Ένα τσουνάμι διθυραμβικών σχολίων από κριτικούς και τηλεθεατές σκέπασε την προβολή του πρώτου επεισοδίου του The Last of Us. Δικαίως; Είναι όντως αυτή η καλύτερη τηλεοπτική μεταφορά video game όλων των εποχών; Και, το πιο σημαντικό, έχει τις προδιαγραφές να εξελιχθεί στο νέο αγαπημένο οικουμενικό τηλεοπτικό σουξέ (επιπέδου Game of Thrones ή, έστω, The Walking Dead στα ξεκινήματά του) για το οποίο θα μιλάμε κάθε Δευτέρα στο γραφείο; Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα είναι αντίστοιχα «ναι», «ναι» και «γιατί όχι;».
Γιατί, λοιπόν, τόσος ντόρος; Επειδή πέρα, πάνω και πίσω από το υπέρτατο hype που το περιβάλλει σαν φωτοστέφανο (εδώ και αρκετές μέρες, όπου και να κοιτάξεις online, θα πέσεις πάνω σε κάτι που να το αφορά), το The Last of Us φαίνεται ότι διαθέτει εκείνο τον σπάνιο συνδυασμό μυαλού, ψυχής, καρδιάς (και HBO μπάτζετ) που θα του επιτρέψει να κάνει τελικά τη διαφορά. Ένα «zombie thriller σχετικά με το πώς είναι να είσαι single parent», όπως εξαιρετικά εύστοχα έγραψαν οι New York Times, που ικανοποιεί τις προσδοκίες των πάνω από 37 εκατ. φαν του παιχνιδιού (παρόλο που «τολμά» να επεκτείνει τους χαρακτήρες), χωρίς να έχει σε καμία περίπτωση φτιαχτεί αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτούς.
Το «άπαιχτο» δίδυμο
Πριν μπούμε στο ζουμί της ιστορίας, ας σημειώσουμε ότι δεν χρειάζεται να έχει παίξει κανείς το παιχνίδι για να καταλαβαίνει τι γίνεται και να απολαύσει τη σειρά. Όπως συμβαίνει άλλωστε και με τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές, απόφοιτους της μεγάλης του Game of Thrones σχολής (με κοινό στοιχείο τον αξιομνημόνευτο τρόπο με τον οποίο πέθαναν). Συγκεκριμένα τον 47χρονο Πέδρο Πασκάλ (θυμίζουμε ότι πρόκειται για τον Όμπεριν Μαρτέλ του Game of Thrones), που δήλωσε ότι το τελευταίο video game στο οποίο είχε «διαπρέψει» ήταν το Ms. Pac-Man, και εδώ έχει τον ρόλο ενός σκληροτράχηλου εργολάβου από το Τέξας. Εκείνου που καλείται, είκοσι χρόνια μετά την εξάπλωση ενός παρασιτικού μύκητα που έχει εξολοθρεύσει σχεδόν την ανθρωπότητα μετατρέποντάς μας σε ζόμπι (από εκείνα που κινούνται γρήγορα), να φυγαδεύσει μια 14χρονη ορφανή από την –υπό στρατιωτική δικτατορία– Βοστώνη στους αντάρτες Fireflies. Στον ρόλο της κοπέλας βρίσκεται η 19χρονη πλέον Μπέλα Ράμσεϊ (γνωστή και έως Λιάνα Μόρμοντ στο GoT), η ανοσία της οποίας απέναντι στον φονικό μύκητα μπορεί να αποτελέσει το κλειδί της σωτηρίας μας.
Παρόλο που το The Last of Us, διά χειρός του ασυμβίβαστου δημιουργού του παιχνιδιού Νιλ Ντράκμαν και του μπαρουτοκαπνισμένου και παθιασμένου δημιουργού του έξοχου Chernobyl (των δέκα Emmys), Κρεγκ Μάζιν, φωταγωγεί όλους εκείνους τους δευτερεύοντες χαρακτήρες (π.χ. την αρχηγό των Fireflies ή τον αδελφό του πρωταγωνιστή και τη σκληροτράχηλη συνέταιρό του) που στο παιχνίδι είχαν αναγκαστικά «διακοσμητικό» ρόλο, όλη η ουσία της σειράς βρίσκεται στη σχέση των δύο πρωταγωνιστών. Όλο αυτό το –στα σκαριά– έπος στηρίζεται στους ώμους τους και βασίζεται στην –όντως εξαιρετική– χημεία που έχουν μεταξύ τους.
Μια σχέση που προφανώς ξεκινάει ανταγωνιστικά, πριν το πατρικό φίλτρο «ξυπνήσει» ξανά μέσα στον πρωταγωνιστή μας – στην αρχή της πανδημίας τον βλέπουμε να αδυνατεί να σώσει τη δική του μονάκριβη κόρη από τον θάνατο. Στον δρόμο τους δεν θα συναντήσουν μόνο ζόμπι όλων των ειδών, μεγεθών και βαθμού επικινδυνότητας, αλλά και όσους ανθρώπους κατάφεραν να επιβιώσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν (κλέβοντας, σκοτώνοντας, σκλαβώνοντας, κ.λπ.). Αυτοί οι αντίπαλοι, όμως, δεν είναι «άμυαλοι» κακοί, αλλά βλέπουμε και κατανοούμε τα κίνητρά τους.
Όλο το υπόλοιπο μετα-αποκαλυπτικό σύμπαν, που ξετυλίγεται σιγά σιγά σε ένα «ωραίο», προσθέτει ένταση στο πραγματικό δράμα που βρίσκεται στο επίκεντρο της σειράς: τη σχέση πατέρα-θετής κόρης, μια σχέση που μοιάζει αληθινή, ουσιαστική και χειροπιαστή. Γιατί, όπως μπορώ να βεβαιώσω από προσωπική εμπειρία, δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από το να προσπαθείς να τα βγάλεις πέρα με μια έφηβη κόρη.
Ειδική μνεία στο γεγονός ότι, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των μετα-αποκαλυπτικών δραμάτων (από το The Walking Dead και τα παρακλάδια του μέχρι τα 12 Monkeys, The Stand, See, Snowpiercer, The Strain, Colony, Falling Skies, Jericho), το The Last of Us δεν είναι μονίμως καταθλιπτικά καταθλιπτικό και εμμονικά μισανθρωπικό. Μέσα, κυρίως, από τα μάτια της αθυρόστομης κοπέλας, μπορούμε να διακρίνουμε το φως, το (μαύρο) χιούμορ και την αισιοδοξία πίσω από τον πόνο και την απόγνωση. Mε εμβόλιμες φλασιές «η αγάπη νικάει τα πάντα» συμπερίληψης, όπως στο εντελώς αναπάντεχο (SPOILER ALERT) gay love story που κατεδαφίζει τις όποιες Mad Max προκαταλήψεις μας. Και αυτό είναι πραγματικά μια άσκηση ισορροπίας, χωρίς δίχτυ προστασίας, για επιδέξιους storytellers.
Η αξεπέραστη κατάρα
Μπορεί εδώ και μία δεκαπενταετία οι υπερηρωικοί πρωταγωνιστές των graphic novels να μονοπωλούν το κινηματογραφικό –και εν μέρει και το τηλεοπτικό– box office (βλέπε Marvel), αλλά, όσον αφορά τις live action μεταφορές video games, το Χόλιγουντ απέχει πολύ από το να βρει τη μαγική συνταγή. Η fail list ξεκινάει ήδη από το Super Mario Bros (1993), την πρώτη video game μεταφορά στην ιστορία, συνεχίζει με το Resident Evil franchise (με ειδική μνεία στην περσινή τηλεοπτική μεταφορά του), τα Street Fighter, το Doom (με τον άγουρο ακόμη Ντουέιν Τζόνσον), το BloodRayne, το Max Payne (με τον Μαρκ Γουόλμπεργκ), το Prince of Persia (με τον Τζέικ Τζίλενχαλ) και τα Mortal Combat. Η λίστα περιλαμβάνει τίμιες (;) προσπάθειες, όπως τα Assassin’s Creed (με τον Μάικλ Φασμπέντερ), το Need for Speed, το Warcraft, το Uncharted και φυσικά τα Tomb Raider (ειδικά το reboot του 2018 με την Αλίσια Βικάντερ) και το Sonic The Hedgehog (του 2020 με τον Τζιμ Κάρεϊ). Και καταλήγουμε στο περσινό πολυαναμενόμενο τηλεοπτικό Halο, που είναι αξιομνημόνευτο μόνο και μόνο επειδή ήταν αξιοπρεπές.
Τι κάνει, λοιπόν, το The Last of Us να ξεχωρίζει; Εκτός από το καστ του, το βασικότερο φαίνεται πως είναι η ενεργή συμμετοχή του δημιουργού του video game στη μεταφορά και στο γεγονός ότι το ίδιο το παιχνίδι δεν βασιζόταν εξαρχής στην ωμή βία, αλλά στην πλοκή και στη σχέση στοργής των δύο πρωταγωνιστών. Εξίσου κρίσιμη αποδεικνύεται η όχι απαραίτητα αναμενόμενη απόφαση των showrunners να περιορίσουν τη βία, σε σχέση με το video game, κρατώντας τη μόνο στα σημεία που είναι όντως απαραίτητη. Και κάπως έτσι, εκείνο το game concept που απέρριψε ο θρυλικός «zombie Godfather» Τζορτζ Α. Ρομέρο, όταν του το πρότεινε ο τότε φοιτητής Νιλ Ντράκμαν σε ένα computer class του Πανεπιστημίου Carnegie Mellon το 2004, βρέθηκε να αποκτά μια δυναμική μοναδική στα χρονικά των game adaptations. Μια δυναμική που ο Μάζιν, προς τιμήν του, επιμένει ότι, ανεξαρτήτως μεγέθους επιτυχίας, έχει σαφές τέλος, λέγοντας: «Δεν σκοπεύουμε να πούμε άλλες ιστορίες πέρα από αυτές που πραγματεύονται τα παιχνίδια. Όταν μια σειρά γίνεται μια μηχανή αέναης κίνησης, δεν μπορεί παρά να καταλήξει κάπως… ηλίθια. Το πώς τελειώνεις κάτι σημαίνει τα πάντα για μένα».
Η υπερβολική «οικειότητα»
Το μεγάλο στοίχημα του The Last of Us δεν είναι αν θα καταφέρει να δώσει νέα πνοή στο τηλεοπτικό υπο-είδος του zombie thriller ή αν θα μετουσιώσει το hype του σε υψηλή θεαματικότητα, τόσο γι’ αυτήν όσο και την επομένη σεζόν του (που δεν θα βασίζεται στο original video game του 2013 αλλά στο sequel του 2020). Αυτά τα έχει ήδη καταφέρει από το πρώτο του επεισόδιο. Το ζητούμενο εδώ είναι αν μιλάμε για το επόμενο πλανητικό global hit, επιπέδου Game of Thrones, Sopranos, Breaking Bad ή Mad Men. Και εδώ είναι που οι «ένορκοι» διχάζονται. Από τη μια μιλάμε για ένα όντως συναρπαστικό και καλοφτιαγμένο prestige drama. Από την άλλη κινείται πάνω σε ένα πολυφορεμένο, τηλεοπτικά και κινηματογραφικά, μοτίβο που και έχει ψιλοκουράσει (λόγω της υπερπροσφοράς μετα-αποκαλυπτικών τίτλων, προ και μετά Covid-19) και που ανέκαθεν ήταν «ανδροκρατούμενη» περιοχή. Θα καταφέρει η ιστορία του The Last of Us να ξεπεράσει αυτό το εμπόδιο; Δεν ξέρω. Αλλά σκοπεύω να το παρακολουθήσω αυτό το ζευγάρι των πρωταγωνιστών, με φανατισμό και θαυμασμό, να το προσπαθούν.
ΙΝFO → Το The Last of Us προβάλλεται στην Ελλάδα αποκλειστικά από το Vodafone TV. Κάθε καινούργιο επεισόδιο είναι διαθέσιμο κάθε Δευτέρα ξημερώματα, μονάχα λίγες ώρες μετά την προβολή του στην Αμερική.