Ταξίδια σε πέντε χώρες, εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, πραγματοποίησε χρησιμοποιώντας το πλαστό περουβιανό διαβατήριό της η Μαρία Τσάλλα ή Irina S., που σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές δραστηριοποιούνταν ως Ρωσίδα κατάσκοπος στην Ελλάδα.
Από την έως τώρα έρευνα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών για την υπόθεση προκύπτει ακόμη ότι η νεαρή Ρωσίδα είχε επαφές με τουλάχιστον δύο δικηγόρους στην Εύβοια, οι οποίοι βεβαίωσαν ότι έμενε στην περιοχή του Αλιβερίου, προκειμένου με τον τρόπο αυτόν να πείσουν τη δημοτική αρχή να εγγράψει στο δημοτολόγιο τη μυστηριώδη «Μαρία Τσάλλα».
Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, η υπόθεση άρχισε να εκτυλίσσεται τον Ιανουάριο, όταν η ΕΥΠ ενημερώθηκε ότι «κάτι περίεργο συμβαίνει» με την περίπτωση της νεαρής Μαρίας Τσάλλα. Θα πρέπει να θεωρείται εξαιρετικά πιθανό η ενημέρωση να προήλθε από συνεργαζόμενη υπηρεσία πληροφοριών.
Ακολούθησε έρευνα στο ληξιαρχείο Αμαρουσίου, απ’ όπου είχε εκδώσει ληξιαρχική πράξη γέννησης στις 12 Νοεμβρίου 2018 χρησιμοποιώντας τα στοιχεία ενός θνησιγενούς βρέφους, ενός βρέφους δηλαδή που είτε γεννήθηκε νεκρό είτε πέθανε κατά τη διάρκεια της γέννας. Το θέμα δεν διέλαθε την προσοχή των υπαλλήλων του ληξιαρχείου Αμαρουσίου, δίχως πάντως να καταφέρουν να εντοπίσουν τι είχε συμβεί. Διεπίστωσαν δηλαδή την ανακολουθία ανάμεσα στο αρχείο που είχε ψηφιοποιηθεί ήδη από το 2015 και στο έγχαρτο, και κατέθεσαν σχετικό αίτημα στο υπουργείο Εσωτερικών, δίχως πάντως να λάβουν απάντηση. Η Ρωσίδα Irina S., έχοντας καταφέρει να αποσπάσει ληξιαρχική πράξη γέννησης με στοιχεία Μαρία Τσάλλα, φρόντισε να εγγραφεί στο δημοτολόγιο του Δήμου Αλιβερίου. Αρχικά, η προσπάθειά της έπεσε στο κενό, με τους υπαλλήλους να αρνούνται να την εγγράψουν επικαλούμενοι λόγους εντοπιότητας. Ακολούθως, η νεαρή γυναίκα επιστράτευσε δύο δικηγόρους της περιοχής (τα στοιχεία τους βρίσκονται στη διάθεση της εφημερίδας) οι οποίοι δήλωσαν είτε ότι φιλοξενούσαν την «Τσάλλα» είτε ότι γνώριζαν ότι διαμένει στην ευρύτερη περιοχή του Αλιβερίου. Χάρη στη βοήθειά τους εγγράφηκε στο δημοτολόγιο.
Οι υπάλληλοι του ληξιαρχείου Αμαρουσίου αντιλήφθηκαν την ανακολουθία στα πιστοποιητικά και απευθύνθηκαν στο υπουργείο, χωρίς να λάβουν απάντηση.
Κατά την πρώτη φάση της παραμονής της στην Ελλάδα, πάντως, η Irina S. χρησιμοποιούσε πλαστογραφημένο διαβατήριο υπηκόου Περού. Προέκυψε ότι χρησιμοποιώντας το συγκεκριμένο διαβατήριο είχε ταξιδέψει σε Μεξικό, Κροατία, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ιταλία. Αφού απέκτησε ελληνικά ταξιδιωτικά έγγραφα υπό στοιχεία «Μαρία Τσάλλα», οι ελληνικές αρχές έχουν διαπιστώσει ότι πραγματοποίησε τουλάχιστον ένα ταξίδι στη Γαλλία.
Για τρία χρόνια
Το 2020 εγκαταστάθηκε στο Παγκράτι και άνοιξε κατάστημα με είδη πλεξίματος, το οποίο διατηρούσε μέχρι τη φυγή της στη Ρωσία, αρχές Ιανουαρίου 2023. Το κινητό τηλέφωνο που χρησιμοποιούσε στην Ελλάδα έδωσε τελευταία φορά στίγμα στις 4 Ιανουαρίου 2023. Στο διάστημα από το 2020, οπότε εγκαταστάθηκε στην οδό Αρριανού στο Παγκράτι, μέχρι τη φυγή της, αρχές Ιανουαρίου, η Ρωσίδα Irina ή Μαρία διατηρούσε ερωτικό δεσμό με Ελληνα υπήκοο ιδιοκτήτη φροντιστηρίου ξένων γλωσσών στο κέντρο της Αθήνας. Τόσο αυτός όσο και η νεαρή κοπέλα που δούλευε στο κατάστημα με είδη πλεξίματος είχαν πλήρη άγνοια για τη διπλή ταυτότητα της Τσάλλα. Μάλιστα, ο ερωτικός σύντροφός της, θυμωμένος από το γεγονός ότι εγκατέλειψε αιφνιδίως την Ελλάδα αποχαιρετώντας τον με γραπτό μήνυμα, μετέβη στο κατάστημα του Παγκρατίου και πήρε πίσω κάποια αντικείμενα που είχε δωρίσει στη σύντροφό του.
Σε τηλεφωνικές επικοινωνίες με άτομα στην Ελλάδα το διάστημα μετά τη φυγή της, ισχυρίστηκε ότι έπασχε από κατάθλιψη και ότι δεν θα επέστρεφε στη χώρα, ενώ ζήτησε να της στείλουν τη γάτα της, κάτι που πάντως δεν συνέβη, αφού απαιτείτο η έκδοση σχετικού πιστοποιητικού. Η Irina S., πάντως, εμφανίζεται παντρεμένη με Ρώσο υπήκοο που ζούσε στη Βραζιλία υπό βραζιλιάνικη ταυτότητα με στοιχεία Daniel Campos. Οταν και αυτός εγκατέλειψε τη Λατινική Αμερική με προορισμό τη Ρωσία, μια σύντροφος που διατηρούσε εκεί δήλωσε την εξαφάνισή του στις Αρχές και ανάρτησε τη σχετική είδηση σε λογαριασμούς στα κοινωνικά δίκτυα.
Στο ερώτημα γιατί η υπόθεση δημοσιοποιήθηκε αφότου η νεαρή Ρωσίδα είχε προλάβει να εγκαταλείψει τη χώρα, Ελληνες αξιωματούχοι απαντούν ότι σκοπός της δημοσιοποίησης ήταν να «καεί» τυχόν δίκτυο επαφών που η Irina είχε καταφέρει να στήσει στη χώρα, καθώς επίσης και η συλλογή πληροφοριών σχετικά με το εύρος των δραστηριοτήτων και επαφών της στην Ελλάδα.