Ο νέος εµφύλιος πόλεµος στο Σουδάν και ο εγκλωβισµός τουλάχιστον 150 Ελλήνων και των µελών των οικογενειών τους, κατά κύριο λόγο στο Χαρτούµ, ενεργοποίησαν –από την πρώτη ηµέρα των συγκρούσεων ανάµεσα σε στρατό και παραστρατιωτικούς– συζητήσεις µεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Αµυνας σχετικά µε το ενδεχόµενο επιχείρησης µεταφοράς τους µακριά από την εµπόλεµη ζώνη.
Μάλιστα καταγράφηκαν και κάποιες µάλλον βιαστικές διαρροές περί επιχείρησης µε τη χρήση ναυτικών µέσων, παραβλέποντας το γεγονός ότι µια φρεγάτα θα χρειαζόταν 5-6 ηµέρες για να φθάσει από την Ελλάδα στην Ερυθρά Θάλασσα και στο Πορτ Σουδάν, το οποίο µε τη σειρά του απέχει οδικώς 800 χιλιόµετρα από το Χαρτούµ. Τέτοιου βεληνεκούς επιχειρήσεις µπορεί να εκτελέσουν χώρες µε ένοπλες δυνάµεις και παρουσία της τάξης των ΗΠΑ ή συνδυαστικά σε πολυεθνικό επίπεδο ΝΑΤΟ ή Ε.Ε.
Ο συνειρµός, βέβαια, ήταν αναµενόµενος, καθώς στο παρελθόν το Πολεµικό Ναυτικό έχει οργανώσει και εκτελέσει δύο επιχειρήσεις απεγκλωβισµού Ελλήνων οµογενών, πολιτών και ξένων υπηκόων, το 1993 από το Σουχούµι της Αµπχαζίας (1.015 άτοµα) και το 2014 από την Τρίπολη της Λιβύης (186 άτοµα).
∆εδοµένου ότι οι Ευρωπαίοι ευθύς εξαρχής απέτυχαν να συντονιστούν και οι τέσσερις βασικές χώρες, Γαλλία, Γερµανία, Ιταλία και Ισπανία, κινήθηκαν σε εθνικό επίπεδο, η ελληνική διπλωµατία προχώρησε άµεσα στη διερεύνηση των δυνατοτήτων συνεργασίας µαζί τους, προκειµένου να εξαγάγει όσους από τους περίπου 150 Ελληνες και τις οικογένειές τους επιθυµούσαν να εγκαταλείψουν την εµπόλεµη ζώνη.
Επαφές έγιναν, βεβαίως, και µε τους Αµερικανούς, οι οποίοι κατά κανόνα σε αυτές τις περιπτώσεις κινούνται µόνοι τους, όπερ και εγένετο. Παραδόξως, ο διπλωµατικός συντονισµός µε το Λονδίνο αποδείχθηκε πολύ αποτελεσµατικός. Οι βρετανικές βάσεις στην Κύπρο χρησιµοποιήθηκαν για τις επιχειρήσεις απεγκλωβισµού πολιτών υπό την αιγίδα της Βασιλικής Αεροπορίας, η οποία και προτιµήθηκε (έναντι της ελλαδικής προσφοράς) από τους Κύπριους πολίτες που ήθελαν να αποχωρήσουν από το Σουδάν.
Κάπως έτσι δόθηκε διστακτικά η έγκριση για την απογείωση δύο αεροσκαφών της Πολεµικής Αεροπορίας C-130 και C-27 για το Ασουάν της Αιγύπτου µε πλήρη ιατρική οµάδα και 13 άνδρες του Ειδικού Τµήµατος Αλεξιπτωτιστών (ΕΤΑ) της ∆ιοίκησης Ειδικού Πολέµου (∆ΕΠ) του ΓΕΕΘΑ. Ο δισταγµός συνδεόταν όχι µόνο µε την ανάγκη να σταλούν αυτές οι δυνάµεις χωρίς τη δυνατότητα ουσιαστικής παρέµβασης στο έδαφος λόγω του συµβολικού µεγέθους και οργάνωσης, αλλά και λόγω του φόβου για την πτητική κατάσταση των αεροσκαφών.
Είναι γνωστό το πρόβληµα του στόλου των µεταγωγικών της Π.Α. και δη των C-130, αλλά και των πολύ πιο σύγχρονων C-27, τα οποία βρίσκονται πάντως σε καλύτερη κατάσταση. Μια ένδειξη του πρώτου C-27 που προσγειώθηκε στην Ελευσίνα το πρωί της Τρίτης τρόµαξε πρόσκαιρα τους επιτελείς, ωστόσο έπειτα από κάποιες περιορισµένου χαρακτήρα επισκευές τεσσάρων ωρών το αεροπλάνο συνέχισε τα δροµολόγια προς Ασουάν και Τζιµπουτί.
Η δυνατότητα που δόθηκε για στάθµευση στο Τζιµπουτί εξαρχής απορρίφθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών, απ’ όπου ήθελαν να εκµεταλλευθούν τις άριστες σχέσεις µε την Αίγυπτο σε αυτή τη φάση. Ο υπουργός Εξωτερικών της Αιγύπτου Σάµεχ Σούκρι διαβεβαίωσε τον οµόλογό του Νίκο ∆ένδια ότι το Κάιρο θα διευκολύνει οποιαδήποτε προσπάθεια αναλάβουν οι ελληνικές Ενοπλες ∆υνάµεις για τον απεγκλωβισµό πολιτών από το Χαρτούµ. Επιπλέον, για την Αίγυπτο η κατάσταση στο Σουδάν αποτελεί µέληµα εθνικής ασφάλειας ύψιστης κατηγορίας και η Αθήνα θέλησε να εκπέµψει και αυτό το µήνυµα προς το Κάιρο και όχι απλώς να στείλει δυνάµεις που θα συνωστίζονταν εκ των πραγµάτων µε τους υπόλοιπους ∆υτικούς στο Τζιµπουτί των πολυάριθµων στρατιωτικών βάσεων (ΗΠΑ, Κίνα, Γαλλία, Ιταλία, Σαουδική Αραβία, Ιαπωνία κ.ά.).
Μετά τον απεγκλωβισµό των πρώτων 70 Ελλήνων ξεκίνησαν εντατικές συζητήσεις µε Γάλλους, Γερµανούς και Βρετανούς, οι οποίοι τις τελευταίες ηµέρες ελέγχουν τη στρατιωτική βάση Ουαντί Σεϊντνά στα βόρεια του Χαρτούµ, απ’ όπου απογειώνονται τα αεροσκάφη µε Ευρωπαίους προς το Τζιµπουτί και από εκεί µέσω ασφαλούς αεροδιαδρόµου προς την Ευρώπη.
Τελικά σε συνεργασία µε τους Βρετανούς δόθηκε στην ελληνική αποστολή ένα χρονικό «παράθυρο» µεταξύ 13.00 και 14.00, χρόνος ο οποίος ήταν επαρκής προκειµένου να επιβιβασθούν συνολικά 39 άτοµα και το C-130 να απογειωθεί µε προορισµό την Ελευσίνα. Με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά ολοκληρώθηκε η εµπλοκή των ελληνικών Ενόπλων ∆υνάµεων το βράδυ της Τετάρτης.
Σε κάθε περίπτωση, η µέχρι τώρα συµµετοχή των Ενόπλων ∆υνάµεων σε µια επιχείρηση µεγάλης εµβέλειας που απαιτεί συντονισµό µε πολλούς και διαφορετικούς συµµάχους θεωρείται από τους αρµοδίους καθαρό κέρδος. Θεωρητικά, µε βάση τη «Στρατηγική Πυξίδα» της Ε.Ε., το 2025 θα έχει συγκροτηθεί µια ευρωπαϊκή οµάδα µε δυνατότητα ταχείας παρέµβασης (Rapid Deployment Capacity – RDC), σε µέρη όπου διακυβεύονται συµφέροντα Ευρωπαίων πολιτών. ∆εδοµένου ότι οι Ανατολικοευρωπαίοι σαµποτάρουν αυτή τη διαδικασία καθώς θεωρούν ότι υπονοµεύει το ΝΑΤΟ, το επόµενο… Χαρτούµ θα έχει και πάλι σφραγίδα εθνική.