Με ρυθμούς ισχυρότερους της προηγούμενης χρονιάς, αλλά και σημαντικά ταχύτερους σε σχέση με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος ότι θα αναπτυχθεί φέτος η ελληνική οικονομία. Παράλληλα βλέπει αποκλιμάκωση του πληθωρισμού από τα εκρηκτικά περσινά επίπεδα, αλλά και αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Γιάννης Στουρνάρας, χτυπάει πάντως καμπανάκι ενόψει των εκλογών της 21ης Μαΐου, τονίζοντας πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η επιστροφή σε αναποτελεσματικές πολιτικές του παρελθόντος. Σημαντική πρόκληση παραμένει βεβαίως και η επίμονη διεθνής αβεβαιότητα.
«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σε μια περίοδο διαδοχικών κρίσεων και αυξημένης αβεβαιότητας, θα ήταν η απώλεια της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, που τόσο δύσκολα έχει ανακτηθεί, και η επιστροφή σε κακές πρακτικές του παρελθόντος. Είναι γεγονός ότι μια ενδεχόμενη παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να υπονομεύσει το κλίμα εμπιστοσύνης που έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια. Εντούτοις, ο πιο σημαντικός κίνδυνος για την οικονομία είναι η επιστροφή σε αναποτελεσματικές πολιτικές του παρελθόντος και η διακοπή ή/και αντιστροφή μεταρρυθμιστικών προσπαθειών» σημειώνει χαρακτηριστικά ο κ. Στουρνάρας στην έκθεσή του για το έτος 2022, που παρουσιάστηκε στην 90η Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των Μετόχων.
Οι μνήμες από την επώδυνη προσαρμογή που επιτεύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια είναι ακόμη νωπές ώστε να θυμίζουν το υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος που απαιτήθηκε για τη διόρθωση των χρόνιων ανισορροπιών της οικονομίας, όπως αναφέρει, για να υπογραμμίσει: «Επομένως απαιτείται σύνεση, υπευθυνότητα και συνεργασία από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ώστε να διαφυλαχθούν οι θυσίες της προηγούμενης περιόδου προς όφελος των επόμενων γενεών. Η Ελλάδα έχει την ιστορική ευκαιρία να ολοκληρώσει το μετασχηματισμό της οικονομίας της, καθιστώντας την πιο ανθεκτική έναντι μελλοντικών κρίσεων και συγκλίνοντας προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».
Παράγοντες στήριξης της ανάπτυξης
Η κατανάλωση και ιδιαίτερα οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη, ενώ ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και εφέτος θετικές προοπτικές, παρά τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα. Η οικονομία θα παρουσιάσει έτσι ανάπτυξη 2,2%. Η ανοδική αναθεώρηση της πρόβλεψης για την ανάπτυξη του 2023 έναντι προηγούμενων εκτιμήσεων οφείλεται στη μεταφερόμενη δυναμική (carryover effect) για το τρέχον έτος με βάση την καλύτερη επίδοση της οικονομίας το 2022.
Ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και εφέτος θετικές προοπτικές, παρά τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα. Παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει διεθνώς ο τουρισμός, η διαμόρφωση των ταξιδιωτικών εισπράξεων κατά το τρέχον έτος αναμένεται να κυμανθεί στα ίδια επίπεδα όπως το 2022. Ωστόσο, οικονομικοί, υγειονομικοί και γεωπολιτικοί παράγοντες ενδέχεται να επηρεάσουν δυσμενώς την πορεία του τουρισμού.
Η πορεία του πληθωρισμού
Ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει σημαντικά το 2023, αλλά να παραμείνει σε σχετικώς υψηλά επίπεδα. Οι τιμές καταναλωτή προβλέπεται να αυξηθούν κατά 4,4% – εξέλιξη που βασίζεται στην αναμενόμενη κάμψη των τιμών της ενέργειας, καθώς και στην αρνητική επίδραση της βάσης σύγκρισης. Σημειώνεται ότι ο γενικός πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κυρίως από τον πληθωρισμό των ειδών διατροφής και από την πορεία των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών, με την ενεργειακή συνιστώσα να αναμένεται σε αρνητικά επίπεδα (λόγω της έντονης αποκλιμάκωσης των τιμών της ενέργειας και των επιδράσεων βάσης). Ο πυρήνας του πληθωρισμού εκτιμάται ότι θα παραμείνει εξίσου υψηλός και το 2023, λόγω της ενσωμάτωσης έντονων πληθωριστικών πιέσεων από τις συνιστώσες των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών, συνεχίζοντας τη σύγκλιση με το γενικό πληθωρισμό που παρατηρήθηκε κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2022.
Αύξηση εξαγωγών και μείωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών
Το 2023 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) προβλέπεται να μειωθεί τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, αν και θα παραμείνει σε υψηλό επίπεδο. Η αναμενόμενη αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της εγχώριας καταναλωτικής δαπάνης θα έχουν ανασχετικό ρόλο στις εισαγωγές αγαθών. Παράλληλα, η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας –έστω και με επιβραδυνόμενο ρυθμό– θα έχει θετική επίδραση στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αγαθών αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται, αν και με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με το 2022, ανταποκρινόμενες στην αύξηση της εξωτερικής ζήτησης. Το ισοζύγιο υπηρεσιών αναμένεται επίσης να καταγράψει μικρή βελτίωση, λόγω της εκτιμώμενης αύξησης των ταξιδιωτικών εισπράξεων, οι οποίες ωστόσο θα επηρεαστούν από τις εξελίξεις του διαθέσιμου εισοδήματος στις κύριες αγορές προέλευσης ταξιδιωτών. Από την άλλη πλευρά, η ηπιότερη ζήτηση πρώτων υλών σε σχέση με το 2022 και η ενίσχυση του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ αναμένεται να συγκρατήσουν το πλεόνασμα στο ισοζύγιο μεταφορών.
Στο 162,5% του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος
Η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής εκτιμάται ότι θα είναι περιοριστική και το 2023, καθώς προβλέπεται περαιτέρω βελτίωση του πρωτογενούς αποτελέσματος, συμβάλλοντας στην περαιτέρω αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τις παρεμβάσεις που έχουν εξαγγελθεί, το 2023 προβλέπεται επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 0,7% του ΑΕΠ ύστερα από τρία συνεχόμενα έτη ελλειμμάτων. Η προσαρμογή βασίζεται κυρίως στην απόσυρση των έκτακτων παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας και στη μείωση του μεγέθους των ενεργειακών μέτρων, τα οποία αντισταθμίζονται μόνο μερικώς από την υιοθέτηση λοιπών δημοσιονομικών μέτρων. Το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω σε 162,5% του ΑΕΠ το 2023, χάρη στη μειωτική συμβολή της διαφοράς μεταξύ του έμμεσου επιτοκίου δανεισμού και του ρυθμού μεταβολής του ονομαστικού ΑΕΠ (snowball effect), ενώ ευνοϊκή συμβολή θα έχει και η συνιστώσα του πρωτογενούς δημοσιονομικού αποτελέσματος, για πρώτη φορά από το 2019. Όσον αφορά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, η παρατηρούμενη αύξηση του κόστους δανεισμού δεν υπονομεύει την πτωτική πορεία του λόγου χρέους/ΑΕΠ. Αυτό οφείλεται
κυρίως στην ευνοϊκή σύνθεση του ελληνικού δημόσιου χρέους, που αποτελείται κατά περίπου 76% από μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα, αλλά και στην εξαιρετικά ευνοϊκή διάρθρωση των αποπληρωμών.
Η διεθνής αβεβαιότητα
Οι τρέχουσες προβλέψεις για την παγκόσμια οικονομία περιβάλλονται από υψηλή αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι παραμένουν αυξημένοι: α) Μια πιθανή κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων ή του πολέμου στην Ουκρανία ενδέχεται να προκαλέσει διατήρηση του πληθωρισμού και των διεθνών τιμών ενέργειας σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο διάστημα. Κατ’ επέκταση, ο κίνδυνος στασιμοπληθωρισμού είναι ιδιαίτερα αυξημένος στην Ευρώπη, που είναι μεγάλος καθαρός εισαγωγέας ενέργειας και έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα από τη δυσμενή γι’ αυτήν μεταβολή των όρων εμπορίου. β) Μια επιδείνωση των τάσεων γεωπολιτικού κατακερματισμού οι οποίες παρατηρούνται στο διεθνές εμπόριο θα οδηγήσει σε οπισθοδρόμηση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, επιδείνωση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και αύξηση των τιμών. γ) Περαιτέρω διαταράξεις στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες και την ενεργειακή επάρκεια θα δημιουργήσουν την ανάγκη για περιφερειακές λύσεις, θέτοντας ζητήματα στρατηγικής αυτονομίας και επιτείνοντας την αβεβαιότητα για τη δυναμική του διεθνούς εμπορίου. δ) Μια απότομη ή γενικευμένη επανεκτίμηση των χρηματοπιστωτικών κινδύνων ενδέχεται να προκαλέσει αναζωπύρωση των κινδύνων δημοσιονομικής βιωσιμότητας και μια νέα κρίση χρέους, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Οι κίνδυνοι για τις προοπτικές της οικονομίας της ευρωζώνης εστιάζονται κυρίως στις γεωπολιτικές εξελίξεις και στη μεταβλητότητα των διεθνών τιμών της ενέργειας. Ο κίνδυνος διακοπής του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης παραμένει αυξημένος, ιδίως για το 2023- 24, εάν ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας παραταθεί ή κλιμακωθεί, καθώς και εάν συνδυαστεί με μεγαλύτερη ζήτηση ενέργειας εκ μέρους της Κίνας. Επίσης, μια απότομη χειροτέρευση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών μπορεί να έχει δυσμενείς επιδράσεις στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά και στη δυναμική του δημόσιου χρέους σε πολλά κράτη-μέλη. Μια πιθανή απότομη διόρθωση των τιμών στις αγορές ακινήτων εν μέσω αυξανόμενων επιτοκίων δανεισμού θα περιορίσει περαιτέρω την εγχώρια ζήτηση.
Επιπλέον, η διατήρηση πληθωριστικών πιέσεων για μεγαλύτερο του αναμενόμενου χρονικό διάστημα, εξαιτίας πιθανών δευτερογενών επιδράσεων στους μισθούς ή νέων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας, θα ενισχύσει τον κίνδυνο διαμόρφωσης υψηλότερων πληθωριστικών προσδοκιών και πιο επίμονων αυξήσεων στον πυρήνα του πληθωρισμού.
Η επενδυτική βαθμίδα
Η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία αποτελεί πολύ σημαντικό στόχο για την οικονομική πολιτική το επόμενο διάστημα. Προς αυτή την κατεύθυνση, καταλυτικό παράγοντα αποτελεί η διαφύλαξη της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, με την επίτευξη διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων μεσοπρόθεσμα της τάξεως του 2% του ΑΕΠ. Η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα οδηγούσε σε πολύ μεγάλη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, προσελκύοντας νέα επενδυτικά κεφάλαια υψηλής ποιότητας, με αποτέλεσμα τη συγκράτηση των ανοδικών επιδράσεων που ασκεί στις αποδόσεις τους η αυστηροποίηση των διεθνών νομισματικών και χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Επίσης, θα ασκούσε θετική επίδραση και στις ελληνικές επιχειρήσεις και τις τράπεζες μέσω της μείωσης του κόστους δανεισμού τους και της προσέλκυσης νέων κεφαλαίων.
Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστεί, διατηρώντας συγκρατημένες τις μισθολογικές αυξήσεις. Παράλληλα, σημαντική πρόκληση αποτελεί και η αντιμετώπιση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το σχετικά υψηλό έλλειμμα, ακόμη και μετά τη διόρθωση για τις υψηλές τιμές της ενέργειας, υποδηλώνει την ανάγκη για (α) περαιτέρω βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, αλλά και της ανταγωνιστικότητας μισθών και τιμών, και (β) ακόμη μεγαλύτερη εισροή επενδυτικών κεφαλαίων από το εξωτερικό που θα καλύπτουν το εναπομένον έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγ
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, σε μια περίοδο διαδοχικών κρίσεων και αυξημένης αβεβαιότητας, θα ήταν η απώλεια της αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, που τόσο δύσκολα έχει ανακτηθεί, και η επιστροφή σε κακές πρακτικές του παρελθόντος, επισημαίνει ο Γ. Στουρνάρας. Είναι γεγονός ότι μια ενδεχόμενη παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα μπορεί να υπονομεύσει το κλίμα εμπιστοσύνης που έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια. Εντούτοις, ο πιο σημαντικός κίνδυνος για την οικονομία είναι η επιστροφή σε αναποτελεσματικές πολιτικές του παρελθόντος και η διακοπή ή/και αντιστροφή μεταρρυθμιστικών προσπαθειών. Οι μνήμες από την επώδυνη προσαρμογή που επιτεύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια είναι ακόμη νωπές ώστε να θυμίζουν το υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος που απαιτήθηκε για τη διόρθωση των χρόνιων ανισορροπιών της οικονομίας.
Και οι προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα
Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, οι προοπτικές για την εξέλιξη της πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα το 2023 επηρεάζονται αρνητικά από την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής και την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, παρά τη στήριξη που παρέχεται από ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία. Πιο συγκεκριμένα, ο ανοδικός κύκλος των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα επηρεάσει τα τραπεζικά επιτόκια χορηγήσεων, ιδίως προς τα νοικοκυριά όπου ο βαθμός ενσωμάτωσης των επιτοκίων της αγοράς είναι μεγαλύτερος. Η αύξηση του κόστους των πιστώσεων θα περιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής εκ μέρους των δανειοληπτών του ιδιωτικού τομέα με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, ιδιαίτερα των νοικοκυριών, το πραγματικό εισόδημα των οποίων έχει ήδη συμπιεστεί από τον πληθωρισμό. Παράλληλα, η επικείμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας το 2023 θα αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο των επιχειρήσεων (εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα) και των νοικοκυριών, λόγω της επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής τους κατάστασης.
Επιπρόσθετα, η ανάγκη παρακολούθησης του κινδύνου δημιουργίας νέων επισφαλών δανείων το 2023, ως αποτέλεσμα της ενεργειακής κρίσης, επίσης συντελεί σε συγκράτηση των χορηγήσεων εκ μέρους των τραπεζών. Συνολικά, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις αναμένεται να μειωθεί, αλλά θα παραμείνει σε εύρωστα επίπεδα, καθώς θα ενισχυθεί από τα χαμηλότοκα τραπεζικά δάνεια συγχρηματοδότησης που δημιουργούνται μέσω των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων (ΕΣΠΑ, NGEU). Η έκθεση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών στον επιτοκιακό κίνδυνο είναι περιορισμένη.
Τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που διακρατούνται στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και αποτιμώνται στην τρέχουσα αξία τους επηρεάζονται αρνητικά από την υποχώρηση των τιμών σε περιβάλλον ανόδου των βασικών επιτοκίων. Ωστόσο, το μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 80%) του εν λόγω χαρτοφυλακίου αφορά τίτλους που διακρατούνται μέχρι τη λήξη τους (held to maturity) και άρα δεν επηρεάζονται από τις μεταβολές των τιμών τους, ενώ ταυτόχρονα επισημαίνεται ότι οι τράπεζες εφαρμόζουν και πολιτικές αντιστάθμισης του επιτοκιακού κινδύνου. Παρ’ όλα αυτά, ο επιτοκιακός κίνδυνος θα μπορούσε να καταστεί σημαντικός εάν οι τράπεζες υποχρεωθούν σε πώληση των συγκεκριμένων τίτλων για την άντληση ρευστότητας. Γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντική η διατήρηση των συνθηκών ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, με τη στήριξη των νομισματικών αρχών, ώστε να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.