Θλιμμένοι, όχι θλιβεροί, Τροπικοί

1 year ago 50
Θλιμμένοι, όχι θλιβεροί, Τροπικοί

To Εθνικό Μουσείο Ανθρωπολογίας του Μεξικού. Η ανθρωπολογική ιδέα της μετάφρασης υπερβαίνει την απλή ικανότητα χειρισμού δύο γλωσσικών κωδίκων, όπως τα αγγλικά/γαλλικά και τα ελληνικά. Βασίζεται σε μια εμβύθιση στη δομή της καθημερινής ζωής δύο ή περισσότερων κοινωνιών ή κοινωνικών ομάδων και στην εξοικείωση με τις διανοητικές παραδόσεις δύο ή περισσότερων κοινωνιών. Για τον ανθρωπολόγο η μετάφραση έχει μια βαθύτερη και ολιστική σημασία. Φωτ. SHUTTERSTOCK

Δημόσιος, επιστηµονικός και καθημερινός λόγος στον τόπο μας κατακλύζονται από ξένους όρους και λέξεις που εισάγονται και αφομοιώνονται είτε στην αρχική τους γλώσσα είτε μεταφρασμένοι στην ελληνική. Η μεταφορά και αφομοίωση στην αρχική τους γλώσσα, κυρίως στην αγγλική, έχει τύχει πολλών συζητήσεων από γλωσσολόγους, φιλολόγους και κοινωνικούς επιστήμονες σε επίπεδο γλωσσικής επάρκειας και επιτέλεσης της ελληνικής γλώσσας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.

Eνα θέμα ωστόσο που χρήζει ιδιαίτερης σημασίας και προσοχής είναι η μετάφραση ξένων όρων και λέξεων στην ελληνική, πολύ περισσότερο, δε, η μετέπειτα διάχυσή τους από τον έναν επιστημονικό κλάδο στον άλλον και τον δημόσιο και καθημερινό λόγο ασυνειδήτως. Η πρόκληση της μετάφρασης στην Ελλάδα ξεκινάει από παλιά και παρότι η μετάφραση βελτιώθηκε με τον καιρό σε επίπεδο γλωσσικής ακρίβειας, αυτό που λείπει από τους περισσότερους όρους και λέξεις είναι η θεωρητική ιστορία, οι συζητήσεις και το πλαίσιο που οδήγησαν στην επινόησή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ατυχούς απόδοσης εννοιών αποτελεί η μετάφραση του κλασικού ανθρωπολογικού έργου «Tristes Tropiques» του Λεβί Στρος το 1988 ως «Θλιβεροί Τροπικοί» αντί για Θλιμμένοι Τροπικοί (εκδ. Χατζηνικολή, 1988), αποκαλύπτοντας την ασυνείδητη ή συνειδητή εθνοκεντρική άποψη του ανεπτυγμένου Δυτικού που γράφει ή μεταφράζει τον υπανάπτυκτο και συνεπώς θλιβερά άμοιρο Αλλον.

Ενα πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί ο όρος self-reflexivity, επίσης προερχόμενος από τον νεοεισαχθέντα στην ελληνική ακαδημαϊκή ζωή επιστημονικό κλάδο της ανθρωπολογίας. Παρότι self σημαίνει εαυτός και reflexivity στοχασμός, ο όρος μεταφράστηκε ως «ανα-στοχασμός» (αντί αυτο-στοχασμός) και έως σήμερα επαναλαμβάνεται ακρίτως σε σχεδόν όλους τους κλάδους και εντέλει στον μιντιακό και καθημερινό λόγο. Ο όρος ωστόσο, επινοημένος από τον γνωστό ως «πατέρα της Ανθρωπολογίας» Φραντς Μποάζ, σήμαινε και σημαίνει τη δεξιότητα των εθνογράφων ερευνητών να μπορούν ταυτόχρονα να διαβάζουν, να παρακολουθούν και να στοχάζονται πάνω στην ερμηνευτική τους δραστηριότητα στον κλάδο. Είναι ένας όρος που καθιστά κεντρικής σημασίας τον παρεμβατικό και υποκειμενικό ρόλο του πολιτισμικά διαμορφωμένου εαυτού στο πεδίο της εθνογραφικής-επιτόπιας έρευνας, καθώς και στην επακόλουθη παραγωγή επιστημονικής γνώσης από αυτό το πεδίο έρευνας μέσω της εθνογραφίας. Η εθνογραφία συνεπώς βρίσκεται στο κομβικό σημείο μεταξύ επιστήμης και αφήγησης, κειμενικής ή άλλης.

Αντίθετα, ο όρος «ανα-στοχασμός» σημαίνει ξανα-σκέφτομαι, ξανα-στοχάζομαι, δηλαδή αποπειρώμαι έναν αποστασιοποιημένο συλλογισμό πάνω σε ένα θεωρητικό αντικείμενο. Αλλωστε το ρήμα reflect (ανακλώ και στοχάζομαι) αιχμαλωτίζει το φως στην ελληνική φιλοσοφία. Η έμφαση του Διαφωτισμού στην όραση και στη διαφάνεια που απορρέει από την ιδέα ότι η λογική μπορεί να φωτίσει τη φύση του ανθρώπου και του κόσμου αντλείται από την πλατωνική αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας κάτω από τη ποικιλομορφία του κόσμου των φαινομένων μέσα από το μυαλό ως καθρέφτη.

Αυτό επομένως που έχει εξαλειφθεί με τη μετάφραση του όρου ως «ανα-στοχασμός» είναι ο εαυτός ως ουσιαστικός δρων στη διαδικασία της επιτόπιας έρευνας. Αυτή η «λανθασμένη» ανάγνωση της έννοιας εξουδετέρωσε την αίσθηση μιας διπλής συνειδητότητας ή μιας δια-πολιτισμικής συνειδητότητας του εθνογραφικού εαυτού. Ο μεταφρασμένος όρος αφορά τη σκέψη σε ένα καθαρά εσωτερικό ή καρτεσιανό πλαίσιο. Επομένως, ο ελληνικός όρος με τον οποίο αποδίδεται το αγγλικό self-reflexivity δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ήθελε να περιγράψει ο πρωτότυπος όρος, δηλαδή τον εαυτό ως πολιτισμικό δρώντα στο πλαίσιο του άλλου και όχι απλώς ως κάποιον που σε πρώτη φάση παρατηρεί κάτι και σε δεύτερη φάση αναστοχάζεται πάνω σε αυτό. Η δε επανάληψη του «ανα-στοχασμός » (αντί αυτο-στοχασμός) στον επιστημονικό, μιντιακό και καθημερινό λόγο εκφράζει παραδειγματικά το γεγονός ότι το ανθρωπολογικό κείμενο δεν νοείται ως πολυ-πολιτισμικό πεδίο, ως δια-πολιτισμική κατάσταση στην οποία εμπλέκεται ο εαυτός, και καταλήγει έτσι να μεταφράζεται εσφαλμένα τόσο σε επίπεδο πολιτισμικού πλαισίου όσο και σε γλωσσικό επίπεδο. Επίσης αποκαλύπτει ότι η μετάφραση γίνεται αντιληπτή ως αμιγής γλωσσική διαδικασία, και επομένως μεταφέρεται συχνά παθητικά από το ένα κείμενο στο άλλο και από τον έναν επιστημονικό κλάδο στον άλλον ασυνειδήτως.

Το ερώτημα

Ο όρος self-reflexivity μεταφράστηκε ως «ανα-στοχασμός» (αντί αυτο-στοχασμός) και έως σήμερα επαναλαμβάνεται ακρίτως σε σχεδόν όλους τους κλάδους.

Είναι ωστόσο η μετάφραση μια διαδικασία ασυνείδητης πνευματικής κατανάλωσης ή είναι και πρέπει να είναι για τον ακαδημαϊκό και τον διανοούμενο μέρος μιας συνειδητής, δημιουργικής διαδικασίας και κεντρικό στοιχείο της διανοητικής παραγωγής; Ο μεταφραστής –ειδικότερα δε ο ανθρωπολόγος-εθνογράφος– δεν μεταφράζει απλώς γλώσσες, αλλά φέρνει δύο ή περισσότερες κουλτούρες και κοινωνίες σε επικοινωνία και σε διάλογο. Καθώς διασχίζει σύνορα, οφείλει να διαφυλάξει το περιθώριο της διαφοράς στην ίδια την πράξη της διάσχισής τους.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν ο ανθρωπολογικός όρος «αυτο-στοχασμός» προσεγγιστεί με τους γνωστούς υπάρχοντες όρους «αυτογνωσία» ή «αυτοσυνειδησία», απαλείφεται η επιτελεστική και κοινωνική διαμεσολάβηση (agency) που πηγάζει από την ανθρωπολογική σημασία. Παράλληλα, δε, απορροφάται η εθνογραφική δυναμική, παρ’ όλη την ιδιαιτερότητά της, σε ένα γενικό φιλοσοφικό πλαίσιο το οποίο θα θόλωνε τις δια-πολιτισμικές εντάσεις στις οποίες μας δίνει πρόσβαση ο εθνογραφικός όρος. Ζήτημα λοιπόν εδώ είναι «η δυνατότητα μεταβίβασης της μεταφραστικής ηθικής του πεδίου έρευνας στο επίπεδο του (εθνογραφικού) κειμένου» (C. Nadia Seremetakis, «Sensing the Everyday», Routledge, 2019, ελληνική έκδοση «Αναγνωρίζοντας το Καθημερινό», εκδ. Πεδίο).

Η συνήθης αντίληψη της μετάφρασης ως μιας καθαρά κειμενικής επεξεργασίας μπορεί να ανταποκρίνεται σε πολλά είδη κειμένου, αλλά σίγουρα όχι στο ανθρωπολογικό-εθνογραφικό κείμενο. Για τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρωπολόγων, η μετάφραση έχει μια βαθύτερη και ολιστική σημασία που είναι εξίσου κειμενική και εξω-κειμενική, τόσο μέσα στο βιβλίο όσο και πριν και πέρα από αυτό. Χωρίς την εξω-κειμενική, δια-πολιτισμική εμπειριακή μετάφραση, κανένα εθνογραφικό κείμενο δεν μπορεί να υπάρξει ή να μεταφραστεί από μια γλώσσα σε μια άλλη. Διότι η ανθρωπολογική ιδέα της μετάφρασης υπερβαίνει την απλή ικανότητα χειρισμού δύο γλωσσικών κωδίκων, όπως τα αγγλικά/γαλλικά και τα ελληνικά. Βασίζεται σε μια εμβύθιση στη δομή της καθημερινής ζωής δύο ή περισσότερων κοινωνιών ή κοινωνικών ομάδων και στην εξοικείωση με τις διανοητικές παραδόσεις δύο ή περισσότερων κοινωνιών. Κι αυτά βέβαια επιτυγχάνονται με γνώση και εξοικείωση με πολλαπλούς, πολιτισμικούς κώδικες, πέραν βέβαια των γλωσσικών.

Ειδικότερα οι ανθρωπολόγοι θα πρόδιδαν την ίδια την κατάρτισή τους αν εγκατέλειπαν τη μετάφραση των κοινωνικο-πολιτισμικών και ιστορικών πλαισίων που διαχειρίζονται στη μετάφραση των τελικών κειμένων τους από μια γλώσσα σε μια άλλη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον/τη «γηγενή» ή «αυτόχθονα» ανθρωπολόγο που έχει εκπαιδευτεί και εργάζεται σε μια ξένη κοινωνία ή/και στη δική του/της κουλτούρα.

Η κ. Κ. Νάντια Σερεμετάκη διετέλεσε καθηγήτρια Πολιτισμικής – Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και ενωρίτερα στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.

Read Original