Ο Larry Gus -μπορείτε να τον λέτε και Παναγιώτη Μελίδη– σιχαίνεται τα ηχητικά μηνύματα. Δεν αντέχει τη «με το στανιό» αμεσότητά τους, λέει, η απόσταση του γραπτού λόγου τον ανακουφίζει. Βέβαια, δύσκολα τον σταματάς όταν αρχίζει να μιλάει, είναι χειμαρρώδης, αλλά συγχρόνως, πολύ συνεσταλμένος.
Zητάει συνεχώς «ταπεινά συγγνώμη» επειδή σου δίνει να κρατάς την τσάντα του για όσο κρατά η φωτογράφηση, ζητάει πιο πολλά και πιο ταπεινά συγγνώμη επειδή έριξε τα ποτήρια με τα νερά στο τραπέζι. Κάθεται σταυροπόδι και σκυφτός κοιτώντας προς τα κάτω, στρέφει σπάνια το βλέμμα του προς το μέρος σου. Μασουλάει φυστίκια και πετάει με χαρακτηριστική ευκολία στην ίδια κουβέντα μπαρόκ συνθέτες και 70s σειρές μυστηρίου με τον Πίτερ Φολκ. Του λες κάτι και νομίζεις πως δεν σε άκουσε, όμως, μετά από λίγο καταλαβαίνεις πως ο συλλογισμός του καταλήγει εκεί ακριβώς που ήλπιζες αλλά πίστευες πως δεν θα πάει. Απλά πιάνει το νήμα από πιο μακριά, με μια ετοιμότητα που θα έβγαζε νόημα μόνο αν ήξερε από πριν τι θα του πεις (δεν ήξερε).
Έρχεται από ένα γύρισμα για ένα πρότζεκτ που έβαλε μπρος μια μέρα πριν. Βέβαια, σε λίγες μέρες θα ανέβει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης μαζί με την Αγγελική Παπούλια για το «George», ένα έργο που έγραψε μαζί με τον Ευθύμη Φιλίππου. Είναι η ιστορία ενος εξηντάρη που καταλήγει στο αναπόφευκτο: τον θάνατο. Η αφήγηση επί σκηνής θα ξεδιπλωθεί με πεζή αφήγηση και μουσικά ιντερλούδια από εκκλησιαστικό όργανο (στο οποίο βρίσκουμε τον ίδιο τον Larry Gus), κρουστά (Μανούσος Κλαπάκης) αλλά και τη Χορωδία της Κέρκυρας. Την ίδια μέρα, αυτή η «ιστορία κατασκόπων, στην οποία ο δολοφόνος βρίσκεται εντός σου», όπως την περιγράφει ο συνθέτης, θα κυκλοφορήσει ως δίσκος από την αμερικανική FourFour Records, και σε αυτή τη «studio version» την αφήγηση αναλαμβάνει ο Μπεν Γουίσοου (παλιός γνώριμος του Φιλίππου από τον «Αστακό»).
Όταν πήγα να τον βρω, είχα σε ένα χαρτί μαζί μου 12 ερωτήσεις. Τελικά, δεν του έκανα ούτε μία.
Από την ώρα που γύρισα από το Μιλάνο στην Ελλάδα, μιλούσαμε ιντερνετικά με τον Ευθύμη. Είχα ένα μπλογκ τότε που έγραφα συνέχεια και μια φορά μου έστειλε μήνυμα. Λέγαμε για έναν δίσκο του Λούτσιο Μπατίστι, δεν μπορούσε να τον βρει και του υποσχέθηκα ότι θα του τον φέρω εγώ. Αλλά δεν τον βρήκα ούτε εγώ.
Την πρώτη φορά που συνάντησα τον Ευθύμη, είχαμε ραντεβού σε ένα μαγαζί στο Κολωνάκι. Πήγα και καθόταν ήδη. Φορούσα μαύρο φούτερ, μαύρο τζιν, μαύρα παπούτσια. Ήρθε να με χαιρετήσει και φορούσε κι αυτός μαύρο φούτερ, μαύρο τζιν, μαύρα παπούτσια. Σηκωνόμαστε, δίνουμε τα χέρια, καθόμαστε, έρχεται η κοπέλα να μου πάρει παραγγελία και ζητάω ένα πράσινο τσάι. Και έρχεται και φέρνει δύο, γιατί είχε παραγγείλει και ο Ευθύμης το ίδιο. Ένιωσα σαν να είναι φίλος μου από τη Βέροια, που δεν το νιώθω εύκολα αυτό στην Αθήνα γιατί αισθάνομαι επαρχιώτης και κομπλεξικά.
Το 2018 μου έλεγε μήπως κάνουμε κάτι, ένα κείμενο και σκεφτόμασταν πώς θα μπορούσε να γίνει. Μετά μας ήρθε η ιδέα να γίνει ένας δίσκος με λόγο και μουσική κι έτσι ξεκίνησε το «George». «Δηλαδή, ποντκαστ» του έλεγα και δεν ήθελε να ακούει τη λέξη. Το έργο είναι πιο κοντά στο θέατρο, έχει βγει πολύ κουκουρούκου.
Από τα πρώτα βήματα ήταν να έρθει σπίτι μου και να του περάσω σε έναν σκληρό 45 GB μουσική μου. Του είπα να διαλέξει. Τελικά, δεν χρησιμοποιήσαμε τίποτα από εκεί κι όλα γράφτηκαν από την αρχή. Γιατί από τη στιγμή που είδαμε το κείμενο, καταλάβαμε ότι θέλει κάτι πιο απλό.
Όταν κάναμε έρευνα, ο Ευθύμης είχε βρει ένα βίντεο που η Χορωδία της Κέρκυρας τραγουδάει το «Κάποιος Γιορτάζει», το νεοκυματικό τραγούδι. Ήταν κάτι ωραίοι μεσήλικες, ήταν πολύ συγκινητικό πράγμα. Και σκεφτήκαμε ότι θα ήταν πολύ ωραίο το «George» να έχει ένα τραγούδι μέσα. Ψάχναμε ποιος να το πει και είπαμε για τη χορωδία. Μας βοήθησε πολύ και η Φανή Σκαρτούλη που είναι η παραγωγός. Εν τω μεταξύ, η μαέστρος της Χορωδίας της Κέρκυρας είναι μισή Βεροιώτισσα και το έμαθα μετά, τα ξαδέρφια της έχουν το βενζινάδικο που δούλευα όταν ήμουν μικρός, η πρώτη δουλειά που έκανα στη ζωή μου.
Η ιστορία αφορά έναν εξηντάχρονο και κάποιος άλλος μιλάει για τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Έχει κάτι από το «Διάφορες Επιλογές Πέτρος» του Ευθύμη, που ο Πέτρος έλεγε μια ιστορία για τον αδερφό του και είχε ανάμεσα μουσικά ιντερλούδια με τραγούδια που έλεγε ο ίδιος ο αφηγητής.
Δεν μας ένοιαζε αν θα είναι άντρας ή γυναίκα ο αφηγητής και αφού κάναμε τον δίσκο έτσι, είπαμε να είναι αλλιώς στο live. Είναι ένα τέλειο πράγμα, είναι σαν ψέματα.
Στα κρουστά είναι ο Μανούσος Κλαπάκης, ο μπαμπάς του ήταν στις δυνάμεις του Αιγαίου. Παίζει και με τον Ξυδάκη που τον είχα στις αναφορές μου για αυτό το έργο.
Είναι τόσα τα επίπεδα του γραψίματος του Ευθύμη που είναι σοκαριστικό. Το «George» είναι σχεδόν σαν κείμενο του Μπέρνχαρντ. Είναι σαν επεισόδιο «Columbo», ξέρεις ότι θα γίνει ο φόνος και το μυστήριο είναι να μάθεις πώς έγινε. Η μουσική κοντράρει ελάχιστα, είναι σαν να υπογραμμίζει όσα λέγονται.
Ο Ευθύμης είναι αυτό που ονομάστηκε και καλά «weird», αυτό είναι το πράγμα του. Δηλαδή το «George» είναι μια ιστορία που έχει τα πιο τρελά πράγματα μέσα και το διαβάζεις σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα. Κι αυτό που με σοκάρει είναι ότι νιώθεις λες και το έγραψε κιόλας με αυτή τη φυσικότητα.
Τα έργα του μοιάζουν με μια πρώτη ματιά να είναι θεοσόβαρα και βαριά και είναι όλα τόσο αστεία. Λέει σε ένα σημείο για κάποιον που είναι οκτώμιση χρονών και πάει στην κουζίνα και μαγειρεύει. Και κάθε φορά που φτάνουμε σε αυτό το σημείο εγώ σκέφτομαι ότι ο γιος μου είναι τόσο, δεν μπορεί να μαγειρέψει. Είναι τέλεια αυτή η εικόνα ενός παιδιού που μπορεί να κάνει πράγματα.
Έχω μάθει να κάνω δίσκους, να κάθομαι 8 μήνες, να γράφω 150 κομμάτια, να διαλέγω 15, να τα διορθώνω. Τώρα ήρθε ο Ευθύμης μια μέρα σπίτι μου, του λέω έχω γράψει αυτά τα 25. Μου λέει βάλε να τα ακούσουμε, θα κάνουμε αυτό, αυτό κι αυτό, τέλος.
Ενώ πάντα ήμουν μόνος μου σε όλα, τα τελευταία 4-5 χρόνια έχω μόνο συνεργασίες. Νιώθω πολύ καλά μέσα σε αυτό όταν το κάνω, αλλά θέλω συνέχεια να γυρίσω πίσω στο δικό μου πράγμα. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα οι άλλοι άνθρωποι, πρέπει να εναποθέσεις την εμπιστοσύνη σου σε κάποιον άλλο, έχω μάθει να έχω το 100% του δημιουργικού ελέγχου.
Το ωραίο είναι να κάνεις διαφορετικά πράγματα και να είναι ευχάριστα. Να βγαίνεις από το comfort zone σου. Είναι και στα χέρια ποιανού είσαι. Έχω περάσει και από τα δυο, είναι αυτά στα οποία σου λένε «Αυτό θα κάνεις» και είναι άλλα που είναι πιο συνεργατικά.
Το πρόβλημά μου πάντα ήταν ότι ένιωθα ότι δεν είμαι αρκετά καλός για να συνεργαστώ με τους ανθρώπους. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι δεν παίζει ρόλο, γιατί αυτό που έχει σημασία είναι απλά να είσαι παρών με τους άλλους. Και είναι πανδύσκολο.
Βέβαια, το μεγάλο μου κακό συγχρόνως είναι ότι είμαι πάρα πολύ αφελής και νομίζω ότι μπορώ να κάνω πράγματα και πολλές φορές καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να τα κάνω. Σκέφτομαι πάντα, αν ήμουν απ’ έξω και με έβλεπα, θα μου άρεσε αυτό το πράγμα; Θα με έκανε χαρούμενο; Πολλές φορές έχω αποδειχθεί κατώτερος των περιστάσεων γιατί μπαίνω πορωμένα. Είναι σαν να σου παίρνουν συνέντευξη για δουλειά και να λες ξέρω αυτά, ό,τι δεν ξέρω θα το έχω μάθει μέσα στον επόμενο μήνα και θα είμαι ο καλύτερος.
Υπάρχει ένα πράγμα που είναι το τι θέλεις να κάνεις και υπάρχει και το πόσο καλός είσαι, τι σημαίνει ταλέντο, τι σημαίνει ότι κάποιος το ‘χει ή δεν το ‘χει. Κάποιοι το ‘χουν περισσότερο, τι να κάνουμε, κάποιοι γράφουν πιο εύκολα ένα τραγούδι.
Nιώθεις συγκλονιστικά όταν καταλαβαίνεις ότι έχεις απέναντί σου ανθρώπους που είναι ανοιχτοί και στα λάθη σου, το ότι κάποιος σε δέχεται και για αυτά στα οποία προσπαθείς να είσαι καλός ή δεν είσαι. Κι εγώ προσπαθώ να το μάθω για τους συνεργάτες μου αυτό.
Δεν είμαι αυστηρός με τους άλλους. Είναι ένα από τα προβλήματά μου αυτό, ότι ακόμα φοβάμαι να μιλήσω. Επιλέγεις τους συνεργάτες κι αυτοί φέρνουν τα πράγματα. Μετά όλα είναι micro-managing.
Σιχαίνομαι τα ηχητικά μηνύματα. Γιατί σκέψου πόσο ωραία βρήκαμε τη συνθήκη τα τελευταία χρόνια να επικοινωνούμε ασύγχρονα. Να μπορούμε να λέμε «Καλησπέρα, θέλω να σου πω κάτι, το αφήνω εδώ, όποτε θέλεις πάρτο και με την ησυχία σου έλα πες μου τι θέλεις», να σκεφτείς, να έχεις τον χρόνο. Γλιτώσαμε με αυτόν τον τρόπο με τα τηλέφωνα, ειδικά εγώ που δεν την πάλευα ποτέ. Και τώρα ξαναήρθαμε στο να πρέπει να ακούς τεσσεράμιση λεπτά κάποιον, λες και είναι το προσωπικό του πόντκαστ κι έχει χαθεί έτσι αυτή η απόσταση. Αλλά, βέβαια, πώς να αποξενωθείς; Ειδικά εμείς, που είμαστε στη Μεσόγειο, εκ φύσεως είμαστε με το τηλέφωνο στο χέρι. Το ότι ξεκίνησαν τα SMS για εμένα ήταν το όνειρο της ζωής μου. Γραπτά οργανώνω καλύτερα τη σκέψη μου.
Θα ήθελα να βρω έναν τρόπο να ξεπεράσω την έννοια της δημιουργικότητας ως αυτοσκοπό. Είναι κάτι που σκέφτομαι πολλά χρόνια, ότι η δημιουργικότητα δεν λέει τίποτα γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί για τα πάντα. Έχουμε μεγαλώσει με έναν τρόπο που επικροτούμε αυτούς που είναι καλύτεροι, τους έχουμε κάνει role models και τους έχουμε αρχέτυπα. Και πάντα σκεφτόμουν ότι τα πιο ωραία πράγματα είναι αυτά που δεν έχουν όνομα γι’ αυτό είναι ωραία. Γι’ αυτό είναι ωραία η λαϊκή αρχιτεκτονική ή τα δημοτικά τραγούδια.
Θέλω να πεθάνει σαν ιδέα ότι ο Κιούμπρικ μπορεί να βασανίζει τη Σέλεϊ Ντιβάλ και να λέμε ότι είναι γαμάτο που το κάνει. Όση σημασία έχει αυτός, τόση έχει και ο άλλος ή η άλλη. Γι’ αυτό πρέπει να σταματήσουμε να θεωρούμε το ότι είναι δώρο Θεού ότι κάποιοι έχουν ταλέντο και να τους βάζουμε σε ένα κουτί και να τους προσκυνάμε.
Όταν βλέπω τον Μπόουι δεν με κάνει να θέλω να γράψω μουσική, γιατί είναι κάτι άπιαστο, εξωγήινο. Νιώθω καλύτερα με κάτι που μπορώ να το κάνω κι εγώ. Γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια τρελαίνομαι για τον Μπολάνιο, γιατί τον διαβάζεις και σκέφτεσαι ότι κι εσύ θα μπορούσες να το κάνεις. Και εννοείται δεν μπορείς. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από το να κάνεις τους άλλους να νιώθουν ότι μπορούν να το κάνουν και αυτοί.
Έχω μία ψύχωση τα τελευταία πέντε χρόνια με τα κοντσέρτα για όργανα του Χέντελ και τον Σκαρλάττι.
Εδώ και ένα εξάμηνο ακούω μόνο Beach Boys, έχω βυθιστεί στη ζωή του Μπράιαν Γουίλσον.
Με κάνουν χαρούμενο και ταυτίζομαι με τα πράγματα που είναι ειλικρινή, δε με νοιάζει τίποτα άλλο. Μικρότερος είσαι σε μια φάση που ψαρώνεις, το βλέπεις αλλιώς, μεγαλώνοντας υπάρχει μόνο η ειλικρίνεια.
Μερικές φορές θα ήθελα να είμαι πιο «κυριολεκτικός» και να μην καταλαβαίνω.
Τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει κάτι άλλο, είναι η πατρότητα. Αυτό βέβαια καμια φορά είναι το κακό. Η γονεϊκότητα είναι απλά άγχος και στρες, άγχος και στρες. Από τη φύση του αυτό το πράγμα είναι να «υπηρετείς» ένα άτομο για να γίνει ένα μεγάλο άτομο. Είσαι παρών και μετά λες, τι νόημα έχουν όλα τα άλλα;
Πριν καμια δεκαριά μέρες ξύπνησα και σκέφτηκα για πρώτη φορά «Είμαι μεγάλος», δεν το είχα ξανανιώσει ποτέ. Όποιος με ρωτούσε, του έλεγα πως νιώθω πως έχω μείνει στα 23 μου. Και ένα πρωί σηκώθηκα και σκέφτηκα «Είμαι 40», όχι σαν νούμερο, αλλά είμαι ένας μεγάλος άνθρωπος πια.
Αναπολώ, γιατί είμαι 40 χρονών και είμαι στην Αθήνα που έχει ήλιο και μου λείπει η βροχή. Η Βέροια μου λείπει πάρα πολύ. Θα ήθελα με έναν μαγικό τρόπο να γυρνούσα, ακόμα κι αν πρακτικά δεν γίνεται.
Το «George» σε κείμενο του Ευθύμη Φιλίππου και μουσική του Larry Gus θα κάνει πρεμιέρα στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης την Παρασκευή 27 Ιανουαρίου. Στην αφήγηση, η Αγγελική Παπούλια.