Την ώρα που η πολιτική ζωή βρίσκεται στη δίνη της προεκλογικής περιόδου και ξεκίνησε –κατά τα ειωθότα– πληθωρισμός παροχολογίας και υποσχέσεων για μελλοντικές παρεμβάσεις, ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας έχει στον νου του την επόμενη μέρα και την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουν η χώρα και η οικονομία, για να μη χαθούν όσα κερδήθηκαν με κόπο στα μνημονιακά χρόνια και μετά.
Σήμερα, η οικονομία βρίσκεται, κατά τον κ. Στουρνάρα, σε καλή φάση καθώς –μέσα από τις κρίσεις της πανδημίας και του πολέμου– μπόρεσε να ανακάμψει, με τη βοήθεια και του τουρισμού, και να μειώσει το χρέος της, τόσο μέσω δημοσιονομικής προσπάθειας όσο και με τη συμβολή του πληθωρισμού. Ομως, το αύριο έχει προκλήσεις.
Ο Γιάννης Στουρνάρας έστειλε, έτσι, την περασμένη Πέμπτη, σε ομιλία του στο Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο, ένα μήνυμα στις πολιτικές δυνάμεις ότι απαιτείται συνεννόηση και σύμπλευση στην υλοποίηση μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.
Το έκανε αυτό διότι γνωρίζει ότι η χώρα δεν έχει μπροστά της έναν ξεκούραστο περίπατο, αλλά μια ανηφορική πορεία, κατά τη διάρκεια της οποίας θα πρέπει να μειώνει σταθερά το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών και να μη βρεθεί ξανά σε μερικά χρόνια σε νέα αδυναμία εξυπηρέτησής του.
Μιλώντας στην «Κ», εξηγεί ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες στο πλαίσιο αυτό: «Η πρώτη είναι η επιστροφή σε πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ. Ο προϋπολογισμός πρέπει να αφήνει πλεόνασμα για να πληρώνονται οι τόκοι. Αυτό συνιστά ορθή δημοσιονομική διαχείριση. Η απόσταση από το έλλειμμα 1% του ΑΕΠ στο πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ απαιτεί μια σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή και θα έρθει σε μια φάση που η ανάπτυξη δεν θα είναι τόσο υψηλή όσο ήταν τα προηγούμενα δύο χρόνια, ενώ παράλληλα θα διανύουμε μια περίοδο υψηλότερων επιτοκίων, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Οταν μειωθεί η αβεβαιότητα στην Ευρώπη, με το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία, το ερώτημα που θα τεθεί για την Ελλάδα θα είναι αν έχει εξασφαλίσει βιωσιμότητα χρέους στο διηνεκές. Γιατί μετά το 2032 θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε σημαντικά υψηλότερες πληρωμές τόκων, που τώρα έχουν κεφαλαιοποιηθεί. Τώρα έχουμε ένα παράθυρο ευκαιρίας να μειώσουμε σημαντικά το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ, ούτως ώστε όταν προστεθούν οι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι, το χρέος να παραμείνει βιώσιμο και σε πτωτική τροχιά. Δεν πρέπει να χαθεί αυτή η ευκαιρία».
Τώρα έχουμε ένα παράθυρο ευκαιρίας να μειώσουμε σημαντικά το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ.
Δεδομένου ότι οι εκλογές προσφέρουν πρόσφορο έδαφος για κάθε είδους εξαγγελίες, ο κεντρικός τραπεζίτης δεν διστάζει –όπως άλλωστε συνηθίζει, σε ανάλογες περιπτώσεις– να απευθύνει προειδοποιήσεις: «Προεκλογικά πρέπει να είμαστε συγκρατημένοι. Η αξιοπιστία της Ελλάδας πρέπει να διαφυλαχθεί γιατί χτίστηκε πολύ δύσκολα και είναι πολύ εύκολο να γκρεμιστεί σε 24ωρα. Και όταν λέμε αξιοπιστία εννοούμε τη δημοσιονομική, γιατί εκεί κατά το παρελθόν ήταν το μεγάλο μας πρόβλημα». Ο κ. Στουρνάρας προφανώς πέρασε το μήνυμα αυτό στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, με τον οποίο συναντήθηκε την Πέμπτη. «Το πολιτικό σύστημα πρέπει και προεκλογικά να είναι προσανατολισμένο στην αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, διότι πρέπει να εκπαιδεύσουμε και τον κόσμο», διεμήνυσε.
Aναφέρθηκε ειδικά στη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο θέμα των πλειστηριασμών, λέγοντας ότι τα έσοδα των διαχειριστών των κόκκινων δανείων (servicers) κατευθύνονται κυρίως στην εξυπηρέτηση των ομολόγων υψηλής διαβάθμισης των τραπεζών, ώστε να μην καταπέσουν οι κρατικές εγγυήσεις του «Ηρακλή». Αν καταπέσουν όλες οι εγγυήσεις, το χρέος θα επιβαρυνθεί με 18 δισ. ευρώ.
Βεβαίως, είναι γνωστό ότι στο θέμα αυτό δεν υιοθετήθηκε ούτε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ούτε από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για εταιρεία διαχείρισης ενεργητικού (bad bank), αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Ως δεύτερη προτεραιότητα, ο κ. Στουρνάρας αναφέρει την ανάγκη αύξησης του δυνητικού ΑΕΠ, του μακροπρόθεσμου ρυθμού ανάπτυξης, τον οποίο διεθνείς οργανισμοί, όπως το ΔNT, εξαιτίας και της γήρανσης του πληθυσμού, προσγειώνουν στην περιοχή του 1%-1,5%. Κατά τον κεντρικό τραπεζίτη, αυτό το ποσοστό πρέπει να αυξηθεί στο 2%-2,5% κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αύξηση της ολικής παραγωγικότητας. Και αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει ισχυρές μεταρρυθμίσεις, όπως λέει, δίνοντας έμφαση στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και στη δημόσια εκπαίδευση, ώστε να προσαρμοστεί στις ανάγκες της αγοράς. «Οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης», λέει, «έχουν αρνητικές συνέπειες στην οικονομία και στις επενδύσεις. Οσο για την εκπαίδευση, αντιμετωπίζουμε το φαινόμενο να έχουμε ανεργία 11% και παράλληλα έλλειψη εργατικών χεριών στον τουρισμό, στις κατασκευές και στον αγροτικό τομέα. Αυτή είναι μια δυσαρμονία που πρέπει να αντιμετωπισθεί».
Ο κ. Στουρνάρας προβληματίζεται και για την Ευρώπη, που πρέπει να προχωρήσει στα επόμενα βήματα στην κατεύθυνση της ολοκλήρωσης. Επισημαίνει ότι αρκετές χώρες-μέλη δεν έχουν ακόμη τοποθετηθεί στις σωστές κατά βάση προτάσεις της Κομισιόν για το Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο πρέπει οπωσδήποτε, κατά την άποψή του, να τροποποιηθεί. «Δεν μπορούμε να γυρίσουμε στο παλιό Σύμφωνο Σταθερότητας», υπογραμμίζει, «θα είναι οπισθοδρόμηση». Επίσης, υποστηρίζει ότι πρέπει να ολοκληρωθεί η τραπεζική ένωση. «Η έλλειψη ενός πανευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης καταθέσεων συμβάλλει στον κατακερματισμό του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ευρώπη», σχολιάζει.