Η εικόνα του φερέτρου και των μαυροφορεμένων οικείων και φίλων του νεκρού θύμιζε την κοινή μοίρα όλων, σε μια στιγμή οδυνηρή και συνηθισμένη, «όπως συμβαίνει σε κάθε ελληνική οικογένεια», όπως υπογράμμισε στον επικήδειό του ο πρωτότοκος γιος του εκλιπόντος. Εδώ ίσχυε, όπως πάντα, η ερώτηση που τίθεται στην τελετή, εάν ο νεκρός είναι «βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός;».
Μόνο που στην κηδεία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, οι λέξεις είχαν ιδιαίτερη σημασία, κυριολεκτική και μεταφορική. Υπήρξε και βασιλιάς και στρατιώτης, από τα παλάτια των προγόνων του βρέθηκε στην εξορία, στερημένος και την υπηκοότητά του, φέροντας το βάρος της ευθύνης για λανθασμένους χειρισμούς που συνέβαλαν στη βύθιση της χώρας στο σκοτάδι της δικτατορίας. Η ζωή και ο θάνατός του μας υπενθυμίζουν όχι μόνον την κοινή μοίρα των θνητών, αλλά και την προσωπική ευθύνη που έχει ο καθένας να πράξει το καθήκον του, με όποιο κόστος, όταν έρθει η κρίσιμη στιγμή.
Αυτό που μας διδάσκει η ζωή του, ο μεγάλος δισταγμός, είναι ότι οι κρίσεις δεν περι- μένουν να είμαστε έτοιμες γι’ αυτές.
Η νεκρώσιμος ακολουθία του τέως βασιλιά στη Μητρόπολη των Αθηνών μάς έφερε στη μνήμη λαμπρές στιγμές από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, όταν έμοιαζε ευλογημένος μέσα σε όμορφες εικόνες και επιτυχίες, μακριά από τα σκοτάδια της Ιστορίας που έπεφταν πάνω σε πολλά μέλη μιας βαθιά διχασμένης κοινωνίας. Η τελετή, όμως, μας ανάγκαζε να σκεφτούμε πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα εάν τη δεκαετία του ’60 ο νεαρός τότε βασιλιάς είχε πράξει αλλιώς, εάν είχε βασιστεί στην ανάμνηση του προπάππου του Γεωργίου Α΄, που φρόντισε να στηρίζει τους θεσμούς, να υπηρετεί το Σύνταγμα.
Εάν, δηλαδή, ο Κωνσταντίνος είχε απεμπολήσει τη νοοτροπία των διαδόχων του Γεωργίου, που σαγηνεύτηκαν από τη μοιραία αδυναμία των Ελλήνων να αυτοσχεδιάζουν και να αυθαιρετούν, πεπεισμένοι ότι οι δικές τους ικανότητες ξεπερνούσαν τη σοφία θεσμών και διαδικασιών που σμιλεύθηκαν μέσα στις φλόγες αμέτρητων αγώνων.
Η εποχή στην οποία έδρασε ο τ. βασιλιάς ήταν μία με «σκληρότατες συγκρούσεις, πάθη αβυσσαλέα», όπως σημείωσε ο γιος του, «και το αποτέλεσμα αυτό που δεν ήθελε κανείς». Πράγματι, το αποτέλεσμα ήταν ολέθριο, πρωτίστως για τον τόπο, αλλά και για την οικογένεια και τον θεσμό που αυτή υπηρετούσε. Μισόν αιώνα μετά την κατάργηση της βασιλείας, ακόμη κυνηγάει τον νεκρό η αδυναμία να πει το ισχυρό όχι όταν το απαίτησε η Ιστορία. Δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε εάν θυσίασε τον θρόνο, τη δυναστεία του, ώστε να γλιτώσει ο λαός από «νέα αιματοχυσία», όπως έλεγε ο ίδιος και επανέλαβε ο γιος του χθες. Αυτό που μας διδάσκει η ζωή του, ο μεγάλος δισταγμός, είναι ότι οι κρίσεις δεν περιμένουν να είμαστε έτοιμες γι’ αυτές. Οφείλουμε να γνωρίζουμε πάντα ποια είναι η απαράβατη θέση που πρέπει να τηρήσουμε. Επειδή όποιες και εάν είναι οι προθέσεις μας, σε όποιο αξίωμα και αν βρισκόμαστε, κρινόμαστε από το αποτέλεσμα.