Επειτα από τρία χρόνια αναταραχής είναι φυσικό να λαχταράμε για κάτι λίγο φυσιολογικό. Σύμφωνα με τις μεγαλύτερες τράπεζες της Αμερικής, οι οποίες έχουν μία αδιαμφισβήτητα ακριβή εικόνα για το τι κάνει τα νοικοκυριά και τις εταιρείες να λειτουργούν ομαλά, το φυσιολογικό είναι πολύ μακριά. Με βάση τα κέρδη ολόκληρου του έτους, τα οποία δημοσιοποίησαν τις τελευταίες 15 ημέρες, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ολοκλήρωσαν το 2022 όντας σε πολύ διαφορετική κατάσταση από το πώς έκλεισαν το 2019. Εχουν περισσότερες καταθέσεις, περισσότερα δάνεια και περισσότερο προσωπικό. Και ενώ ορισμένοι σημαντικοί αριθμοί, όπως οι προμήθειες για τη σύναψη συμφωνιών, έχουν μειωθεί, άλλοι παραμένουν διογκωμένοι, συμπεριλαμβανομένων των εσόδων που προέρχονται από τις συναλλαγές μετοχών και ομολόγων. Το πώς όλα αυτά θα διαμορφωθούν εντέλει, είναι κάτι άγνωστο ακόμα. Το κυριότερο από τα μυστήρια είναι το πόσο τόκο θα συγκεντρώσουν οι τράπεζες το 2023 και μετά. Είναι ένα κρίσιμο στοιχείο αποτίμησης, καθώς αντιπροσωπεύει συνήθως το ήμισυ των εσόδων τους.
Ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν κάποιες ενδείξεις, άλλα όχι. Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα JP Morgan ανέφερε ότι τα έσοδα από τόκους θα μπορούσαν να είναι 73 δισ. δολάρια φέτος, τα περισσότερα από ποτέ, αλλά ο γενικός οικονομικός διευθυντής Τζέρεμι Μπάρνουμ προειδοποίησε ότι αυτό περιλαμβάνει «πολλές εικασίες». Η Bank of America δεν θα βασιστεί σε αυτό που προσδοκά. Δεν είναι περίεργο που είναι προσεκτικοί. Τα επιτόκια έχουν αυξηθεί με τον ταχύτερο ρυθμό από ποτέ, ενόσω η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει καταβάλει κάθε προσπάθεια για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, ο οποίος τώρα επιβραδύνεται. Ωστόσο, βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα από τον στόχο του 2% της τράπεζας. Ακόμη και μια μετατόπιση 25 μονάδων βάσης μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις σε ένα χαρτοφυλάκιο δανείων ύψους 1 τρισ. δολαρίων, όπως αυτό της Bank of America, καθώς και σε τεράστιες διακρατήσεις τίτλων. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα εκτιμά ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να ανέλθουν στο 5%, αλλά ο Τζέιμι Ντάιμον, διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan, τόνισε την Πέμπτη στο CNBC ότι πιστεύει πως το 6% είναι πιο πιθανό.
Ακόμη και τότε, όμως, η σχέση μεταξύ των επιτοκίων αναφοράς και του επιτοκίου που χρεώνουν οι τράπεζες, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να προβλεφθεί. Ενας λόγος είναι ότι οι μη τραπεζικοί πιστωτές έχουν πολλαπλασιαστεί από τότε που τα επίσημα επιτόκια δανεισμού ήταν τελευταία φορά τόσο υψηλά, δηλαδή το 2007. Το επασφάλιστρο, που καταβάλλουν οι εν λόγω όμιλοι σε επιτόκια ελεύθερα κινδύνου, το οποίο πρέπει να αντικατοπτρίζει τις σχετικές πιθανότητες αθέτησης, μετά βίας υπερέβη τα επίπεδα του 2019, σύμφωνα με τον δείκτη BofA ICE, παρόλο που οι οικονομικές προβλέψεις έχουν αποδυναμωθεί. Αυτό το περιβάλλον δημιουργεί περισσότερη ασυμφωνία σχετικά με το τι είναι φυσιολογικό και πότε αυτό μπορεί να επανέλθει. Ενώ οι περισσότερες τράπεζες έχουν μια λογική άποψη για το τι είδους επισφαλείς απαιτήσεις να περιμένουν σε έναν παραδοσιακό πιστωτικό κύκλο, προς το παρόν βρίσκονται υπό πίεση να δανείσουν με επιτόκια τέτοια, τα οποία αποτυπώνουν τη γενικότερη εκτίμησή τους για τον κόσμο.
Τέλος, οι πελάτες, που αποτελούν την άλλη πλευρά της εξίσωσης, είναι εξίσου αινιγματικοί. Οι καταθέσεις τους εκτινάχθηκαν στα ύψη κατά τη διάρκεια του ιού και οι δαπάνες τους μειώθηκαν. Ο επικεφαλής της Bank of America, Μπράιαν Μοϊνίαν, δήλωσε ότι οι πελάτες που είχαν περίπου 3.500 δολάρια στην τράπεζα, τώρα έχουν σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερα. Ο αριθμός μειώνεται, αλλά όχι ομοιόμορφα. Οι πλουσιότεροι πελάτες, προσθέτει ο κ. Μοϊνίαν, έχουν ήδη μεταφέρει μεγάλο μέρος του πλούτου τους σε πιο προσοδοφόρες επενδύσεις.