Η «διακαλλιτεχνικότητα» που θα επιτυγχάνεται με τη συμβίωση τριών παραστατικών τεχνών –θεάτρου, μουσικής και χορού– κάτω από την ίδια στέγη, η επιδιωκόμενη μοναδικότητα της φυσιογνωμίας της σε σύγκριση με τα υφιστάμενα πανεπιστημιακά τμήματα με καλλιτεχνικό αντικείμενο, καθώς και η απεύθυνση σε επίδοξους σολίστ και περφόρμερ, φαίνεται πως είναι μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της πολυσυζητημένης δημόσιας Σχολής Παραστατικών Τεχνών. Οι τρεις ομάδες εργασίας των υπουργείων Πολιτισμού και Παιδείας, που ολοκληρώνουν το έργο τους σήμερα, εκπόνησαν προτάσεις για το νέο ίδρυμα που είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με ορίζοντα το 2025.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», οι ομάδες πραγματοποίησαν οκτώ κύριες συνεδριάσεις (πρώτα ξεχωριστά και έπειτα με όλες τις ομάδες παρούσες), οι οποίες, λόγω της σύνθετης φύσης του αντικειμένου τους, είχαν τον χαρακτήρα μιας επί της αρχής διαβούλευσης πάνω στο θέμα της ίδρυσης σχολής παραστατικών τεχνών και της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης εν γένει. Οι συζητήσεις και οι γνωμοδοτήσεις των μελών τους αναμένεται να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός οδικού χάρτη, η υλοποίηση του οποίου αφορά τα συναρμόδια υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας.
Ειδικότερα, όσον αφορά το θέατρο, κάτι που συζητήθηκε από την αρμόδια ομάδα ήταν ότι στο θεατρικό τμήμα της νέας σχολής το μάθημα της υποκριτικής θα καλύπτεται από περισσότερες ώρες διδασκαλίας σε σχέση με υφιστάμενα πανεπιστημιακά τμήματα, καθώς ο στόχος είναι να εκπαιδευτούν και να αποφοιτήσουν επαγγελματίες ηθοποιοί. Οι κρατικές δραματικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του ΚΘΒΕ αναμένεται να διατηρήσουν την αυτονομία τους σε σχέση με το νέο ίδρυμα, ενώ εκφράστηκε η επιθυμία για τη βελτίωση του προγράμματος σπουδών τους, για τη δυνατότητα στους αποφοίτους τους να εισάγονται στα δύο τελευταία έτη της καινούργιας σχολής, αλλά και για επίλυση των γενικότερων προβλημάτων της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Οπως λέει ο Γιάννης Ρήγας, διευθυντής της δραματικής σχολής του ΚΘΒΕ, «αν δημιουργηθεί ένα ανώτατο ίδρυμα χωρίς πρόβλεψη για το τι θα συμβεί πριν, θα υπάρχει πρόβλημα. Αυτά τα ζητήματα αντιμετωπίζονται στο σύνολό τους».
Οι κρατικές δραματικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του ΚΘΒΕ αναμένεται να διατηρήσουν την αυτονομία τους.
Στο πεδίο της μουσικής εκπαίδευσης, ένα ερώτημα που αντιμετώπισε η αρμόδια ομάδα –και το οποίο αναμένεται να απαντηθεί από νέα επιτροπή, λόγω της συνθετότητάς του– είναι τι θα συμβεί στην εκκρεμή διαβάθμιση της ωδειακής εκπαίδευσης, σε περίπτωση που το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης υπαχθεί στη νέα σχολή παραστατικών τεχνών και πάψει να αποτελεί οργανωτικό πρότυπο των υπόλοιπων ωδείων της χώρας. Ενα τέτοιο ενδεχόμενο διευκολύνεται από το νομικό καθεστώς του ΚΩΘ (που αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου), σε αντίθεση με εκείνο των δραματικών σχολών του Εθνικού, του ΚΘΒΕ και της σχολής χορού της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (που αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου), το οποίο περιπλέκει την ένταξή τους στη νέα σχολή. Αν το ΚΩΘ υπαχθεί σε αυτήν, τότε στόχος του, λέει στην «Κ» ο διευθυντής του, Γεώργιος-Ιούλιος Παπαδόπουλος, «θα είναι να προσφέρει εξειδικευμένη εκπαίδευση σε performers που στοχεύουν σε σολιστική καριέρα και σε στελέχωση μουσικών συνόλων και όχι στη πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση». Οπως εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος, ο οποίος τονίζει το γενικότερο κλίμα σύμπνοιας των ομάδων εργασίας, το «ιστορικό» επίτευγμα της κοινής παρουσίας σε αυτές των υπουργείων Πολιτισμού και Παιδείας και τον διακαλλιτεχνικό χαρακτήρα της νέας σχολής, «στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε μία ακόμη διέξοδο, έναν νέο πόλο έλξης για όσους θέλουν να ασχοληθούν σοβαρά με τη μουσική».
Νέα επιτροπή
Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου είναι και η Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης. Ωστόσο, εάν αυτή τελικά υπαχθεί στη νέα σχολή, ικανοποιώντας έτσι ένα πάγιο αίτημα για δημιουργία πανεπιστημιακής σχολής χορού, είναι κάτι που επίσης ενδέχεται να τεθεί υπό νομική διερεύνηση και διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους φορείς. Για αυτά καθώς και για άλλα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν μετά την ολοκλήρωση του έργου των ομάδων εργασίας είναι πιθανόν να οριστεί νέα επιτροπή, όπως πληροφορούμαστε, με μέλη της πανεπιστημιακής και καλλιτεχνικής κοινότητας. Ερώτημα επίσης παραμένει εάν η νέα σχολή θα υπάγεται στο υπουργείο Πολιτισμού ή στο υπουργείο Παιδείας, με κάποιες πηγές να αναφέρουν ως πιθανότερο το δεύτερο. Στις ομάδες εργασίας συζητήθηκε ακόμη ο τρόπος εισαγωγής στο νέο ίδρυμα, με το μοντέλο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών (που βασίζεται κυρίως στην εξέταση επί του καλλιτεχνικού αντικειμένου) να προκρίνεται από αρκετούς.
Στις συνεδριάσεις των ομάδων έλαβαν μέρος ανά διαστήματα και καλλιτεχνικοί διευθυντές μεγάλων πολιτιστικών οργανισμών, εκπρόσωποι των θεατρικών και μουσικών πανεπιστημιακών τμημάτων, συνδικαλιστικοί φορείς των καλλιτεχνών κ.ά. Οι προτάσεις που εκπονήθηκαν αναμένεται να οριστικοποιηθούν σε ένα τελικό κείμενο, το οποίο θα μεταβιβαστεί σε υπουργικό και έπειτα σε πρωθυπουργικό επίπεδο, προκειμένου να δρομολογηθούν οι απαραίτητες νομοθετικές πρωτοβουλίες.