Η υπόθεση Ιντεάλ και Αστορ προκαλεί, ενδεχομένως, μια ευρύτερη συζήτηση για το κέντρο της Αθήνας. Εν προκειμένω η συζήτηση αφορά κατά κύριο λόγο τις δύο βασικές κεντρικές οδούς, την Πανεπιστημίου και τη Σταδίου, στις οποίες θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και την Ακαδημίας. Από την οδό Ομήρου και κάτω προς την Ομόνοια, επικρατεί μια ατμόσφαιρα που δύσκολα θα χαρακτήριζε κανείς ελκυστική και αυτό είναι κάτι άσχετο με τη λειτουργία ή όχι κινηματογράφων.
Είναι ένα ζήτημα σύνθετο, πολυπαραγοντικό, με παραμέτρους κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές. Εχει να κάνει με θέματα διαχρονικά όπως η επιχειρηματική καχεξία, ο κακός φωτισμός, η απουσία ελέγχου, η έλλειψη ασφάλειας και η παραβατικότητα. Ο αφρόντιστος δημόσιος χώρος, οι ελλιπείς υποδομές και η κακή συντήρηση των περισσότερων κτιρίων εντείνουν τη δυσμενή εντύπωση.
Είναι αλήθεια πως ένα νέο αξιακό μέτρο για την ποιότητα ζωής ωθεί μια μερίδα πολιτών (κυρίως κάτω των 40 ετών) να διεκδικήσει καλύτερους όρους. Και αυτό γίνεται με διαφορετική ένταση και αξίωση από ό,τι θα γινόταν το 2010 ή το 2015.
Η υπόθεση Ιντεάλ και Αστορ, παρότι φέρει (εν μέρει) μια έντονη αντιπολιτευτική και αντιαναπτυξιακή διάσταση, είναι μια υπόθεση που μας υποχρεώνει να δούμε την αθηναϊκή κατάσταση με σύνθετο και υπεύθυνο τρόπο. Και μας υποχρεώνει να συνυπολογίσουμε την άυλη βαρύτητα του πολιτισμικού ίχνους όπως και τη συνειρμική, πολλαπλασιαστική ισχύ του συλλογικού βιώματος. Οι πόλεις εξελίσσονται με παράγοντες μετρήσιμους και αστάθμητους. Η ατμόσφαιρα μιας πόλης ορίζεται από όσα νιώθει κανείς. Οσα υποβάλλονται ως εμπειρίες.
Αν συνοψίσει κανείς αυτό που επικρατεί μετά τις 6 το απόγευμα στην Πανεπιστημίου, τη Σταδίου και την Ακαδημίας από την Ομήρου ώς την Ομόνοια και την Κάνιγγος, η πιο κατάλληλη περιγραφή είναι αυτή της ερήμωσης.
Το αφιλόξενο αστικό περιβάλλον δεν προσελκύει περιπατητές ή καταναλωτές. Τουρίστες που διαμένουν σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας και του Μεταξουργείου περπατούν απλώς αναγκαστικά κατά μήκος των κεντρικών αυτών οδών για να φτάσουν στο Σύνταγμα και να χαρούν (μόνο εκεί και ώς το Μοναστηράκι ή το Κολωνάκι) την ατμόσφαιρα μιας κανονικής πρωτεύουσας.
Αντικοινωνική στάση
Ενδιάμεσα υπάρχουν τα εξής φαινόμενα. Ρυπαρά κτίρια εγκαταλελειμμένα, μπλεγμένα σε αργές γραφειοκρατικές διαδικασίες, γεννούν αισθήματα απέχθειας για την πόλη. Βιτρίνες κλειστές, ΑΤΜ καλυμμένα. Ακίνητα και οικόπεδα, δεσμευμένα χωρίς συνέπειες από ιδρύματα που βλάπτουν με την αντικοινωνική στάση τους το σύνολο της πόλης και το δημόσιο συμφέρον επί μισόν αιώνα. Αναφέρομαι στη γωνία του Κατράντζου, Αιόλου και Σταδίου (απαράδεκτη κατάσταση επί 42 χρόνια) και στη γωνία Σταδίου και Αμερικής με τα δύο ερειπωμένα νεοκλασικά επί άλλα τόσα χρόνια. Αδιανόητες καταστάσεις για οποιαδήποτε πολιτισμένη πόλη.
Πλέον αυτών, έχουμε την πλατεία Κλαυθμώνος, ζώνη νεκρή παραδομένη στην παραβατικότητα. Την Αθηναϊκή Τριλογία: την Εθνική Βιβλιοθήκη αποκομμένη από τη ζωή της πόλης, το Πανεπιστήμιο με όσους κατά καιρούς το θεωρούν κτήμα τους, την Ακαδημία Αθηνών (ένα από τα σπουδαιότερα νεοκλασικά κτίρια του κόσμου) ζωσμένη με λαμαρίνες επί 10 και πλέον χρόνια για να αυτοπροστατευθεί από τα αντικοινωνικά στοιχεία.
Οι πόλεις εξελίσσονται με παράγοντες μετρήσιμους και αστάθμητους. Η ατμόσφαιρα μιας πόλης ορίζεται από όσα νιώθει κανείς. Οσα υποβάλλονται ως εμπειρίες.
Ενδιάμεσα στο Πανεπιστήμιο και την Ακαδημία, βαποράκια του θανάτου. Ράκη της ζωής. Χωρίς φωτισμό, με την ανοχή όλων. Ας διασχίσει ένας υπουργός πεζή στις 10 το βράδυ την οδό Ρήγα Φεραίου και ας μας πει τις εντυπώσεις του.
Παραδίπλα, η Αρχαιολογική Εταιρεία, με την περίλαμπρη ιστορία της, είναι αναγκασμένη να περιφράξει την είσοδό της για να προστατευτεί από τους βανδαλισμούς. Ολα αυτά συμβαίνουν την ίδια ώρα που λίγο πιο κάτω, η μόνιμη υπενθύμιση της αναπηρίας αυτής της κοινωνίας, το Αττικόν και ο Απόλλων, έχουν ξεχαστεί ως απολιθώματα. Οστρακα παρατημένα σε μια πόλη στεγνή.
Οι συνομιλητές
Και όμως, σε όλη αυτή την κεντρική περιοχή, στην καρδιά δηλαδή της Αθήνας, συνυπάρχουν μια σειρά από οργανισμούς, τράπεζες, επιχειρήσεις, ιδρύματα, φορείς που θα έπρεπε και αυτοί να προσκληθούν σε μια συζήτηση κοινωνικής ευθύνης. Την Αθήνα θα τη σώσουν αυτοί που τη ζουν καθημερινά. Και όλοι οι προαναφερόμενοι πρέπει να γίνουν συνομιλητές.
Σε αυτήν τη συμφωνία για να επιστρέψει η ζωή στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας προς την Αθηναϊκή Τριλογία και την Ομόνοια, θα ήταν ευχής έργον να υπάρξει μια κοινωνική συμφωνία. Μια κοινή αποδοχή ότι η υπόθεση Αθήνα είναι υπόθεση όλων μας. Αλλωστε, είναι πολλές οι επενδύσεις που έχουν ήδη γίνει και ακόμη περισσότερες όσες θα έρθουν.
Πολλοί από εμάς θα θέλαμε να δούμε σε ένα τραπέζι για ανταλλαγή εμπειριών και ιδεών, για κατάθεση προτάσεων, για τη δυνατότητα μιας υπέρβασης από το κάθε συμβαλλόμενο μέρος όλη αυτή τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας και της οικονομίας που έχει βάση στη Σταδίου, την Πανεπιστημίου, την Ακαδημίας.
Δηλαδή, την Τράπεζα της Ελλάδος, τις μεγάλες τράπεζες (η Alpha Bank είχε πρωτοπορήσει με το πρόγραμμα προστασίας των γλυπτών και η Τράπεζα Πειραιώς έχει το Μέγαρο Σερπιέρη, πρώην Αγροτική Τράπεζα), τα πολυκαταστήματα και τις ιστορικές επιχειρήσεις, τα μεγάλα ξενοδοχεία, τα ευαγή ιδρύματα της Τριλογίας, την Αρχαιολογική Εταιρεία, το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το Ινστιτούτο Γκαίτε, την Καθολική Εκκλησία, το Οφθαλμιατρείο, τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Εθνικό Θέατρο στο Ρεξ, την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος στην Παλιά Βουλή, το Ιδρυμα Βούρου – Ευταξία, το Ταμείο Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίου (ΤΜΕΔΕ) στην πλατεία Κλαυθμώνος, τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός, την Αθηναϊκή Λέσχη, και φυσικά τον Δήμο Αθηναίων, τον ΕΟΤ και τα αρμόδια υπουργεία. Για την Αθήνα έχουμε ευθύνη όλοι.
«Κιβωτοί πολιτισμού»
Του Αιμίλιου Χαρμπή
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου με μια αρκετά εκτενή ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μίλησε για τον κίνδυνο η Αθήνα να χάσει σταδιακά τη μνήμη της, παρατηρώντας πως με την απώλεια αιθουσών, όπως το Αστορ, το Ιντεάλ και η Ιρις, «χάνουμε τη μυσταγωγία της αίθουσας, τη γοητεία της συλλογικής εμπειρίας. Χάνουμε χώρους που δεν είναι απλώς αίθουσες προβολής, αλλά κιβωτοί πολιτισμού».
Και συνεχίζει: «Η πόλη, κάθε πόλη, είναι ένας ζωντανός οργανισμός σε συνεχή μεταμόρφωση, όπως και οι άνθρωποι που την κατοικούν. Αναζητεί όμως πάντοτε τις σταθερές της. Τα τοπόσημά της. Κι αυτά δεν είναι μόνο τα μνημεία της. Είναι τα σπίτια, τα καφενεία, οι κινηματογράφοι και τα θέατρα, οι κήποι, οι πλατείες της, ό,τι, δηλαδή, προσδίδει σε μια πόλη ταυτότητα, ό,τι περιέχει την ιστορία των ανθρώπων, των αναζητήσεων, των παθών και των προσδοκιών τους, ό,τι συνέχει τους κατοίκους της».
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Λάνθιμος, από την πλευρά του, με βιντεοσκοπημένο μήνυμα στάθηκε επίσης στο πλευρό των ιστορικών αιθουσών, χαρακτηρίζοντας αυτονόητη την αξία τους σε κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο και παρακαλώντας τους αρμοδίους να πράξουν ό,τι είναι απαραίτητο για να χαρακτηριστούν διατηρητέες «και να συνεχίσουν το έργο που παρέχουν σε τόσες γενιές ανθρώπων».