Το μουσείο κάτω από τη γη

1 year ago 87
Το μουσείο κάτω από τη γη

Η πόλη και το άλσος αλληλεπιδρούν στο κέντρο του οικοπέδου, χαράσσοντας τέσσερις νέους πεζοδρόμους, οι οποίοι δημιουργούν στη συμβολή τους έναν κόμβο στροβιλοειδούς κίνησης.

Ενα στην πραγματικότητα «αθέατο» σύμπλεγμα που αναπτύσσεται κατά βάσιν υπογείως, με καταπράσινες στέγες οι οποίες εντάσσονται αρμονικά στο φυσικό τοπίο του άλσους της Ακαδημίας Πλάτωνος, είναι ο μεγάλος νικητής του πανελλήνιου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού που είχε προκηρύξει τον περασμένο Αύγουστο η Ανάπλαση Α.Ε. για το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Πρόκειται για ένα εξ ολοκλήρου νέο μουσείο, που θα εστιάζεται στη διαχρονική εξέλιξη της πόλης της Αθήνας, αξιοποιώντας αρχαιολογικούς θησαυρούς που ελλείψει κατάλληλων υποδομών παραμένουν για δεκαετίες κλεισμένοι στις αποθήκες των αρχαιολογικών μας υπηρεσιών.

Ο σύνθετος, ανοικτός διαγωνισμός ιδεών που περιλαμβάνει την πολεοδομική και αρχιτεκτονική μελέτη καθώς και τη μελέτη κυκλοφοριακών ρυθμίσεων ολοκληρώθηκε σε χρόνο ρεκόρ, προσελκύοντας 17 ολοκληρωμένες, έγκυρες αρχιτεκτονικές μελέτες και με την επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων (αναμένεται το αργότερο μέχρι τις αρχές της επόμενης εβδομάδας) θα γνωρίζουμε τα γραφεία που απέσπασαν το σύνολο των τριών βραβείων και των δύο επαίνων.

Ο Γιώργος Τσολάκης, επικεφαλής του γραφείου που απέσπασε το πρώτο βραβείο, ακούγεται ενθουσιασμένος. Εχοντας ήδη την εμπειρία του σχεδιασμού του Μουσείου Ενάλιων Αρχαιοτήτων στον Πειραιά αλλά και μιας σειρά έργων, δημόσιων και ιδιωτικών, μεσαίας και μεγάλης κλίμακας σε Ελλάδα και εξωτερικό, πιστεύει ότι η πρότασή τους υπηρετεί το όραμα της Αθήνας του μέλλοντος. Το βασικό εύρημα είναι η ιδέα ενός ημι-υπόσκαφου μουσείου καθώς το μεγαλύτερο μέρος των 13,500 τ.μ. που προβλέπει το κτιριολογικό πρόγραμμα διαμορφώνεται κάτω από το έδαφος, αφήνοντας σχεδόν αδιατάρακτη την εύθραυστη σχέση ανάμεσα στα πολύτιμα στρέμματα πρασίνου και ελεύθερων χώρων του άλσους και στη γειτονιά. «Η αρχιτεκτονική προσέγγιση δίνει κυρίως έμφαση στην τοπογραφία, στην πολεοδομία και στη δημόσια αρχαιολογία, αφού ενσωματώνει δημιουργικά τόσο τους άξονες του τοπίου όσο και τη δομή της πόλης, ενώ αγκαλιάζει αφενός τα αρχαιολογικά ευρήματα και ταυτόχρονα συνδιαλέγεται με τη σχέση ανοικτού και κλειστού, δημόσιου και ιδιωτικού», επισημαίνει ο κ. Γιώργος Τσολάκης.

Το κύριο εύρημα είναι η ιδέα ενός ημι-υπόσκαφου μουσείου, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των 13.500 τ.μ. της έκτασής του διαμορφώνεται κάτω από το έδαφος.

Στην πραγματικότητα, η πόλη και το άλσος αλληλεπιδρούν στο κέντρο του οικοπέδου, χαράσσοντας τέσσερις νέους πεζοδρόμους οι οποίοι δημιουργούν στη συμβολή τους έναν κόμβο στροβιλοειδούς κίνησης, που λειτουργεί ως κεντρομόλος και ταυτόχρονα ως φυγόκεντρος δύναμη ροών και δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται αντιδιαμετρικά και σε διαφορετικές στάθμες. Η πρωτότυπη αυτή χάραξη δημιουργεί ένα κεντρικό δημόσιο πλάτωμα, όπου διανέμει τους επισκέπτες σε τέσσερις διακριτές πτέρυγες οι οποίες αναδύονται από το έδαφος. «Η πλατεία σηματοδοτεί την αρχή της ανάπτυξης των αναδυόμενων πτερύγων, αντιστρέφοντας την τυπολογία του αρχαιοελληνικού περίπτερου ναού, από εσωστρεφές κτίριο σε εξωστρεφές. Η διαρρύθμιση των όψεων με την εναλλαγή κενού-πλήρους παραπέμπει στα στωικά κτίρια των αρχαιολογικών ευρημάτων της Ακαδημίας. Τα δώματα αναδύονται από το έδαφος ως φυσική συνέχεια, εμφανίζοντας επικλινείς, βατές επιφάνειες, επεκτείνοντας την υπάρχουσα φυτεμένη επιφάνεια του άλσους, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζουν άνετες συνθήκες φυσικού φωτισμού και αερισμού στους επισκέπτες και στους εργαζομένους».

Το μουσείο κάτω από τη γη-1Βασική έννοια των μελετητών ήταν να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του δημόσιου χώρου πρασίνου της περιοχής, λέει ο αρχιτέκτονας Γιώργος Τσολάκης.

Τι γίνεται με τα αρχαία;

Η πρώτη ερώτηση που μου έρχεται συνομιλώντας με τον κ. Γιώργο Τσολάκη είναι πώς διασφαλίζεται η απρόσκοπτη εκσκαφή σε πολλά μέτρα βάθος όταν μιλάμε για ένα επί της ουσίας αρχαιολογικό πάρκο. «Στις προδιαγραφές της προκήρυξης του διαγωνισμού ήταν σαφές ότι η έκταση στην οποία χωροθετείται το μουσείο έχει ανασκαφεί κατά το παρελθόν, ως εκ τούτου, είναι ελεύθερο από αρχαιότητες». Επιμένει ότι βασική έννοια των μελετητών ήταν να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του δημόσιου χώρου πρασίνου της περιοχής. «Τα βατά δώματα επεκτείνουν την επιφάνεια του άλσους, ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη εδαφοκαλυπτικών φυτών, θάμνων και μικρών δέντρων, ενοποιώντας χωρικά και οπτικά τον φυτεμένο δημόσιο χώρο. Η υπάρχουσα φύτευση ενισχύεται με ενδημικά δέντρα χαρακτηριστικά του αθηναϊκού τοπίου. Οι νέες διαμορφώσεις και η ανάπτυξη των φυτεμένων δωμάτων θα επιφέρουν αύξηση και εμπλουτισμό του πράσινου ισοζυγίου του άλσους, δημιουργώντας νέες συνθήκες υπαίθριων δραστηριοτήτων για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της περιοχής».

Εκτός από το μουσείο σημειώστε, επίσης, την υπαίθρια γλυπτοθήκη που αναπτύσσεται σε χαμηλότερη στάθμη από το άλσος, συσχετίζοντας τα εκθέματα με τις υπάρχουσες αρχαιολογικές ανασκαφές, ενώ στο νοτιοανατολικό τμήμα μεταφέρονται οι υφιστάμενες αθλητικές δραστηριότητες με αναβαθμισμένες υποδομές, καθώς και ο υπόγειος χώρος στάθμευσης χωρητικότητας περίπου 80 οχημάτων.

Read Original