Ο Γιώργος Παπαγεωργίου είναι, ίσως, από τους ελάχιστους της γενιάς του που πρώτα διάβασαν το βιβλίο του Τόμας Μαν «Θάνατος στη Βενετία» κι έπειτα είδαν την ταινία του Λουκίνο Βισκόντι. Ηταν πριν από πέντε καλοκαίρια όταν συναντήθηκε με τον κόσμο του Γερμανού λογοτέχνη, σε μια ερημική παραλία, που έμοιαζε να συμπληρώνει σκηνικά τη νουβέλα που διάβαζε. «Σαν να κούμπωσε η ατμόσφαιρα γύρω μου με εκείνη του βιβλίου», λέει στην «Κ», σε ένα διάλειμμα των προβών για το ανέβασμα του ομότιτλου έργου στο θέατρο Πορεία, σε διασκευή Στρατή Πασχάλη.
Παραμένουν έντονα ακόμη όσα θυμάται από εκείνο το καλοκαίρι: «Η αίσθηση του χαρτιού στα χέρια μου, ο ήχος του νερού, η άμμος στα πόδια μου. Εκεί πρωτοσκέφθηκα το θεατρικό ανέβασμα και όταν αργότερα είδα την αριστουργηματική ταινία του Βισκόντι, ήμουν σίγουρος ότι θα ήταν η επόμενη σκηνοθετική μου απόπειρα».
Δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οχι μόνον εξαιτίας του μύθου που κουβαλά, αλλά και για τον πυρήνα του, που είναι βαθιά φιλοσοφικός και υπαρξιακός. «Δεν έχουμε συνηθίσει να προσεγγίζουμε με εύκολο τρόπο το ζήτημα του θανάτου όπως το τοποθετεί στο βιβλίο του ο Τ. Μαν. Μια συνάντηση του θανάτου μαζί με το κάλλος», λέει ο σκηνοθέτης. «Η παράσταση φτιάχτηκε με τις αισθήσεις για τις αισθήσεις. Η σκηνοθετική γραμμή τις χρησιμοποιεί όλες, για να φτιάξει ένα ισχυρό περιβάλλον το οποίο θα μυήσει τον θεατή σταδιακά στο σκοτεινό ταξίδι που κάνει ο Γκούσταφ Ασενμπαχ, ο ήρωας της ιστορίας, προς τον θάνατό του. Με τάραξε ο τρόπος αφήγησης της ιστορίας. Ως πλοκή είναι αρκετά απλή, τη λες σε τρεις γραμμές. Ομως ο συγγραφέας την παρουσιάζει με βαθύ ποιητικό τρόπο. Η κρυφή ποίηση στον πυρήνα του έργου με γράπωσε σαν θηλιά στον λαιμό».
Με τον Στρατή Πασχάλη συμφώνησαν εξαρχής να κάνουν μια ποιητική παράσταση. Ανάλογα είναι και τα υλικά που χρησιμοποίησαν. Κείμενα των Μαλαρμέ, Ρίλκε, Ρεμπό που συνομιλούν με το αφήγημα του Τ. Μαν. Σκηνοθετικά ο λόγος των ηθοποιών, λέει ο Γ. Παπαγεωργίου, δουλεύεται με λεπτομέρεια μουσικών ημιτονίων.
O Γκούσταφ Ασενμπαχ είναι το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας. Επιτυχημένος μεσήλικας συγγραφέας, που βρίσκεται σε δημιουργική κρίση, πηγαίνει διακοπές στη Βενετία και εκεί, στο πολυτελές ξενοδοχείο όπου παραθερίζει, γοητεύεται από τον νεαρό Τάτζιο, τον οποίο παρακολουθεί εμμονικά στα δαιδαλώδη στενά της πόλης. Δεν πρόκειται για σαρκικό έρωτα, αλλά για μια φιλοσοφική, σχεδόν πλατωνική, πεισιθάνατη αναζήτηση του κάλλους. Οταν στη Βενετία ξεσπάει πανδημία χολέρας, παραμένει, ρισκάροντας τη ζωή του… «Μια ιστορία θανάτου, μια ιστορία για την ηδονή του τέλους», χαρακτήρισε ο Τόμας Μαν τη νουβέλα που έγραψε το 1912, ένα χρόνο μετά τις δικές του διακοπές στη Βενετία.
Οι Νίκος Χατζόπουλος, Γιάννης Λεάκος, Ορέστης Χαλκιάς (από τις 12/4 αναλαμβάνει ο Δημήτρης Κίτσος), Γρηγορία Μεθενίτη, Γιάννης Μαστρογιάννης ερμηνεύουν τους ρόλους. Ομως τον Τάτζιο, που εκπροσωπεί την μποτιτσελική ομορφιά, ο θεατής δεν τον βλέπει στη σκηνή παρά μόνο στο βίντεο της παράστασης όπου εμφανίζεται ο Ραφαήλ Παρασκευόπουλος. «Διαλέξαμε το βίντεο για να τονιστεί το δισδιάστατο της εικόνας, η αγγελική μορφή. Μια φαντασίωση που ήθελα να αποτυπωθεί μέσα από κάτι που ποτέ δεν μπορείς να το πιάσεις».
Με συγκινεί ότι, όταν ξύπνησε ένα ομοφυλοφιλικό αίσθημα, αποτύπωσε συγγραφικά τον πόθο που έζησε, για να τον ξορκίσει.
Ο θάνατος του Ασενμπαχ (τον υποδύεται ο Νίκος Χατζόπουλος) στο τέλος είναι από επιλογή. «Οσο το ταξίδι του βαθαίνει προς τον πόθο του, τόσο ακολουθεί τη γραμμή της λύτρωσης του θανάτου», εξηγεί ο σκηνοθέτης. Κάθε ανάγνωση του κειμένου του αποκάλυπτε διαφορετικά σημεία. Λέει ότι την πρώτη φορά «εντυπωσιάστηκα από τον τρόπο αποτύπωσης της ερωτικής επιθυμίας. Ομως κάθε φορά που ξαναγυρνούσα στο βιβλίο, διαπίστωνα ότι έχει κάτι άλλο από πίσω. Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε την ιστορία σαν πρόσχημα. Είχε ζήσει το ταξίδι στη Βενετία και είχε συναντήσει τον νεαρό που περιγράφει στο βιβλίο του, στο Λίντο όπου έκανε διακοπές. Με συγκινεί ότι, όταν ξύπνησε ένα ομοφυλοφιλικό αίσθημα, αποτύπωσε συγγραφικά τον πόθο που έζησε, για να τον ξορκίσει».
Ο 41χρονος σκηνοθέτης και ηθοποιός γνώρισε ένα προς ένα τα μέρη που περιγράφει ο Τόμας Μαν στο βιβλίο του και αποτύπωσε στην ομώνυμη ταινία ο Βισκόντι. «Θαύμασα την παραλία, χάζεψα στην άμμο, ρέμβασα στο τοπίο, είδα από κοντά τι σημαίνει βενετσιάνικο στενό. Υπάρχει κάτι σε αυτό τον τόπο. Οταν αντικρίζεις τη Βενετία είναι σαν να αντικρίζεις τον ίδιο τον θάνατο είχε πει ο Βισκόντι».
Τι θεωρεί ομορφιά σε μια εποχή που επενδύουμε τόσα πάνω της; «Η ομορφιά που αποτυπώνεται μέσω χαμογελαστών λαμπερών προσώπων και διαφόρων φίλτρων του Instagram δεν με αφορά. Αντίθετα, έχω συναντήσει την ομορφιά σε έργα τέχνης, φυσικά τοπία, στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, σε ανθρώπους και ιδέες».
Και η σχέση του με τον θάνατο; «Δεν έχω συμφιλιωθεί μαζί του και είμαι αρκετά νέος για να μπω σε μια συνομιλία με το τέλος. Αν μπορούσα να επιλέξω τον θάνατό μου θα το έκανα όπως ο Ασενμπαχ, κοιτάζοντας την ομορφιά, τη θάλασσα».
«Λυσιστράτη»
Στο τέλος της συνέντευξης ρωτάω τον Γιώργο Παπαγεωργίου γιατί έσπασε η συνεργασία του με τον ΘΟΚ για το ανέβασμα της «Λυσιστράτης» στην Επίδαυρο. «Το πλαίσιο όπως είχε διαμορφωθεί δεν μου επέτρεπε να κάνω τη δουλειά μου με τους όρους που θα ήθελα. Οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία. Τελικά θα χαρώ το καλοκαίρι με διακοπές και συναυλίες με την μπάντα μου». Επειτα τον περιμένει η χειμερινή συνεργασία του με τον Γιάννη Χουρβαρδά, στο Εθνικό Θέατρο, στον «Βασιλιά Ληρ».