Απολύτως σωστή αποδείχθηκε η απόφαση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους να βγει στις αγορές ακριβώς τη στιγμή που ξεκινάει η προεκλογική περίοδος και να κεφαλαιοποιήσει παράλληλα τη βελτίωση που έχει σημειωθεί στην αγορά ομολόγων, η οποία και λειτούργησε σαν δίχτυ ασφαλείας για τους επενδυτές εν μέσω της τραπεζικής αναταραχής που ξεκίνησε στις ΗΠΑ και συνεχίστηκε στην Ευρώπη.
Η ζήτηση για το νέο 5ετές ομόλογο που εκδόθηκε την Τετάρτη ήταν ιδιαίτερα ισχυρή και ξεπέρασε τα 19,1 δισ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας ότι οι επενδυτές συνεχίζουν να θεωρούν την Ελλάδα ένα ασφαλές και κερδοφόρο «στοίχημα» και δεν «βλέπουν» κάποιον κίνδυνο για τα δημοσιονομικά ενόψει εκλογών. Παράλληλα, η αγορά εκτιμά πως ίσως αυτή θα είναι και η τελευταία κοινοπρακτική έκδοση της χώρας για φέτος, με την έκδοση πράσινου ομολόγου να παραμένει πιθανή στο β΄ εξάμηνο, κάτι που επίσης ενίσχυσε τη ζήτηση.
Το ελληνικό Δημόσιο άντλησε 2,5 δισ. ευρώ από το 5ετές, καλύπτοντας έτσι ήδη από το πρώτο τρίμηνο του έτους πάνω από το 85% των συνολικών δανειακών αναγκών του 2023, έπειτα και από τα 3,5 δισ. ευρώ που αντλήθηκαν από το 10ετές τον Ιανουάριο. Πάνω από το ένα τρίτο της έκδοσης διανεμήθηκε σε Ελληνες επενδυτές, κυρίως σε τράπεζες, ενώ σε ό,τι αφορά την επενδυτική βάση συνολικά, μόλις το 6% διανεμήθηκε σε hedge funds, το 44% σε τράπεζες, το 36% σε διαχειριστές κεφαλαίων και το υπόλοιπο σε συνταξιοδοτικά ταμεία κ.α. Το επιτόκιο του νέου 5ετούς διαμορφώθηκε στο 3,919% (ελαφρώς χαμηλότερα από το αρχικό που είχε τεθεί στο 3,97%) και το κουπόνι στο 3,875%. Ωστόσο, χάρη στην ενεργή στρατηγική διαχείρισης χαρτοφυλακίου που έχει εφαρμόσει ο ΟΔΔΗΧ τα τελευταία χρόνια, καταφέρνοντας να υπεραντισταθμίσει τον επιτοκιακό κίνδυνο (over-hedging), το πραγματικό κόστος για το ελληνικό Δημόσιο από τη νέα έκδοση διαμορφώνεται στο 1,819%, δηλαδή 2,1% χαμηλότερα.
Η επιλογή της έκδοσης 5ετούς τίτλου ήταν η πιο «ασφαλής» στην τρέχουσα συγκυρία. Η νομισματική σύσφιγξη της ΕΚΤ και οι εναλλαγές των προσδοκιών γύρω από αυτήν έχουν προκαλέσει σημαντική μεταβλητότητα στα ομόλογα της Ευρωζώνης, ωστόσο η 5ετία της Ελλάδας έχει δείξει τη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, παρουσιάζοντας περιορισμένες διακυμάνσεις.
Οπως σημειώνει στην «Κ» ο Αντουάν Μπουβέ, επικεφαλής αναλυτής της ING, «τα ελληνικά 5ετή ομόλογα αντέστρεψαν την πρόσφατη υποαπόδοσή τους σε σχέση με την Ιταλία, γεγονός που αποτελεί ένδειξη ότι οι αγορές “είδαν” πολύ θετικά τη νέα έκδοση, κάτι που το αποδεικνύει και η υγιής ζήτηση για αυτήν. Το 5ετές ήταν πιθανώς μια πιο συντηρητική επιλογή από μια πιο μακροπρόθεσμη διάρκεια, αλλά ο ΟΔΔΗΧ είχε ήδη εκδώσει ένα ομόλογο αναφοράς τον Ιανουάριο (10ετές)».
Από το πρώτο τρίμηνο έχει καλυφθεί το 85% των δανειακών αναγκών του τρέχοντος έτους.
Κατά τον κ. Μπουβέ, η έκδοση ήταν απόλυτα επιτυχημένη, ειδικά δεδομένου ότι έγινε μεταξύ της τραπεζικής αναταραχής διεθνώς και της ανακοίνωσης της ημερομηνίας των εκλογών στην Ελλάδα. «Γενικότερα, πολλοί εκπλήσσονται με το πόσο ισχυρή είναι η περιφέρεια – και η Ελλάδα, ακόμη και σε περιόδους αυξημένων συστημικών κινδύνων, που είναι ενθαρρυντικό σημάδι», όπως προσθέτει.
Αν και αιφνιδίασε πολλούς το timing του ΟΔΔΗΧ, καθώς είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που προχωράει σε δύο εκδόσεις στο πρώτο τρίμηνο, για μία ακόμη φορά αποδείχθηκε σωστό. Ανάγκη για ρευστότητα δεν υπάρχει. Οπως τόνισε και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, έχει καλυφθεί «το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των φετινών δανειακών αναγκών της χώρας, διασφαλίζοντας υψηλά ταμειακά διαθέσιμα και για την περίοδο μετά τις εκλογές, που υπερβαίνουν και πάλι τα 38 δισ. ευρώ».
Ο ΟΔΔΗΧ θέλησε ωστόσο να προλάβει το ενδεχόμενο κλιμάκωσης της προεκλογικής αντιπαράθεσης το επόμενο δίμηνο, που θα μπορούσε να ασκήσει πιέσεις και να αυξήσει τη μεταβλητότητα το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου. Επίσης, καθώς το σενάριο δεύτερου γύρου εκλογών είναι το επικρατέστερο, πράγμα που σημαίνει ότι η επόμενη κυβέρνηση θα σχηματιστεί στην καρδιά του καλοκαιριού, το επόμενο «παράθυρο ευκαιρίας» για τον ΟΔΔΗΧ ήταν ο Σεπτέμβριος. Αυτό σημαίνει πως θα αναγκαζόταν να μείνει εκτός αγορών έως τότε, κάτι που δεν αποτελεί και το καλύτερο «σήμα» για μια χώρα που θέλει να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα.
Ετσι, η Ελλάδα απέδειξε παράλληλα πως μπορεί να δανείζεται ακόμη και εν μέσω μιας τραπεζικής αναταραχής. Αλλωστε, όπως τόνισε σε πρόσφατο συνέδριο ο επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ Δημήτρης Τσάκωνας, το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν έχει ρίσκα. «Υπάρχει βεβαιότητα ότι τα πράγματα δεν θα εκτροχιαστούν, το χρέος έχει μια μέση σταθμική διάρκεια 20 έτη, το κόστος εξυπηρέτησης είναι σήμερα στο 1,4% και βαίνει μειούμενο, δηλαδή μοιάζει με ένα ομόλογο το οποίο λήγει σε 20 χρόνια με ένα σταθερό επιτόκιο 1,4%», όπως είπε.
Αυτό επισήμανε και η Goldman Sachs σε έκθεσή της, τονίζοντας πως παρόλο που ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων οδηγεί σε υψηλότερο κόστος δανεισμού, το ελληνικό χρέος είναι λιγότερο ευάλωτο από ό,τι άλλων χωρών. Αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους, όπως σημείωσε. Πρώτον, στη μεγάλη διάρκεια του ελληνικού χρέους και, δεύτερον, στην αυξημένη ονομαστική ανάπτυξη, που αναμένεται να παραμείνει περίπου στο 4% μέχρι το 2024, καθώς και στην προσεκτική δημοσιονομική προοπτική όπου το πρωτογενές ισοζύγιο θα συνεχίσει να αυξάνεται το 2023 και το 2024. Αυτά, όπως εκτιμά, πιθανώς να οδηγήσουν στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ακόμη και πριν από τις εκλογές, και συγκεκριμένα στις 21 Απριλίου, κατά την αξιολόγηση της S&P. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Goldman Sachs, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 19,5% το διάστημα 2022-2025.