«Τρώγοντας»… βαριά κουλτούρα

1 year ago 58
«Τρώγοντας»… βαριά κουλτούρα

Ο χαρακτήρας του Μάκη Παπαδημητρίου ξεκινά ως παρατηρητής, για να γίνει κι εκείνος ενεργό μέλος στις περφόρμανς αυτής της ιδιότυπης κολεκτίβας.

Το «Flux Gourmet» του Βρετανού Πίτερ Στρίκλαντ, που κυκλοφορεί από αυτή την εβδομάδα και στις ελληνικές αίθουσες, είναι μια συμπαραγωγή Ηνωμένου Βασιλείου, ΗΠΑ και Ουγγαρίας, ωστόσο έχει για πρωταγωνιστή-αφηγητή του έναν Ελληνα: τον Μάκη Παπαδημητρίου. Ο πολυπράγμων ηθοποιός, από τους πιο ταλαντούχους της γενιάς του, έχει κάνει ήδη όνομα στο εξωτερικό, ενώ πριν από λίγους μήνες η ερμηνεία του στη συγκεκριμένη ταινία οδήγησε το λαμπερό Vanity Fair να την τοποθετήσει ανάμεσα στις κορυφαίες της χρονιάς. Πώς προέκυψε όμως αυτή η απροσδόκητη συνεργασία;

«Προ πανδημίας ακόμη, το 2019, δέχτηκα ένα μέιλ από Αμερικανό παραγωγό που ήθελε να με φέρει σε επαφή με τον Πίτερ (σ.σ. Στρίκλαντ). Εκείνος μου έστειλε το σενάριο, το διάβασα και μου άρεσε πολύ. Τελικά η ταινία γυρίστηκε το καλοκαίρι του 2021. Η μητέρα του Πίτερ είναι Ελληνίδα και ο ίδιος αγαπάει πολύ τη χώρα, ερχόταν εδώ τα καλοκαίρια από μικρός. Οπότε μάλλον γι’ αυτό ήθελε κάποιον Ελληνα για τον ρόλο. Κι εμένα, όμως, μου άρεσε πολύ το σινεμά που κάνει, όπως και η αισθητική και η θεματολογία της συγκεκριμένης ταινίας», μας λέει ο Μάκης Παπαδημητρίου.

Στο «Flux Gourmet», ο χαρακτήρας του είναι ένας δημοσιογράφος, ο οποίος παρακολουθεί από κοντά τα κατορθώματα και τις παλινωδίες μιας καλλιτεχνικής κολεκτίβας, η οποία δημιουργεί ήχους με τη συνδρομή… φαγητών. Παράλληλα, ο ίδιος παρουσιάζεται και ως αφηγητής, υπηρετώντας μάλιστα τον συγκεκριμένο ρόλο στα ελληνικά – «το voice over το έκανα τόσο στα αγγλικά όσο και στα ελληνικά, αλλά τελικά ο Πίτερ επέλεξε τα δεύτερα γιατί ήθελε να ακούγεται η γλώσσα στην ταινία. Ούτως ή άλλως, έχουμε διάφορες εθνικότητες, Αγγλους κυρίως, αλλά και μια Ρουμάνα, μια Γαλλίδα (σ.σ. τη γνωστή μας Αριάν Λαμπέντ), έναν Ελληνα και νομίζω ότι αυτό από μόνο του είναι ένα γοητευτικό χαρακτηριστικό».

«Αυτό που σχολιάζεται στην ταινία είναι πως, σε κάποιες περιπτώσεις, το κοινό δέχεται αβασάνιστα κάτι που του παρουσιάζεται ως τέχνη», λέει ο κ. Παπαδημητρίου.

Το φιλμ του Στρίκλαντ μπορεί να διαβαστεί με διάφορους τρόπους, ανάμεσα στους οποίους και ως ιδιότυπη σάτιρα στο σημερινό καλλιτεχνικό γίγνεσθαι και στη σχέση έργου – κοινού. «Ακριβώς λόγω του υποκειμενικού του χαρακτήρα, ένα έργο τέχνης πιστεύω ότι τελικά βρίσκει το κοινό του· ταυτόχρονα, βέβαια, δεν μπορεί και να τύχει καθολικής αποδοχής. Αυτό που σχολιάζεται στην ταινία είναι πως, σε κάποιες περιπτώσεις, το κοινό δέχεται αβασάνιστα και δίχως φιλτράρισμα κάτι που του παρουσιάζεται ως τέχνη, ενώ ενίοτε μπορεί να πρόκειται απλώς για την επιθυμία του καλλιτέχνη να “ενοχλήσει”, να προκαλέσει την αντίδραση».

Δραστήριος τόσο σε θέατρο όσο και σε τηλεόραση και κινηματογράφο, ο Μάκης Παπαδημητρίου έχει τις απόψεις του για κάθε μέσο στην Ελλάδα του σήμερα: «Με την πανδημία το θέατρο βυθίστηκε και η επιδοματική πολιτική που εφαρμόστηκε, φυσικά, δεν αποτελεί λύση. Το θετικό είναι ότι η φετινή χρονιά για την πλειονότητα των θεατρικών παραστάσεων κυλάει αρκετά καλά – μακάρι να πάνε έτσι και οι επόμενες. Στο σινεμά και στην τηλεόραση τώρα έχουν γίνει μερικές πολύ αξιόλογες δουλειές και το κυριότερο είναι πως υπάρχει περισσότερη εξωστρέφεια. Είναι σίγουρα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι υπάρχει η επιθυμία για πρότζεκτ που ξεπερνούν έναν πήχυ και δεν είναι μόνο καθημερινό-σαπουνόπερα. Από την άλλη, είμαι λίγο απαισιόδοξος, γιατί νομίζω ότι δεν έχουμε κάποια μακροπρόθεσμη στρατηγική· τώρα που υπάρχουν κάποια χρήματα παραπάνω γίνονται πράγματα και όταν σταματήσουν θα βουλιάξουμε. Ελπίζω να αποδειχθώ λάθος».

Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να μη ρωτήσουμε τον Παπαδημητρίου πώς βλέπει και το θέμα επιβίωσης που έχει προκύψει με τους κεντρικούς κινηματογράφους της Αθήνας.

«Αυτό που βλέπω είναι ότι έχουμε γίνει διεθνώς ρεζίλι. Είναι ντροπή να κλείνουν σινεμά επειδή κάποιοι βλέπουν μόνο νούμερα και ισολογισμούς, και σκέφτονται το τάδε δεν φέρνει τόσο κέρδος και το δείνα θα φέρει περισσότερο. Οι κινηματογράφοι είναι εστίες πολιτισμού και δεν μπορεί να γκρεμίζονται για να γίνουν ξενοδοχεία ή πάρκινγκ, από τη στιγμή μάλιστα που τα συγκεκριμένα κτίρια ανήκουν στο Δημόσιο και αυτό έχει λόγο. Χαίρομαι που έχει ξεσηκωθεί μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών για τη σωτηρία των αιθουσών, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό».

Read Original