Kύριε διευθυντά
Σε πολύ ενδιαφέρον σχετικό άρθρο του κ. Μιχ. Τσιντσίνη, επιτρέψτε µου τις παρακάτω σηµειώσεις.
Στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη ο σχηματισμός κυβερνητικών συνασπισμών είναι ο κανόνας εδώ και χρόνια, στη Γερμανία όπου διαμένω εδώ και δεκαετίες. Πόσο θετική ή αρνητική είναι η εξέλιξη αυτή είναι μια άλλη συζήτηση, αλλά τέτοιες «περίεργες» δηλώσεις ενός πολιτικού αρχηγού, τουλάχιστον από πλευράς των γερμανικών κομμάτων, δεν έχω ακούσει.
Αντιδημοκρατικό είναι το βέτο του κ. Ανδρουλάκη, για τον λόγο ότι θέτει υπό αμφισβήτηση τα πολιτικά αρχηγικά πρόσωπα των αντιπάλων κομμάτων (όχι όμως τον εαυτό του…), που κατέρχονται στις εκλογές με δύο ταυτόχρονους στόχους: τη νίκη του κόμματός τους και την πρωθυπουργική θέση. Οι πολίτες ψηφίζουν έχοντας υπόψη τους, λοιπόν, τους δύο αυτούς στόχους. Ο κ. Ανδρουλάκης επομένως αμφισβητεί με το –τουλάχιστον πολιτικά– ανόητο βέτο του τη δημοκρατική εκλογική απόφαση των πολιτών!
Αντιδημοκρατικό, για παράδειγμα, ήταν κάτι παρόμοιο που ζήσαμε μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές του 2019, κάτι που μοιάζει απόλυτα με αυτό που «θέλει να πει» ο κ. Ανδρουλάκης: οι Ευρωπαίοι ψήφισαν, μεταξύ άλλων, τις παρατάξεις του Μάνφρεντ Βέμπερ/EVP και του Φρανς Τίμερμανς/S&D και αντί ενός αυτών των δύο υποψηφίων «μας έβαλαν» την κ. Φον ντερ Λάιεν στην αρχηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής…
Τώρα, κυβέρνηση ενός χρώματος δεν είναι «ευφυολόγημα», αλλά πολιτική τακτική: όταν ένας πολιτικός γνωρίζει ότι δεν θα κυβερνήσει χωρίς συνασπισμό αλλά, με στόχο μια σημαντική αυτοδυναμία, ανοίγει το πεδίο –προ των εκλογών– για τη συνεργασία με κόμματα ή πολιτικούς που είναι ανοικτοί σε μια τέτοια συνεργασία.