Το στρες στην εργασία ή η επαγγελματική εξουθένωση, η κατάσταση που ορίζεται συχνά με την αγγλική λέξη burnout, δηλαδή με καμένες αντιστάσεις, κοστίζει κάθε χρόνο στη βρετανική οικονομία σχεδόν 32 δισ. ευρώ. Και αυτό γιατί οδηγεί σε 23,3 εκατ. ημέρες αναρρωτικής άδειας, σύμφωνα με έρευνα που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.
Οι Βρετανοί «είναι πιθανότερο να έχουν περισσότερα προβλήματα ψυχικής υγείας από τους πολίτες οποιασδήποτε άλλης χώρας» ανάμεσα στις χώρες τις οποίες αφορά η ανάλυση αυτή. Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι συντάκτες της έρευνας που έγινε για λογαριασμό της γαλλικής ασφαλιστικής Axa και του βρετανικού κέντρο οικονομικών ερευνών CEBR.
Τα συμπεράσματά τους βασίζονται σε δημοσκόπηση του ινστιτούτου Ipsos με δείγμα 30.000 προσώπων, ηλικίας 18 έως 74 ετών, σε 16 χώρες και εδάφη σε όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με αυτά, το 21% των ενηλίκων Βρετανών βιώνει συναισθηματική πίεση, ποσοστό σαφώς υψηλότερο από το αντίστοιχο στις ΗΠΑ, όπου δεν υπερβαίνει το 17%, και βέβαια πολύ μεγαλύτερο από εκείνο του Βελγίου, που βρίσκεται στο 11%, τη Γαλλία που είναι 10%, της Κίνας επίσης 10% και πολλώ δε μάλλον της Ελβετίας, όπου είναι μόλις 9%.
Οπως τονίζει η σχετική ανακοίνωση, «περίπου οι μισοί Βρετανοί δεν βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε μια κατάσταση ψυχικής ευημερίας και κινδυνεύουν με επαγγελματική εξουθένωση, πράγμα που έχει σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομία και στις επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου».
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας, η κρίση του κόστους διαβίωσης στο Ηνωμένο Βασίλειο μοιάζει να έχει ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο στο στρες και γενικότερα στην ψυχολογία των εργαζομένων. Ο λόγος είναι αυτονόητος, δεδομένου ότι στη Βρετανία ο πληθωρισμός ανήλθε τον Φεβρουάριο στο 10,4% σε ετήσια βάση, περιορίζοντας την αγοραστική δύναμη των Βρετανών.
Τα στοιχεία του CEBR δείχνουν ότι το οικονομικό στρες και οι ανησυχίες των εργαζομένων στοιχίζουν στις ίδιες τις βρετανικές επιχειρήσεις έως 6,2 δισ. λίρες σε άδειες ασθενείας και απώλεια παραγωγικότητας.
Η έκθεση δείχνει, ωστόσο, ενδείξεις βελτίωσης στη Βρετανία, «καθώς περιορίζεται ο στιγματισμός που συνδέεται με προβλήματα ψυχικής υγείας» και καταγράφεται αξιοσημείωτη αύξηση στον αριθμό των προσώπων που, αντιθέτως, είναι «σε πολύ καλή ψυχική κατάσταση»: αυτοί αντιπροσωπεύουν το 23% των ερωτηθέντων.