Η Federal Reserve ενδέχεται σύντομα να οδηγηθεί σε αντιστροφή της πορείας προς περιοριστική νομισματική πολιτική και εν ολίγοις να αναγκαστεί να μειώσει τα επιτόκια για να στηρίξει τη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη.
Η αιτία θα είναι βέβαια η διαφαινόμενη ύφεση στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου που προκύπτει όχι τόσο από τη μείωση των προσλήψεων στις αμερικανικές επιχειρήσεις, όσο προπαντός από τις αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου που αρχίζουν να προδίδουν την ανησυχία των επενδυτών για το εγγύς μέλλον.
Τουλάχιστον αυτό φαίνεται να προκύπτει από μία εκ των σημαντικότερων ενδείξεων που αποτελούν πηγή ανησυχίας για την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ: ο λόγος για την αντιστροφή της καμπύλης των αποδόσεων, όπως ονομάζουν οι οικονομολόγοι την κατάσταση εκείνη στην οποία οι αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων ομολόγων κινούνται ανοδικά με αποτέλεσμα να μειώνεται η διαφορά τους από τις αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων.
Οταν επικρατεί νηνεμία σε μια οικονομία, πολλώ δε μάλλον όταν μια οικονομία αναπτύσσεται, οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων είναι υψηλότερες από εκείνες των βραχυπρόθεσμων, καθώς το μακροπρόθεσμο χρέος περιβάλλεται από σαφώς περισσότερη αβεβαιότητα.
Οταν αυξάνονται, όμως, οι αποδόσεις του βραχυπρόθεσμου χρέους και μειώνεται η διαφορά τους από τις αποδόσεις του μακροπρόθεσμου χρέους, τότε είναι σαφές πως η αγορά προβλέπει ύφεση.
Από τον Νοέμβριο η απόσταση αυτή έχει μειωθεί σημαντικά και τις τελευταίες ημέρες έχει μειωθεί περαιτέρω. Στη διάρκεια του περασμένου έτους, ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ τόνισε πως η πιο αξιόπιστη προειδοποίηση για επικείμενη ύφεση είναι ακριβώς αυτή η μεταβολή στην καμπύλη των αποδόσεων των αμερικανικών κρατικών ομολόγων.
Πράγματι ο φόβος πως επίκειται ύφεση έχει επανέλθει τις τελευταίες εβδομάδες, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της αναταραχής που προκάλεσε στο τραπεζικό σύστημα της υπερδύναμης η κατάρρευση της περιφερειακής τράπεζας Silicon Valley Bank και της ανησυχίας των επενδυτών πως η αναταραχή αυτή θα προκαλέσει πιστωτική ασφυξία και θα πλήξει την ανάπτυξη.
Στη διάρκεια του περασμένου έτους η Fed εγκαινίασε και προώθησε επιθετικά μια στροφή σε περιοριστική νομισματική πολιτική και έχει επανειλημμένως προϊδεάσει την αγορά για περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων προκειμένου να καμφθεί ο πληθωρισμός.
Βλέποντας όμως πώς κινούνται οι αποδόσεις των ομολόγων, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως οι αυξήσεις των επιτοκίων έχουν ήδη αρχίσει να πλήττουν την οικονομική ανάπτυξη και να προεξοφλούν μειώσεις μέσα στο έτος. Την εντύπωση πως ήδη πλήττεται η οικονομία από τη μεγάλη και απότομη αύξηση του κόστους του δανεισμού τείνουν, άλλωστε, να δικαιώσουν και τα στοιχεία που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα σχετικά με την κατάσταση στην αμερικανική αγορά εργασίας.
Στη διάρκεια του Μαρτίου οι αμερικανικές επιχειρήσεις προσέθεσαν 236.000 θέσεις εργασίας στα μισθολόγιά τους. Ο αριθμός αυτός σηματοδοτεί επιβράδυνση των προσλήψεων και προδίδει πως οι επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων από τη Fed έχουν αρχίσει να επηρεάζουν σαφώς την οικονομία.
Την εντύπωση πως ήδη πλήττεται η οικονομία από τη μεγάλη και απότομη αύξηση του κόστους του δανεισμού δικαιώνουν και τα στοιχεία Μαρτίου για επιβράδυνση των προσλήψεων.
Και όπως επισημαίνουν αναλυτές του ομίλου Citi, όταν βλέπει κανείς τις καμπύλες των αποδόσεων των ομολόγων, τις πρόσφατες εξελίξεις στους οικονομικούς δείκτες, την προσφορά χρήματος και την επιβράδυνση στην αγορά εργασίας, τότε καταλαβαίνει για ποιο λόγο θεωρούν οι παράγοντες της αγοράς ότι υπάρχει κάποιο λάθος στη συλλογιστική της Fed και ειδικότερα στην πεποίθησή της ότι πρέπει να εξακολουθήσει να αυξάνει τα επιτόκια του δολαρίου. Επιμένοντας στην πολιτική ανάσχεσης του πληθωρισμού, η Fed προχώρησε τον περασμένο μήνα σε νέα αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης. Οταν όμως εκδηλώθηκε η μίνι τραπεζική κρίση των περιφερειακών αμερικανικών τραπεζών, η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ άφησε να εννοηθεί πως βρίσκεται κοντά στο τέλος αυτής της στροφής στην περιοριστική νομισματική πολιτική και ίσως σύντομα διακόψει τις αυξήσεις των επιτοκίων. Αυτή η μίνι τραπεζική κρίση προκαλέσει ανησυχία σε στελέχη επιχειρήσεων, επενδυτές και οικονομολόγους, πολλοί από τους οποίους εκτιμούν ότι ακόμη κι αν βρίσκεται στο τέλος της ενδέχεται να φέρνει πιο κοντά τον κίνδυνο της ύφεσης στην υπερδύναμη. Ανάμεσά τους και ο Τζέιμι Ντίμον, διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan Chase & Co., που προβλέπει μεν ότι η μίνι τραπεζική κρίση οδεύει στο τέλος της, αλλά επιμένει πως έχει αυξήσει τον κίνδυνο της ύφεσης. Ο Τζέιμι Ντίμον είναι 67 ετών και διευθύνει την JP Morgan Chase από το 2005. Είναι ο μοναδικός διευθύνων σύμβουλος που έζησε την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 υπό την ιδιότητα διευθυντικού στελέχους τράπεζας και παραμένει ακόμη επικεφαλής ενός τραπεζικού κολοσσού.