Το καράβι για την Πάτμο αναχώρησε από την Ερμούπολη στις δέκα και μισή το βράδυ, με τον βοριά φρεσκαρισμένο. Στο Αιγαίο οι μέρες είναι ένα ασταμάτητο παιχνίδι τύχης μαζί του: εμφανίζεται ένα ξημέρωμα και μπορεί να μείνει για μέρες. Τρυπώνει μέσα στα στενά και τρέχει πάνω στις βουνοπλαγιές, βουίζει μέσα στις χαραμάδες, κάνει τα παραθυρόφυλλα να χτυπούν και τα ξάρτια των ιστιοπλοϊκών να κροταλίζουν. Κουμαντάρει τη ζωή των νησιωτών, ορίζει τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν. Ο βαρκάρης δεν θα κινήσει να βγει μέσα στο μπουγάζι, το ποστάλι δεν θα λύσει τους κάβους, το απαγορευτικό θα στερήσει προμήθειες από τα νησιά και οι κάτοικοί τους δεν θα ταξιδέψουν. Ο βοριάς αρχίζει και ξεκινά όποτε του καπνίσει κι ενορχηστρώνει τη ζωή του Αιγαίου και εκείνο το βράδυ είχε αρχίσει πάλι τον χαβά του. Μας λυπήθηκε όμως και δεν αγρίεψε πολύ. Ούτε χειμώνα έφερε ούτε φουρτούνες, μόνο λίγη δροσιά και ένα μικρό μπότζι στο Ικάριο. Λένε πως ο φετινός χειμώνας θα είναι ήπιος και η ενεργειακή κρίση κάνει τους πάντες να το εύχονται.
Ξημερώματα Σαββάτου μπήκαμε στο απάγκιο λιμάνι της Πάτμου. Λίγοι λιμενικοί και μερικά ταξί και αμάξια περίμεναν στον ντόκο και οι επιβάτες που βγήκαν από το καράβι είχαν αυτή τη βιασύνη που χαρακτηρίζει κάθε αποβίβαση σε νησιώτικο λιμάνι. Για μένα, με μια τσάντα για ένα Σαββατοκύριακο μαζί μου, το νησί σήμαινε ένα και μόνο ένα πράγμα: ένα σκαρί και τον ναυπηγό του. Για φαντάσου, η κατασκευή ενός νέου καϊκιού αξιολογήθηκε ως γεγονός που έχρηζε δημοσιογραφικής επίσκεψης.
Και όμως, κάποτε τα ξύλινα σκαριά μας ήταν παντού, ζωντανό και αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των Ελλήνων: τα έβλεπες σε εξώφυλλα περιοδικών και δίσκων, σε ζωγραφιές και αφίσες του ΕΟΤ, στο πρώτο πλάνο κάθε θαλασσινού τοπίου, κάθε λιμανιού, κάθε θάλασσας. Τα παραδοσιακά ξύλινα σκάφη μας ήταν η εικόνα της ίδιας της Ελλάδας. Αλλά, ακόμα και τότε, ένα τέτοιο στολίδι μάλλον θα κατάφερνε να τραβήξει πάνω του όλα τα βλέμματα και θα ήταν «ένα καΐκι από το όνειρο», όπως θα μου έλεγε στο ίδιο λιμάνι, δύο βράδια αργότερα, ο ναυπηγός του όταν αποχαιρετιόμασταν.
Ποιος νοιάζεται όμως πια γι’ αυτά τα ξύλινα καΐκια, ποιος τα παραγγέλνει, πόσοι τα ναυπηγούν; Και αν αυτοί οι λίγοι που ξέρουν να τα χτίζουν, φύγουν, ποιοι θα συνεχίσουν; Αν απογοητευτούν και τα παρατήσουν, αν δεν έρχονται πια παραγγελίες, τότε τι θα απογίνει η μεγάλη αυτή τέχνη; Στο ναυπηγείο Patmos Marine, το επόμενο πρωί, άρχισα να βρίσκω μερικές απαντήσεις.
Επίσκεψη στο ναυπηγείο
Η διαδρομή από τη Σκάλα, το λιμάνι του νησιού, ως τον ταρσανά στο νότιο τμήμα του, στο Διακόφτι, έμοιαζε με αμέριμνη βόλτα στις αρχές των διακοπών. Ο ουρανός πάνω από το επιβλητικό Κάστρο της Χώρας, που τα κοίταζε όλα αφ’ υψηλού, είχε ένα χρώμα βαθύ μπλε. Η μεσαιωνική πολιτεία με τα αρχοντικά της κοίταζε αγέρωχα και γεμάτη θαλασσινές ιστορίες το πέλαγος. Όταν έφτασα στο ναυπηγείο, ο Κωνσταντίνος Χωριανόπουλος, ένας Σαμιώτης ξυλοναυπηγός που μόλις πάτησε τα σαράντα, βρισκόταν μέσα στα σπλάχνα ενός σκάφους. Μαζί με άλλους δύo μάστορες, έναν νεαρό βοηθό και έναν έμπειρο ελαιοχρωματιστή, πάλευαν μέσα στους σκαρμούς ενός τρεχαντηριού μήκους δώδεκα μέτρων – μια πρόσφατη παραγγελία.
Ήταν κάπως σαν να τον ήξερα τον Κωνσταντίνο, πριν καν τον συναντήσω: στο προφίλ του στο Facebook κρατάει ένα γενναιόδωρο ημερολόγιο των έργων του και όσοι ασχολούμαστε (με τον έναν ή τον άλλο τρόπο) με την παραδοσιακή μας ξυλοναυπηγική, τον γνωρίζουμε. Πήγα λοιπόν αυθόρμητα να τον αγκαλιάσω, με την οικείοτητα ενός «γνωστού», αλλά με απέτρεψε. «Κοίτα πώς είμαι… θα γεμίσεις πριονίδια», μου είπε. Τα ήξερα καλά όμως αυτά τα πριονίδια: όπως και ο δικός του παππούς, έτσι και ο δικός μου ήταν καραβομαραγκός. Η μυρωδιά του ναυπηγείου συνόδευε τις παιδικές μου μνήμες και μέσα της ένιωθα οικεία.
Τους θυμάμαι από μικρός τους μάστορες: λιγομίλητοι, βαρείς, με κινήσεις σαν υπνωτισμένες, σαν μαρμαρογλύπτες που σμιλεύουν ένα σπουδαίο άγαλμα ή σαν αγιογράφοι που ζωγραφίζουν σκαρφαλωμένοι στη σκαλωσιά τον τοίχο ενός ναού. Όσο τους φωτογράφιζα, αυτοί συνέχιζαν να δουλεύουν λες και δεν ήμουν καν εκεί. Αν δεν γνωρίζεις την τέχνη, αν δεν είσαι εκεί για να συνεισφέρεις, αν είσαι άσχετος, ένας τουρίστας, ένας επισκέπτης-παρατηρητής, οι ναυπηγοί έτσι κάνουν: σε προσπερνούν σαν να είσαι αόρατος. Έχουν αλλού το μυαλό τους. Το νιώθεις πως αυτό που κάνουν είναι σημαντικό, και οι ίδιοι το ξέρουν πολύ καλά. Και σε αυτό που κάνουν δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για τίποτα περιττό. Δεν υπάρχει περιθώριο για λάθος. Αυτά που φτιάχνουν δεν είναι για τη στεριά, και η θάλασσα δεν συγχωρεί. Μπορεί όμως να επιβραβεύσει.
Παραδίπλα, πάνω σε ένα όμορφο τουριστικό τρεχαντήρι, συναντώ έναν εκ των δύο ιδιοκτητών της ναυπηγοεπισκευαστικής μονάδας. Είναι ο Πέρος Καμίτσης, ένας πανύψηλος άνδρας που «αναδύεται» από το αμπάρι του μηχανοστασίου με μια στρατιά από εργαλεία τριγύρω του. Του ζητώ να σταθεί για μια φωτογραφία και, παρά τη φούρια που είχε να τελειώσει τη δουλειά, προσφέρει ένα αδιόρατο αλλά θερμό χαμόγελο. Είναι «το μυαλό» των τεχνικών θεμάτων, ένας από αυτούς τους ιδιοφυείς μηχανικούς των σκαφών (κάθε ναυτικός τόπος έχει τουλάχιστον έναν τέτοιο), και μαζί με τον αδερφό του Σώζων Καμίτση συνεχίζουν αυτό που ξεκίνησε ο πατέρας τους στο βόρειο άκρο του νησιού, στον Κάμπο. Μία επταετία μετά, εγκαταστάθηκε στο Διακόφτι. Εκεί είναι ακόμα, σε χώρο έκτασης 17 στρεμμάτων και δίπλα σε θαλάσσιο μέτωπο 250 μέτρων.
Το ναυπηγείο τους είναι, Σάββατο μεσημέρι, γεμάτο κίνηση και ζωή: ο Χωριανόπουλος με τους μάστορές του πολεμάνε στο τρεχαντήρι, ο Καμίτσης μαστορεύει έναν κινητήρα, στο βαφείο κάποιοι προχωράνε ένα άλλο σκάφος, ενώ ένας Σκανδιναβός μιλάει για τη χειμερινή στάθμευση του ιστιοπλοϊκού του μέσα στα γραφεία της επιχείρησης, που μοιράζονται τον χώρο με ένα κατάστημα που προσφέρει ποικίλο ναυτικό εξοπλισμό. Και το καλοκαίρι το διπλανό κτίριο λειτουργεί ως εστιατόριο, ανάμεσα από τα σκάφη και τα σκαριά.
Η γλώσσα των μαστόρων
Ο Κωνσταντίνος λήγει τις εργασίες της ημέρας και οι μάστορες ετοιμάζονται να φύγουν. Πηγαίνουμε στη Μεταμόρφωση και τη θαυμάζω. Το καΐκι αυτή τη στιγμή στέκεται έξω από τη θάλασσα, με ολοκληρωμένη την αρματωσιά του. Του λείπει μόνο η ιστιοφορία του.
Αρματωσιά, μια λέξη από τις τόσες που συνιστούν την κρυπτική γλώσσα των ναυτικών και των μαστόρων. Τη γλώσσα της θάλασσας, που καμία σχέση δεν έχει με τη γλώσσα της στεριάς. Μια γλώσσα που μαθαίνεται με χρόνο και κόπο, με αδιάκοπες ερωτήσεις και φευγαλέες απαντήσεις. Γιατί τα περάματα είχαν κάτσουλα, ποια πρέπει να είναι η διατομή της αντένας ενός λατινιού, τι διαφορά έχει η πλεύση ενός τρεχαντηριού κι ενός κούτουλου, πώς επηρεάζεται από τα διαφορετικά τους πλωριά ποδοστήματα; Μια θάλασσα από άγνωστες λέξεις και ένας θαυμαστός νέος κόσμος για όποιον προσπαθήσει να μπει σε αυτά τα βαθιά νερά. Και ποιος θα δώσει τις απαντήσεις; Είναι ελάχιστοι αυτοί που μπορούν.
Υπάρχει όμως εκείνο το βιβλίο του Κώστα Δαμιανίδη, η «Ελληνική Παραδοσιακή Ναυπηγική», έκδοση της ΕΤΒΑ του 1998, που ακόμα στέκει ως “βίβλος” στο χώρο. Του Κώστα Δαμιανίδη, που τα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει στο Μουσείο Ναυπηγικών και Ναυτικών Τεχνών στο Ηραίο της Σάμου ένα μικρό θαύμα: να «διασώσει» από όλη τη χώρα δεκατέσσερα σκαριά ιστορικής σημασίας, αντιπροσωπευτικό το καθένα των ιδιαίτερων τύπων της εγχώριας ξυλοναυπηγικής. Στο μουσείο εκείνο, που ανοίγει επίσημα σε έναν χρόνο, θα μπορεί κανείς να δει ιστορικά σκαριά, όπως τον σκιαθίτικο βαρκαλά Άγιος Δημήτριος του 1927 ή το σαμιώτικο τσερνίκι Άγιος Νικόλαος του 1910. Σκαριά που είναι χαρακτηρισμένα «μνημεία» από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Ένα από αυτά είναι και το τσερνικοπέραμα Μεταμόρφωση. Για την ακρίβεια, είναι αντίγραφο ενός παλαιότερου τσερνικοπεράματος που ονομαζόταν Μεταμόρφωση Σωτήρος και για χρόνια βρισκόταν στο Αγαθονήσι και παροπλίστηκε στη Σάμο το 1999. Εκεί το βρήκε ο Δαμιανίδης και προσπάθησε να πείσει τους τοπικούς φορείς να το διασώσουν, αλλά δυστυχώς βυθίστηκε το 2000 από εγκατάλειψη. Ανασύρθηκε με πολλές ζημιές και τα τμήματά του συλλέχθηκαν από το Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου» για να μελετηθούν. Αποτυπώθηκαν με όλη τους τη λεπτομέρεια σε μια μεγάλη σειρά σχεδίων και στη συνέχεια μελετήθηκε και σχεδιάστηκε το αντίγραφο του παλιού σκαριού Μεταμόρφωση Σωτήρος. Η κατασκευή του νέου καϊκιού ανατέθηκε από τον Δήμο Ανατολικής Σάμου στην Patmos Marine έπειτα από μειοδοτικό διαγωνισμό. Και, εν τέλει, εκεί κατασκευάστηκε με πολύ μεράκι και αγάπη από τον Κωνσταντίνο Χωριανόπουλο, που τώρα μοιράζεται μαζί μου τις τόσες γνώσεις του. Γνώσεις που απέκτησε όχι μόνο μεγαλώνοντας σε οικογένεια μαστόρων, αλλά και χτίζοντας σιγά σιγά μέσα στα χρόνια μια ναυτική βιβλιοθήκη με εκδόσεις από όλο τον κόσμο. Γνώσεις που θέλει να εφαρμόσει με μεράκι στα σκαριά που χτίζει, τα σκαριά που τα ονειρεύεται συνεχώς. Ενώ μιλάμε γι’ αυτά, φέρνει στο μυαλό του μια φράση ενός σπουδαίου παλιού μάστορα, του Ντίνου Κορακή ή Μαστρο-Ντίνου, που, όπως μου λέει, τον αντιπροσωπεύει: «Όταν πρωτοείδα τα καΐκια, ηλεκτρίστηκα».
Η παλιά Ελλάδα της θάλασσας
Θαυμάζοντας το νέο του έργο, την εντεκάμετρη ολόφρεσκη Μεταμόρφωση, που ανυπομονεί να πάει στη Σάμο για να τελέσει χρέη εκθέματος τον μισό χρόνο και τον άλλο μισό να κάνει εκπαιδευτικούς πλόες, παίρνουμε και μια ιδέα εκείνης της παλιάς Ελλάδας που ήταν γεμάτη σκαριά και ιστιοφορίες, κάτσουλες, λατίνια και σακολέβες.
Φεύγοντας από το ναυπηγείο μέσα στο τελευταίο φως της μέρας, ο δυτικός ορίζοντας παίρνει ένα νοσταλγικό χρώμα καλοκαιρινού δειλινού. Λίγες ώρες αργότερα, πλέοντας μέσα στο βράδυ προς την Ερμούπολη, πατρίδα άλλων μεγάλων μαστόρων της ξυλοναυπηγικής τέχνης, ο βοριάς έχει ξαναφρεσκάρει. Φαίνεται πως κατοικεί στις Κυκλάδες, πως εκεί είναι τα λημέρια του. Με μια πρώτη χειμωνιάτικη γεύση φθινοπώρου στο κατάστρωμα, σκέφτομαι τη δοτικότητα και τη γνώση του Κωνσταντίνου και πόσο πολύτιμο θα ήταν (και η δική του, αλλά και αυτή των –τόσο λίγων πια– άλλων μαστόρων μας) να διοχετευθεί σε νέα παιδιά μέσα στις επίσημες σχολές μαθητείας του Υπουργείου Πολιτισμού, που όπως φαίνεται σύντομα θα ανοίξουν. Εκεί θα παιχτεί ένα μεγάλο στοίχημα. Αν κερδηθεί, ίσως έχουμε τη σπάνια αυτή τύχη να δούμε κι άλλα καΐκια σαν τη Μεταμόρφωση, «καΐκια από το όνειρο», να χτίζονται και να πέφτουν στις θάλασσές μας.
Με μια ματιά
→ Η κατασκευή της Μεταμόρφωσης έγινε αποκλειστικά με σαμιώτικο πεύκο και για να ολοκληρωθεί χρειάστηκαν 290 μέρες εργασίας.
→ Η παραδοσιακή ναυπηγική χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο εγχώρια ξυλεία, όπως πεύκο, κυπαρίσσι, καραγάτσι, ευκάλυπτο, πουρνάρι, κ.ά.
→ Ο ελληνικός αλιευτικός στόλος, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Αλιευτικού Μητρώου, περιλάμβανε κατά την 31η Δεκεμβρίου 2020 συνολικά 13.950 ενεργά σκάφη. Αν και πριν από είκοσι χρόνια ο αριθμός αυτός ήταν υπερδιπλάσιος, αποτελεί ακόμη τον πολυπληθέστερο αλιευτικό στόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
→ Τα ξυλοναυπηγεία που κατασκευάζουν ακόμη καΐκια είναι περίπου 20 σε όλη την Ελλάδα, ενώ οι μάστορες που ασχολούνται με τις κατασκευές δεν ξεπερνούν τους 50. Υπάρχουν στο Πέραμα, στη Σάμο, στην Πάτμο, στην Κάλυμνο, στη Σύρο, στο Ηράκλειο, στον Βόλο, στην Ιερισσό, στη Χαλκίδα, στην Ερμιόνη, στην Αίγινα κ.α.
→ Το Μουσείο Ναυπηγικών και Ναυτικών Τεχνών του Αιγαίου ολοκληρώνεται το 2023 στο Ηραίο της Σάμου. Η συλλογή του περιλαμβάνει καΐκια από όλο το Αιγαίο, κατασκευασμένα στην πλειονότητά τους στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
→ Τα καΐκια του ΜΝΝΤΑ αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα διαφόρων τύπων παραδοσιακών καϊκιών, όπως τρεχαντήρι, πέραμα, τσερνίκι, τσερνικοπέραμα, σακολέβα-μαούνα, βαρκαλάς, κωπήλατη τράτα, βάρκα παπαδιά, περαματάκι από τη Λέσβο, κουρίτα, υδραίικος βαρκαλάς, γαΐτα και σκαμπαβία.