Το Πάσχα για μένα τελείωνε πάντα τα ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου, όταν ο Επιτάφιος της Μητροπόλεως επέστρεφε στη βάση του. Ό,τι ακολουθούσε, από τα σπασίματα το πρωί μέχρι τα πυροτεχνήματα και τις ντουφεκιές το βράδυ, ήταν για μένα μια θορυβώδης ανωμαλία που διατάρασσε τη βιολογική τάξη. Το μαζικό «Χριστός Ανέστη», που αδυνατούσα πάντα και να το ψιθυρίσω ακόμα, αποτελούσε την παρά φύση απόληξη της ιδανικής πορείας προς το απόλυτο πάθος που είχε προηγηθεί και, στο μυαλό μου, όφειλε να καταλήξει στο μη αναστρέψιμο. Αυτή η άρση της νομοτέλειας με ενοχλούσε αφάνταστα. Όπως και το τέλος του πένθους.
Απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, ακολουθούσα, ως αναπόδραστη παιδική μοίρα, την οικογενειακή «ρουτίνα» της συμμετοχής σε όλες τις εκκλησιαστικές εκδηλώσεις της Μεγάλης Εβδομάδας, από το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται» μέχρι τον μεγάλο… ύπνο των 12 Ευαγγελίων μετά της κουστωδίας στην Πλατυτέρα και το «Ω γλυκύ μου έαρ» μετά της χορωδίας στον Άγιο Σπυρίδωνα Κωτσέλα, του οποίου το κοιμητήριο γνώριζα απέξω. Θα ήταν ψέμα αν έλεγα πως μια διάσταση αυτής της «ρουτίνας» δεν την απολάμβανα και δεν την αναζητώ σήμερα. Νομίζω πως αυτή δεν είναι ξένη για ένα παιδί των προαστίων, με τη μεταφυσική υπόσταση του τόπου όπου εκτυλίσσονταν όλα τα κατανυκτικά αυτά δρώμενα, όπως ολοκληρωτικά την έχει αποτυπώσει ο Ευγένιος Αρανίτσης στα δοκίμια-φαντασίες Σε ποιον ανήκει η Κέρκυρα και Τα αρώματα του πένθους. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, αυτή η μεταφυσική διάσταση της πόλης ήταν για μένα στο απόγειό της και η ενεργή συμμετοχή μου στους Επιταφίους, ως μαθητή, το μεγαλύτερό μου παράσημο μυσταγωγικής τάξεως.
Από τα χρόνια των σπουδών μου, όταν επέστρεφα στην Κέρκυρα για το Πάσχα, κρατάω την ανάμνηση του ιερότερου προσώπου της ζωής μου, της γιαγιάς μου της Ντάντας, να μου τηγανίζει καλαμάρια από κονσέρβα (τα πιο ωραία καλαμάρια που έφαγα ποτέ) και μετά να ξεχύνομαι στους Επιταφίους. Με τον θάνατό της έσβησε οριστικά και ολοκληρωτικά για μένα αυτή η ηδονή – η φολκλορική και τουριστική διάσταση δεν με αφορούσε ποτέ, πόσω μάλλον σήμερα, που την αντιμετωπίζω αποκλειστικά ως ένα συνονθύλευμα επαρχιωτισμών εκτός της προσωπικής μου αισθητικής και ψυχολογικής συγκρότησης. Κρατάω στην καρδιά μου λοιπόν, ερμητικά όσο τίποτα, τον θαυμαστό παλιό μου κόσμο, τον πρώτο μου νεκρό, που –ευτυχώς– δεν θα αναστηθεί ποτέ, όσο κι αν, διαστροφικά, ως θνητός δεν θα μπορούσα να μη λαχταρήσω να πικρανθεί, έστω για λίγο, ο νομοτελειακά χαρούμενος, ως πάντα νικητής, Άδης.
* Ο Π. Ε. Δημητριάδης είναι τραγουδοποιός, ερμηνευτής και περφόρμερ, γνωστός από τη δουλειά του στα συγκροτήματα Κόρε.Ύδρο (ως το 2014) και Τα Παιδιά της Παλαιότητας.