Βαγγέλης Μάστορας: Οταν γυρίσει η νόσος, πάλι θα παλέψω

1 year ago 70

«Είμαι ακόµη ζωντανός, παλεύω, αγωνίζομαι, δίνω μάχες καθημερινά να σταθώ όρθιος. Πέφτω και σηκώνομαι, για να ξαναπέσω και να ξανασηκωθώ. Πιο δυνατός; Οχι απαραίτητα, αλλά σημασία έχει να σηκωθώ. Να βρω τρόπο από κάπου να πιαστώ, να αγκιστρωθώ για να μην ξαναπέσω. Τουλάχιστον να κρατηθώ όρθιος, για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα. Γνωρίζω ότι αυτό δεν θα κρατήσει για πάντα. Θα πέσω ξανά, αλλά η “μαγκιά” είναι να επινοείς εκείνες τις ασφαλιστικές δικλίδες που θα σε βοηθήσουν να σηκωθείς ξανά και ξανά και ξανά…».

Ο Βαγγέλης Μάστορας βρίσκεται, πενήντα χρόνια τώρα, σε ένα οδυνηρό ταξίδι παρέα με τη νόσο της διπολικής διαταραχής, αυτό που παλαιότερα ήταν γνωστό ως μανιοκατάθλιψη. Οταν είναι σε φάση μανίας αισθάνεται κυρίαρχος των πάντων, θεός, όπως μου λέει. Αλλά όταν κυριαρχήσει ο «άλλος πόλος», κάτι που συμβαίνει συχνά, «μπορεί να κάνεις πράγματα που ξεφεύγουν». Ο αγώνας του είναι σκληρός και άνισος από την άποψη ότι η νόσος του είναι, μέχρι στιγμής, αγιάτρευτη. Ξέρει ότι θα πορευθούν «εις σάρκα μίαν», μέχρις ότου κλείσει τα μάτια του, κοινώς θα την πάρει μαζί του. Την παλεύει όμως γενναία, με όπλο την επιστήμη και το αξιοθαύμαστο προσωπικό σθένος. Εμαθε να τη διαχειρίζεται. Σε αυτή την αέναη διελκυστίνδα γνώρισε ήττες, αλλά σημείωσε και νίκες.

Εκανε τρεις απόπειρες αυτοκτονίας. Εξελέγη, όμως, και δύο φορές δήμαρχος! Πέρασε και περνάει μεγάλα διαστήματα (αυτο)απομόνωσης, στο γραφείο και στο σπίτι του. Το πιο δύσκολο για εκείνον: αισθάνεται μονίμως πάνω από το κεφάλι του τη δαμόκλειο σπάθη της υποτροπής, που γνωρίζει ότι θα ‘ρθει σίγουρα κάποια στιγμή. Και τι (θα) κάνει τότε; «Αυτό που κάνω τόσα χρόνια, θα παλέψω».

Οταν έκανα την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας, είχα αποκτήσει τον γιο μου, ήμουν πολύ καλά, δημιουργικότατος, οπότε λέω «τι τα θέλω τα φάρμακα;» και τα πέταξα…

Ηταν μόλις δεκαέξι χρόνων, ένας ανέμελος έφηβος γεμάτος ζωντάνια που ονειρευόταν να γίνει δημοσιογράφος, όταν για πρώτη φορά πρωτοεμφανίστηκε η μετέπειτα μόνιμη και επώδυνη «σύντροφός» του. «Ηταν καλοκαίρι του 1972 και άρχισα να εμφανίζω περίεργα συμπτώματα, όπως μια ασυνήθιστη έως τότε ενέργεια, κοιμόμουν όλο και λιγότερο, ήθελα να βρίσκομαι διαρκώς σε κίνηση κ.ά. Ενα μεσημέρι, με το φορητό πικάπ και κάποιους δίσκους ανά χείρας πήγα στο σπίτι της γιαγιάς Κατέρως, που ήταν η μητέρα της μητέρας μου. Τη σήκωσα, γριά γυναίκα, από το κρεβάτι όπου λαγοκοιμόταν και χορεύαμε μαζί στην αυλή του πατρικού της μάνας μου, με τη μουσική στη διαπασών, μέχρι τελικής πτώσεως. Η καημένη η γιαγιά μου πήρε, χωρίς να αντιδράσει, μια δόση από τη μετέπειτα “σχέση” μου. Λίγες ημέρες μετά η συμπεριφορά μου άλλαξε απότομα, έκανε στροφή 180 μοιρών. Με κούραζαν τα πάντα, απέφευγα επαφές με φίλους και εξόδους, είχα την αίσθηση ενός απόλυτου κενού».

Η διάγνωση

Η ζωή του Βαγγέλη Μάστορα έκτοτε θα αλλάξει δραματικά. Ενας αγαπημένος του θείος, που διέκρινε «κάτι περίεργο» στη συμπεριφορά του, του πρότεινε να μεταβούν οι δυο τους στην Αθήνα δήθεν για να γνωρίσει την πόλη και εκεί τον έπεισε να επισκεφθούν και ένα γιατρό, ο οποίος αντιλήφθηκε τι συνέβαινε και συνέστησε ολιγοήμερη νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική και φαρμακευτική αγωγή. Ο μεγάλος ανήφορος για εκείνον και τους δικούς του μόλις είχε ξεκινήσει και συνεχίζεται ακόμη σήμερα. Τον πρώτο καιρό βρέθηκε σε κατάσταση άρνησης και στους ελάχιστους ανθρώπους του πολύ κοντινού του περιβάλλοντος που το είπε το κράτησαν μυστικό. «Μετάνιωσα που δεν βγήκα από την αρχή να μιλήσω ανοιχτά γι’ αυτό που αντιμετώπιζα. Οσοι έχουν διαγνωστεί ως διπολικοί και είναι ακόμη στην αρχή της ασθένειάς τους, πρέπει να γνωρίζουν ότι το βασικότερο και ουσιαστικότερο είναι να την αποδεχθούν, να συμφιλιωθούν μαζί της από τα πρώτα κιόλας συμπτώματα που θα εκδηλωθούν και να αρχίσουν να “εκπαιδεύονται” στο πώς θα συνυπάρξουν με όσο το δυνατόν λιγότερα προβλήματα. Να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι με αυτή την αρρώστια το πιθανότερο είναι να περάσουν παρέα όλη την υπόλοιπη ζωή τους…».

Εκτοτε μάχεται αδιάκοπα –«μπορεί να κάνει την εμφάνισή της ανά πάσα στιγμή, ως κεραυνός εν αιθρία»– με όπλα τη θέληση και την Ιατρική. Νοσηλεύθηκε αρκετές φορές, ζήτησε βοήθεια από πολλούς γιατρούς, άλλοι τον βοήθησαν και άλλοι θεωρεί πως του έκαναν περισσότερο κακό. «Εχω σχέση αγάπης και μίσους με τους γιατρούς», τονίζει, αλλά δεν απορρίπτει την ιατρική και τη φαρμακευτική βοήθεια. Κυρίως τη χρήση ψυχοφαρμάκων. «Πώς νομίζεις ότι θα ήσουν χωρίς τα φάρμακα;», τον ρωτώ. «Οταν έκανα την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας, είχα αποκτήσει τον γιο μου, ήμουν πολύ καλά, δημιουργικότατος στη δουλειά μου, με ευεξία, οπότε λέω: “Τι τα θέλω τα φάρμακα;” και τα πέταξα. Για δεκαπέντε-είκοσι ημέρες εξακολουθούσα να είμαι καλά. Και ένα βράδυ ξύπνησα και αποπειράθηκα να αυτοκτονήσω πέφτοντας στη λίμνη των Ιωαννίνων, αλλά σώθηκα ως εκ θαύματος. Το μήνυμα, λοιπόν, προς τους έξω είναι “μη σταματάτε τη φαρμακευτική αγωγή αν δεν συναινέσει ο γιατρός”. Η διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής δεν ενδείκνυται, πρέπει να μάθεις να ζεις με αυτά. Οπως ο υπερτασικός που παίρνει κάθε πρωί το χάπι για την πίεση, όπως ο διαβητικός με την ινσουλίνη, το ίδιο και ο διπολικός πρέπει να παίρνει το φάρμακό του, να πορεύεται με αυτό».

 Οταν γυρίσει η νόσος, πάλι θα παλέψω-1«Αισθάνομαι ότι ανεβαίνω τον Γολγοθά μου, αλλά χωρίς κανέναν… Κυρηναίο να σηκώσει για λίγο τον σταυρό μου», εξομολογείται ο Βαγγέλης Μάστορας. Φωτ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΜΙΔΗΣ

Εμείς, οι ασθενείς, αποζητούμε αγάπη και κατανόηση

– Σε άκουσα να λες πως ο διπολικός δεν είναι απειλή για έναν  «φυσιολογικό».

– Ακριβώς. Ο διπολικός το μόνο έγκλημα που μπορεί να κάνει είναι να σκοτώσει τον εαυτό του, να αυτοκτονήσει δηλαδή.
 
– Σου πέρασε από το μυαλό να κάνεις κακό σε άνθρωπο;

– Ποτέ. Αυτό που μπορεί να σου συμβεί σε τέτοιες στιγμές είναι, π.χ., να οδηγείς και να εμπλακείς σε τροχαίο, αφού είσαι «αλλού» και επειδή δεν έχεις τον έλεγχο του αυτοκινήτου, να σκοτώσεις κάποιον. Μου έτυχε μια φορά. Ετρεχα σε παράδρομο με 150 χιλιόμετρα και συγκρούστηκα με αυτοκίνητο που ήταν μέσα μια οικογένεια. Υπήρξαν τραυματισμοί, αλλά ευτυχώς όχι θύματα. Γιατί αν σκοτωνόταν άνθρωπος θα είχα τελειώσει εγώ…
 
– Βίωσες και βιώνεις κοινωνικό στιγματισμό; Πώς τον διαχειρίζεσαι; Είχε αντίκτυπο στη δουλειά σου;

– Ο ψυχικά πάσχων αντιμετωπίζεται με προκατάληψη, επιφύλαξη, δυσπιστία και φόβο πολλές φορές. Συνήθως τον αποφεύγουν οι άλλοι, οι «φυσιολογικοί», για ν’ αρχίσει να τους αποφεύγει και εκείνος και να δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος, με τον πάσχοντα να θεωρείται σταδιακά αποδιοπομπαίος. Οι άρρωστοι της ψυχής επιδιώκουν, αποζητούν, αναζητούν απεγνωσμένα πολλές φορές, την αποδοχή από τους άλλους γι’ αυτό που είναι και αγάπη, κατανόηση, τρυφερότητα, συμπαράσταση, κυρίως όταν είναι σε έξαρση το πρόβλημά τους. Αυτό έχουν ανάγκη. Δυστυχώς δεν τη βρίσκουν στις περισσότερες περιπτώσεις και υποχρεώνονται να απομονωθούν. Προσωπικά στη δουλειά μου η εργοδότρια δεν μου δημιούργησε κανένα πρόβλημα, αλλού όμως μόλις κάποιος αναζητήσει εργασία θα του γυρίσουν την πλάτη.
 
– Με τόσες και τέτοιες κρίσεις νομίζεις ότι ζεις σήμερα από τύχη;

– Το σημαντικό είναι ότι είμαι ακόμη ζωντανός, έπειτα από τρεις απόπειρες αυτοκτονίας. Πολλοί συμπάσχοντες από την ίδια ασθένεια, όμως, είχαν τραγική κατάληξη. Αν και ο αυτοκτονικός ιδεασμός δεν με έχει εγκαταλείψει, έφθασα πολλές φορές στη λεπτή γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου, αλλά κατάφερα να μην την υπερβώ. Μπορεί κανείς να με διαβεβαιώσει με απόλυτο τρόπο ότι αυτό δεν θα ξανασυμβεί ποτέ; Οχι βέβαια, ούτε καν εγώ τον ίδιο μου τον εαυτό.
 
– Πώς θα χαρακτήριζες τον αγώνα σου;  

– Αισθάνομαι ότι ανεβαίνω τον Γολγοθά μου, αλλά χωρίς κανέναν… Κυρηναίο να σηκώσει για λίγο τον σταυρό μου. Γιατί ποτέ, πλην ελαχίστων περιπτώσεων δικών μου ανθρώπων, δεν ζήτησα από κανέναν να γίνει Σίμων στον βασανιστικό ανήφορό μου. Και όμως αντέχω, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις της ασθένειάς μου.

Βιβλίο ζωής

Ο Βαγγέλης Μάστορας, τηλεοπτικός σχολιαστής με δική του εκπομπή στο ITV, στην Ηπειρο, εκδότης εφημερίδας στην Ηγουμενίτσα, συνέγραψε «μέσα σε τέσσερις νύχτες ξαγρύπνιας» ένα συναρπαστικό αυτοβιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Ακροβασίες του μυαλού – Η ιστορία ενός διπολικού» (εκδ. Τόπος), στο οποίο περιγράφει με καθηλωτικό τρόπο τη διαδρομή του και την πάλη με το «θηρίο». Οπως λέει, το έγραψε «με καθυστέρηση πολλών χρόνων» και «μετά μια έντονη εσωτερική διεργασία και παρόρμηση», καθώς «αισθάνθηκα την ανάγκη να παρουσιαστώ “γυμνός” μπροστά σε όλους, αποκαλύπτοντας και δημοσιοποιώντας ακόμη και τα μύχια της ψυχής μου, χωρίς να είμαι πλέον υποχρεωμένος να υποκρίνομαι». Και υπογραμμίζει: «Σημασία για εμένα έχει να συμβάλω, στο ποσοστό που μου αναλογεί, στην εξάλειψη, έστω στη μείωση, του κοινωνικού στίγματος για τις ψυχικές ασθένειες, στην αποτροπή της προκατάληψης».

Η συνάντηση

Ηταν βιαστικός, έπρεπε να επιστρέψει στα Γιάννενα. Ετσι, με το πέρας της παρουσίασης του βιβλίου του, ήπιαμε έναν καφέ και συζητήσαμε στο βιβλιοπωλείο-πολυχώρο του Μαλλιάρη στη Θεσσαλονίκη. Αφήσαμε το «κύριο πιάτο», εν ευθέτω, στην πόλη του. Εδειχνε χαρούμενος, καμάρωνε για τον γιο του που τον συνόδευε. «Πώς αισθάνεσαι, σε ποια φάση είσαι τώρα;» τον ρώτησα. «Είμαι στα καλά μου, είμαι μια χαρά, είμαι ο Βαγγέλης», απάντησε.

 Οταν γυρίσει η νόσος, πάλι θα παλέψω-2

Read Original