώτερη τάξη συναντιόταν τα βράδια του Σαββάτου, για να δει ταινίες με πρωταγωνιστές την Ντόρις Ντέι και τον Ροκ Χάντσον. Τώρα φιλοξενεί παραστάσεις. Το επιβλητικό Αττικόν, που άνοιξε το 1912 και στεγάζεται σε ένα κτίριο σχεδιασμένο σε εκλεκτικό νεοκλασικό στιλ από τον Ερνστ Τσίλερ, με έναν εκθαμβωτικό πολυέλαιο που παραπέμπει στις χρυσές μέρες των κινηματογραφικών παλατιών, επέζησε της κατοχής από τους ναζί (τότε μετονομάστηκε σε Soldaten Kino Victoria) και της πυρπόλησης της διπλανής τράπεζας στα επεισόδια του 2010, για να καταστραφεί τελικά από φωτιά σε μια εξέγερση ακριβώς εκατό χρόνια μετά τα εγκαίνιά του.
Η πρόσοψη του κτιρίου έχει υποστεί ζημιές, ενώ οι αίθουσες, συμπεριλαμβανομένου του κινηματογράφου Απόλλων στο υπόγειο, είναι ακόμη πλήρως άθικτες. Παρόλο που ο ιδιοκτήτης, η Cinemax, έχει στείλει περιοδικές ανακοινώσεις που δηλώνουν την επικείμενη αναβίωσή του, το γωνιακό κτίριο παραμένει περιφραγμένο, αποτελώντας ένα βουβό μνημείο των ημερών της κομψής δόξας, όταν λαμπεροί αστέρες του Χόλιγουντ ανέβαιναν τη λευκή μαρμάρινη σκάλα του. Ο Πολυζωίδης θυμάται να παρακολουθεί την πρώτη ταινία που κυκλοφόρησε σε CinemaScope, τον Χιτώνα (1953), με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και τον Βίκτορ Μάτουρ, και να νομίζει ότι τα άλογα έβγαιναν κατευθείαν από την οθόνη μέσα στην αίθουσα του Αττικόν. Η τελευταία ταινία που προβλήθηκε εκεί ήταν το Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι.
Το κτίριο του Άστυ, η οικία Ρόσελς, διαθέτει ακόμη καταφύγια βομβών που κατασχέθηκαν από τον ναζί διοικητή, για να χρησιμοποιηθούν ως κέντρα ανάκρισης και κράτησης για πάνω από χίλιους κρατούμενους. Σήμερα είναι ένα μουσείο που ονομάζεται «Κοραή 4», όπου στους τοίχους διατηρούνται γκράφιτι από πρώην κρατούμενους. Μια τραπεζαρία και μια πίστα χόκεϊ που χρησιμοποιήθηκαν από τους Γερμανούς εξακολουθούν να παραμένουν άδεια, πίσω από κλειδωμένες πόρτες. Το θέατρο που άνοιξε το 1939 διατηρεί τα αρχικά καθίσματα, τοποθετημένα ανάμεσα σε ογκώδεις κολόνες. Στο λόμπι μπορείτε να ψαχουλέψετε ανάμεσα σε σωρούς από υπέροχες αφίσες ταινιών, οι οποίες πωλούνται με μόλις ένα ευρώ. Οι αδερφοί Δημήτρης και Γιώργος Στεργιάκης, επικεφαλής της AMA Films και γιοι του αείμνηστου διανομέα ταινιών, Αντώνη, διαχειρίζονται το Άστυ τα τελευταία δεκαεννιά χρόνια. «Είναι πολύ δύσκολη η κατάσταση για τους art house κινηματογράφους στην Ελλάδα, αλλά είμαστε μαχητές», λέει ο Δημήτρης. «Είναι μια μικρή μερίδα ανθρώπων που έρχεται στο σινεμά». Το 2014, οι αδερφοί Στεργιάκη αναβίωσαν το πανέμορφο Πτι Παλαί σε μια γωνιά της Ριζάρη στο Παγκράτι, μέχρι που ο ιδιοκτήτης ανέβασε πολύ ψηλά το ενοίκιο και τότε χτύπησε ο κορωνοϊός. Φίλοι του σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου από την αρχή ήταν οι πρώτοι που πρόβαλαν στην Ελλάδα τον αμφιλεγόμενο Κυνόδοντα, αφού τον είδαν στις Κάννες. «Είναι ήρωες», λέει η Ράνια Ψημένου, η οποία ήταν συμπαραγωγός στις Γυναίκες που περάσατε από δω, την τελευταία ταινία του Σταύρου Τσιώλη.
Ο κινηματογράφος που του έσωσε τη ζωή
Το Σινέ ΠΑΛΑΣ του Παγκρατίου κρατάει τις πόρτες του ανοιχτές για σχεδόν έναν αιώνα, χάρη στον Ματθαίο Πόταγα, ο πατέρας και οι θείοι του οποίου το έχτισαν το 1925. Ο ίδιος ανέλαβε τη λειτουργία του το 1953, στελεχώνοντας τον προβολέα και το σνακ μπαρ, ενώ η αδερφή του, Ελένη, πουλούσε εισιτήρια μέχρι τον θάνατό του το 2021, σε ηλικία 94 ετών. Παρά τη μείωση του κοινού, κρατούσε τα φώτα αναμμένα από καθαρό πάθος: «Μου προσφέρθηκαν πολλά χρήματα από εργολάβους για να το κάνω εμπορικό κέντρο ή καζίνο», μου είχε πει. Στεκόμενος στο αμφιθέατρο, ο Πόταγας κούνησε το χέρι του στα κύματα των καθισμάτων, των οποίων οι διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου της ταπετσαρίας ήταν ξεθωριασμένες, και υπέδειξε την ειδική θέση που προοριζόταν για τον βασιλιά Παύλο. Στην πραγματικότητα, ο κινηματογράφος κάποτε του έσωσε τη ζωή: Μια μέρα τον Αύγουστο του 1944, ενώ ο Πόταγας και ο ξάδελφός του παρακολουθούσαν μια ταινία, Γερμανοί στρατιώτες έφτασαν στο σινεμά και τους έριξαν στο πίσω μέρος ενός φορτηγού για να τους στείλουν σε στρατόπεδο εργασίας. Ένας Έλληνας κυβερνητικός αξιωματούχος ανάμεσα στους αιχμαλώτους διαμαρτυρήθηκε: «Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο που έχετε εδώ – διευθύνει τον κινηματογράφο!». Έτσι τον άφησαν να φύγει, αλλά ο 18χρονος ξάδελφός του δεν ήταν τόσο τυχερός.
Δεν είναι σαφές τι επιφυλάσσει το μέλλον για το ΠΑΛΑΣ. Προς το παρόν, η Μαρία Λυσικάτου και ο Μιχάλης Ζέης (του Τριανόν) λειτουργούν το θερινό σινεμά. «Έχουμε αναβαθμίσει τον τεχνικό εξοπλισμό με ψηφιακό προβολέα και σύστημα ήχου Dolby 5.1 – θα έλεγα ότι έχουμε τον καλύτερο ήχο που μπορείτε να ακούσετε στα θερινά σινεμά», λέει ο Ζέης. Ως υπουργός Πολιτισμού, η Μελίνα Μερκούρη κίνησε τις διαδικασίες για μια απόφαση που ψηφίστηκε το 1997, μετά τον θάνατό της, για την προστασία 47 υπαίθριων κινηματογράφων της πόλης ως πολιτιστικών μνημείων, συμπεριλαμβανομένου του ΠΑΛΑΣ. Αυτό περιπλέκει κάθε σχέδιο για την αξιοποίηση του ίδιου του κτιρίου. Το σινεμά στην ταράτσα του, σε στιλ καφετέριας, είναι διάσημο για την οθόνη του που πλαισιώνεται από νέον, με το λογότυπο του ΠΑΛΑΣ στο κέντρο, και τα γλυκά σιντριβάνια που αναβλύζουν πίσω από τους περιποιημένους θάμνους. Εκτός από την αναβάθμιση της τεχνολογίας προβολής, η αρ ντεκό αίθουσα παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη στο πέρασμα των δεκαετιών, αλλά θα κόστιζε πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ, για να τεθεί σε λειτουργική κατάσταση. «Δεν είναι μια επένδυση που θα αποδώσει βραχυπρόθεσμα, οπότε περιμένουμε να δούμε αν μπορεί να γίνει με επιδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή το ελληνικό κράτος».
Όλο και λιγότερα εισιτήρια
Οι θεατές έχουν μειωθεί μετά την έλευση της τηλεόρασης και των ψηφιακών μέσων όπως παντού, αλλά αυτές οι αθηναϊκές κινηματογραφικές αίθουσες αντιστέκονται στον αφανισμό, χάρη στις προσπάθειες μιας ομάδας αφοσιωμένων σινεφίλ. Στην πραγματικότητα, ενδεχομένως και οι συγκρούσεις, η οικονομική κρίση ή η έλλειψη ανάπτυξης να έχουν προστατεύσει τα σινεμά μέχρι τώρα. Ωστόσο, οι αριθμοί δεν έχουν ανακάμψει μετά την πανδημία: «Με λίγες εξαιρέσεις, όπως το νέο Avatar, οι εισπράξεις έχουν μειωθεί κατά 50-70% εδώ, όπως και σε ολόκληρο τον πλανήτη», λέει ο Ζέης. Πέρυσι πουλήθηκαν περίπου 5.400.000 εισιτήρια στην Ελλάδα, σε σύγκριση με την περίοδο 2017-2019, όπου ο μέσος όρος των θεατών ήταν περίπου 9 εκατομμύρια, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Flix.
Πάντοτε όμως θα υπάρχει το καλοκαίρι. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η Ελλάδα δεν είχε τηλεόραση, και τότε η μετάδοσή της ελεγχόταν από το καθεστώς της χούντας. Κινητά κινηματογραφικά βαν ταξίδευαν από χωριό σε χωριό και το Σάββατο σηματοδοτούσε τη μεγάλη έξοδο. Πρωτοπόρος της αθηναϊκής υπαίθριας προβολής ήταν το Σινέ Παρί, που άνοιξε ένας κομμωτής το 1920, με μια εκπληκτική θέα στην Ακρόπολη, που συναγωνίζεται τη δράση στην οθόνη. Η κομψά ντυμένη κυρία που πουλάει εισιτήρια στην Όαση, κρυμμένη σε μια καταπράσινη αυλή του Παγκρατίου, θα μπορούσε να είναι χαρακτήρας βγαλμένος από ταινία του Φελίνι. Ανάμεσα στις φωτογραφίες ξανθών στάρλετς στον τοίχο πίσω της, υπάρχει και ένα πορτρέτο του χνουδωτού, λευκού σκύλου της. Μία από τις αγαπημένες μου κινηματογραφικές αναμνήσεις είναι η παρακολούθηση του La Dolce Vita στην ταράτσα της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, όπου οι ήχοι της αποπνικτικής αθηναϊκής νύχτας έφταναν έως πάνω, για να αναμειχθούν με τους δρόμους της Ρώμης του 1960. Δεν υπάρχει κανένα υποκατάστατο για το να χαθείς στο σύμπαν της μεγάλης οθόνης περιτριγυρισμένος από αγνώστους, για την τελετουργία του να μασουλάς ποπ κορν από το χάρτινο κουτί, που τελειώνει σχεδόν πριν τελειώσουν τα previews και αρχίσει η ταινία. Οι Έλληνες όλων των ηλικιών λατρεύουν να βγαίνουν έξω και να βρίσκονται ανάμεσα στον θόρυβο της κοινωνίας, όπως αποδεικνύεται από την ακμάζουσα, ζωντανή κουλτούρα των καφέ. Οπότε υπάρχει ακόμη ελπίδα.