Είναι ο εθισµός που προκαλούν και τροφοδοτούν τα κοινωνικά δίκτυα ένα νέο «ναρκωτικό»; Πώς έχει ο ψηφιακός κόσμος αλλάξει την κοινωνική και ψυχική ζωή μας; Απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα αναζητεί ο καθηγητής Iατρικής Ανθρωπολογίας και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ρόχαμπτον, Τζέιμς Ντέιβις. Στο πρόσφατο έργο του «Sedated: How Modern Capitalism Created Our Mental Health Crisis» επιχειρεί να εξηγήσει γιατί ενώ σε όλους τους τομείς της υγείας η πρόοδος είναι θεαματική, στην ψυχική υγεία τα πράγματα είναι στάσιμα, αν όχι χειρότερα απ’ ό,τι πριν από 40 χρόνια. Ο κ. Ντέιβις μίλησε στην «Κ».
– Στο βιβλίο σας περιγράφετε πώς οι δυτικές κοινωνίες παρεξηγούν τις πραγματικές αιτίες της ψυχικής ασθένειας. Πώς καταλήξατε σε αυτό το συμπέρασμα;
– Στην πραγματικότητα κατέληξα σε αυτό το συμπέρασμα προσπαθώντας να λύσω ένα δίλημμα, το οποίο ήταν το εξής: Οταν εξετάζουμε την Ιατρική βλέπουμε ότι τα αποτελέσματα έχουν βελτιωθεί τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες σε όλους τους τομείς, εκτός από έναν, τον τομέα της ψυχικής υγείας. Οταν εξετάζουμε αυτόν τον τομέα τα αποτελέσματα όχι μόνο έχουν μείνει στάσιμα κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αλλά σύμφωνα με ορισμένες μετρήσεις έχουν χειροτερέψει. Για παράδειγμα, από τη δεκαετία του 1980 η αποτελεσματικότητα των ψυχιατρικών φαρμάκων δεν έχει βελτιωθεί παρά τα δισεκατομμύρια που δαπανήθηκαν για έρευνα, μάρκετινγκ και προώθηση. Ταυτόχρονα, τις τελευταίες δεκαετίες τα ποσοστά αναπηρίας στην ψυχική υγεία έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί, ενώ ο επιπολασμός των προβλημάτων ψυχικής υγείας έχει αυξηθεί σημαντικά, παρά τα επίπεδα της γενικής ευημερίας στην κοινότητα, που δεν έχουν απαραίτητα χειροτερέψει. Υπάρχουν διάφοροι μηχανισμοί που επέτρεψαν να συμβεί αυτό. Ενας από τους μηχανισμούς που επέτρεψε σε αυτό το αποτυχημένο σύστημα να συνεχίσει να ευδοκιμεί είναι κάτι που αποκαλώ «αποπολιτικοποίηση» του πόνου. Με άλλα λόγια, αυτός ο μηχανισμός εννοιολογεί τον πόνο με τρόπους που προστατεύουν την τρέχουσα οικονομία από την κριτική, αναπλαισιώνοντας τον πόνο ως ριζωμένο σε ατομικά και όχι σε κοινωνικά αίτια, και αυτό δίνει προτεραιότητα στην ατομική παρά στην κοινωνική και οικονομική μεταρρύθμιση. Το σύστημά μας είναι πολύ καλό στο να ιδιωτικοποιεί τον πόνο. Με άλλα λόγια, έχει επαναπροσδιορίσει την ατομική ψυχική υγεία με όρους που συνάδουν με τους στόχους της οικονομίας. Ετσι, η υγεία ορίζεται με τρόπο που να περιλαμβάνει εκείνα τα συναισθήματα, τις αξίες και τις συμπεριφορές που εξυπηρετούν την οικονομική ανάπτυξη, την αύξηση της παραγωγικότητας και την πολιτισμική συμμόρφωση, ανεξάρτητα από το εάν αυτά είναι πραγματικά καλά για το άτομο και την κοινότητα.
«Αν ξυπνήσω και ανακαλύψω ότι το tweet μου έχει γίνει viral, το χτύπημα της ντοπαμίνης είναι άμεσο».
– Πώς η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης επηρεάζει την ψυχική υγεία μας;
– Ολοι έχουμε ακούσει για τις συναισθηματικές βλάβες που προκαλούν ο διαδικτυακός εκφοβισμός και η παρενόχληση. Επίσης γνωρίζουμε ότι σχεδόν το 60% των εφήβων αναφέρει πως έχει βιώσει κάποιο είδος διαδικτυακής παρενόχλησης ή εκφοβισμού. Εχουμε επίσης ακούσει για την υπερβολική χρήση της οθόνης. Οι μισοί από τους εφήβους αναφέρουν συνεχή χρήση του Διαδικτύου, η οποία συνδέεται με τη χειροτέρευση της ψυχικής υγείας τους. Η συνεχής και άσκοπη κύλιση της οθόνης μειώνει σημαντικά την ικανότητά μας να συμμετέχουμε σε οποιοδήποτε είδος εστιασμένης προσοχής, δηλαδή το είδος της προσοχής που είναι απολύτως απαραίτητο, για παράδειγμα, για τις ακαδημαϊκές επιδόσεις μας. Αυτό το φαινόμενο θα μπορούσαμε πλέον να το θεωρήσουμε ως κοινωνικό πρόβλημα. Εχουμε επίσης ακούσει για τις επιζήμιες συναισθηματικές επιπτώσεις της «κουλτούρας της σύγκρισης» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου είμαστε καταδικασμένοι να συγκρίνουμε συνεχώς τους εαυτούς μας δυσμενώς με τις λεγόμενες «υπέροχες» ζωές που όλοι οι άλλοι δημοσιεύουν. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διδάσκουν μια ολόκληρη γενιά, και θα την ονόμαζα γενιά του «Ιnsta», ότι ένα από τα πιο σημαντικά επαγγέλματα στη ζωή είναι η κατασκευή μιας ελκυστικής και δελεαστικής διαδικτυακής εικόνας του εαυτού μας. Επομένως, ο οξύς κίνδυνος για τη γενιά του «Insta» είναι ότι η καλλιέργεια της εικόνας συγχέεται πλέον με την καλλιέργεια του χαρακτήρα. Αντί να εργαζόμαστε για να αναπτύξουμε χρήσιμες και αξιέπαινες προσωπικές ιδιότητες, ξοδεύουμε μεγάλη ενέργεια για να βελτιώσουμε το διαδικτυακό πορτρέτο μας.
– Με βάση αυτούς τους ισχυρισμούς, γινόμαστε «σκλάβοι» των likes;
– Αν ξυπνήσω και ανακαλύψω ότι το tweet μου έχει γίνει viral, ότι έχω χιλιάδες likes, χιλιάδες retweets (κοινοποιήσεις), το χτύπημα της ντοπαμίνης είναι άμεσο. Αισθάνομαι επιβεβαίωση, νιώθω δημοφιλής, είμαι πλέον σημαντικός και βρίσκομαι στα «ύψη». Οπότε, την επόμενη μέρα επιστρέφω και ξανακάνω tweet, αλλά τώρα δεν παίρνω ανταπόκριση από τον κόσμο, δεν υπάρχουν likes, η ψυχολογία μου αρχίζει και πέφτει, νιώθω πεσμένος. Ποια είναι η λύση; Να κυνηγήσω την επόμενη μεγάλη διαδικτυακή επιτυχία, δημοσιεύοντας κάτι που θα με φέρει ξανά στο επίκεντρο. Τα likes είναι ένα είδος νέου εικονικού ναρκωτικού, μια φθηνή και νόμιμη ψυχοτρόπος ευφορία που την επιδιώκουμε όλο και περισσότερο για να ενισχύσουμε την αυτοεκτίμησή μας. Τα likes αξιοποιούν την έμφυτη ανάγκη μας για κοινωνική αποδοχή και έγκριση στο σύστημα ανταμοιβής της κοινωνικής θέσης μας. Ομως το μεγάλο πρόβλημα είναι η εθιστική φύση της κουλτούρας των likes, τα οποία κάνουν τις ήπιες απολαύσεις και τις ικανοποιήσεις που προέρχονται από τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις του πραγματικού μας κόσμου να τις αισθανόμαστε ως λιγότερο ικανοποιητικές. Κατά συνέπεια αντικαθιστούμε τη σκληρή δουλειά που απαιτείται για την οικοδόμηση της οικειότητας στον πραγματικό κόσμο με το δέλεαρ της άμεσης ικανοποίησης μέσω της εικονικής ευφορίας. Επομένως επηρεάζεται η ικανότητά μας να χτίζουμε σχέσεις στον πραγματικό κόσμο.