Μπορεί η πρωτεύουσα της Σικελίας να παραμένει ιστορικά συνδεδεμένη με το οργανωμένο έγκλημα, όμως μια νέα γενιά κατοίκων χτίζει μια πιο αντιπροσωπευτική συλλογική μνήμη, τόσο για τους ντόπιους όσο και για τους επισκέπτες της πόλης. Το ταξιδιωτικό γραφείο Addiopizzo, παράρτημα ενός ομώνυμου τοπικού κινήματος, οργανώνει τα τελευταία χρόνια μια σειρά από τουριστικές δράσεις που εστιάζουν στην ιστορία των θυμάτων της Μαφίας. Όπως μια επίσκεψη στην περιοχή Καπάτσι, εκεί όπου μια έκρηξη 350 κιλών δυναμίτη σκότωσε τον δικαστή Τζοβάνι Φαλκόνε, τη σύζυγό του Φραντσέσκα και τρεις αστυνομικούς το 1992. Αλλά και ένα ποδηλατικό οδοιπορικό στο Κορλεόνε, γενέτειρα υπερβολικά πολλών μελών της Μαφίας, αλλά και σημαντική πηγή αντίστασης απέναντι στην Κόζα Νόστρα.
Ένας λαός χωρίς αξιοπρέπεια;
Το 2004, μια παρέα νέων στο Παλέρμο κατέστρωνε ένα σχέδιο για το άνοιγμα μιας παμπ στο κέντρο της πόλης. Δουλεύοντας πάνω στον προϋπολογισμό του πρότζεκτ, ένας από τους φίλους υπολόγισε στα έξοδα και το περίφημο «pizzo», τη συνηθισμένη πληρωμή προς τη Μαφία για προστασία. Η νεανική παρέα συνειδητοποίησε ότι αυτό το έξοδο δεν ήταν φυσιολογικό. Και ήταν καιρός κάποιος να αντιδράσει. Μια πρώτη, ανώνυμη, δράση ήταν η παραγωγή μικρών αυτοκόλλητων που έκαναν την εμφάνισή τους στους δρόμους του κεντρικού Παλέρμο εκείνο το καλοκαίρι. Τα αυτοκόλλητα είχαν πάνω τους τη φράση «ένας λαός που πληρώνει για προστασία είναι ένας λαός χωρίς αξιοπρέπεια». Έναν χρόνο αργότερα, το κίνημα Addiopizzo –αντίο, πληρωμή προστασίας– ξεκίνησε να παίρνει οργανωμένη μορφή.
«Εκείνη την εποχή, μια ολόκληρη κοινωνία αποδεχόταν την κυριαρχία της Μαφίας και το pizzo, το καλύτερο εργαλείο για την επιβολή της δύναμής της. Μια λογική σκέψη για μια πιθανή λύση ήταν όλο αυτό να μετατραπεί σε ένα πρόβλημα που αφορά όλη την κοινωνία, που αφορά τον κάθε ένα από εμάς», λέει στο «Κ» ο Εντοάρντο Τζαφούτο, συνιδρυτής του ταξιδιωτικού σκέλους του Addiopizzo και εθελοντής του αρχικού κινήματος.
Ο Τζαφούτο και η ομάδα του συνεργάζονται σήμερα με ένα δίκτυο που αποτελείται από περίπου 1.000 τοπικές επιχειρήσεις, που λένε «όχι» στην πληρωμή για προστασία. Ανάμεσά τους καταστήματα, ξενοδοχειακές μονάδες, φάρμες, μεταφορικές υπηρεσίες και εστιατόρια, σημεία όπου οι επισκέπτες συναντούν το σήμα «Pago chi non paga», δηλαδή «πληρώνω όποιον δεν πληρώνει». Το ταξιδιωτικό γραφείο λειτουργεί ως κοινωνική επιχείρηση και γεννήθηκε το 2009, βασισμένο στην ιδέα ότι το κίνημα μπορούσε να ενισχυθεί και από τους επισκέπτες της πόλης. Άλλωστε, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έστελναν μηνύματα στην οργάνωση και ενδιαφέρονταν για μια πιο ηθική καταναλωτική συμπεριφορά, έναν από τους κύριους στόχους του κινήματος.
Παράλληλα, το κίνημα στηρίζει εκείνους που αντιστέκονται, παρέχοντας δωρεάν βοήθεια σε θύματα εκβιασμών, ενώ ενθαρρύνει επιχειρηματίες να κάνουν καταγγελίες, στηρίζοντάς τους σε νομικό επίπεδο. Οι εθελοντές συνεργάζονται επίσης με την αστυνομία, με εισαγγελικές αρχές αλλά και τοπικούς φορείς για θέματα εργασίας και εκπαίδευσης. Η οργανωμένη, πολυεπίπεδη αντίδραση φέρνει μια πολιτιστική επανάσταση, όμως τα αναμνηστικά αντικείμενα που συνεχίζουν τον μύθο της Μαφίας βρίσκονται ακόμη σε πολλά σημεία της πόλης. Γιατί η Μαφία απέκτησε τέτοιο «γκλάμουρ» χαρακτήρα;
Η παραπλάνηση του σινεμά
«Ένας από τους πιο σημαντικούς στόχους μας, όταν ερχόμαστε σε επαφή με ξένους, είναι να ασχοληθούμε με τα κλισέ που δίνουν μια εντελώς λανθασμένη εικόνα της πόλης», τονίζει ο Τζαφούτο. «Εδώ και πάρα πολύ καιρό, και όχι μόνο στο Χόλιγουντ, αλλά ακόμα και σε τοπικό επίπεδο, η Μαφία κατάφερνε να παρουσιάζεται ως καλή, με έναν κώδικα τιμής, ως προστάτης γυναικών και παιδιών, ένα είδος Ρομπέν των Δασών, υπέρ των φτωχών. Μιλώντας ιστορικά, όμως, ο μηχανισμός της ξεκίνησε τον 19ο αιώνα, για να προστατεύσει τα δικαιώματα των κτηματιών απέναντι στους πιο φτωχούς. Τη δεκαετία του ’70, ο Νονός έδωσε μεγάλη ώθηση σε όλο αυτό, άλλωστε στις Ηνωμένες Πολιτείες πάντα αγαπούσαν τις γκανγκστερικές ιστορίες. Παρακολουθούσαμε τον αντι-ήρωα, με έμφαση στην προσωπικότητα και στα συναισθήματά του, εστιάζοντας στην οικογενειακή του τραγωδία, χωρίς ποτέ να ακούγονται τα θύματα. Σήμερα μαθαίνουμε τις ιστορίες της άλλης πλευράς».
Όπως και πολλά άλλα μέλη του Addiopizzo, ο Τζαφούτο ήταν ακόμη παιδί όταν, το 1991, η Κόζα Νόστρα είχε σκοτώσει τον Λίμπερο Γκάσι, έναν επιχειρηματία που είχε αρνηθεί να πληρώσει για προστασία στο Παλέρμο. Έναν χρόνο αργότερα, η Μαφία δολοφόνησε δύο από τους μεγαλύτερους εχθρούς της, τον δικαστή Φαλκόνε και τον συνάδελφό του Πάολο Μπορσελίνο. Οι δολοφονίες ώθησαν τους πολίτες του Παλέρμο να κατέβουν στον δρόμο και να φωνάξουν «basta», δηλαδή «φτάνει, ως εδώ».
«Η Μαφία συνειδητοποίησε ότι αυτές οι δολοφονίες ήταν τεράστιο λάθος, και έτσι τα επόμενα χρόνια χαμήλωσαν το προφίλ τους. Υπήρχε λιγότερη βία και η προσπάθειά τους εστιάστηκε στο να γίνουν πιο νόμιμες οι δραστηριότητές τους, επιστρέφοντας σε μια πιο παραδοσιακή στρατηγική, εκείνη των συμφωνιών με την πολιτική σκηνή, χωρίς βίαιες επιθέσεις προς το κράτος και την κοινωνία», σημειώνει ο Τζαφούτο.
Τα επόμενα χρόνια κύλησαν πιο ήσυχα, τα καταστήματα πλήρωναν για προστασία, το pizzo κρατούσε γερά και κανείς δεν μιλούσε ανοιχτά γι’ αυτό. Χωρίς να φαίνεται τόσο, η Μαφία παρέμενε σταθερή δύναμη. Πόσο επικίνδυνο είναι να συμμετέχεις σήμερα στο κίνημα Addiopizzo; «Δεν θεωρούμε ότι είναι επικίνδυνο», λέει ο Τζαφούτο. «Η αλήθεια είναι ότι, όταν ξεκινήσαμε, δεν γνωρίζαμε πώς θα αντιδρούσε η Μαφία. Ξεκινήσαμε ανώνυμα, όμως σιγά σιγά καταλάβαμε ότι είχαμε τη στήριξη της τοπικής κοινωνίας. Το δίκτυό μας αναπτύσσεται. Βέβαια, δεν ξέρεις ποτέ αν θα αλλάξουν στάση. Αυτή τη στιγμή είναι σε κρίση, και είναι αρκετά έξυπνοι για να καταλάβουν ότι οι βόμβες δεν κάνουν καθόλου καλό στην εικόνα τους».
Την ίδια στιγμή, στοιχεία για το πώς δουλεύει ο μηχανισμός του pizzo συλλέγονται μέσα από αστυνομικές αναφορές και λογιστικά βιβλία, μεταξύ άλλων. Σύμφωνα με τους εθελοντές του κινήματος, τα στοιχεία δείχνουν ότι η πληρωμή λειτουργεί σαν άτυπο «φορολογικό σύστημα» και είναι πάντα ανάλογη του μεγέθους της επιχείρησης. Μια μεσαία επιχείρηση π.χ. μπορεί να καταβάλλει 200-300 ευρώ μηνιαίως, ενώ μια πολύ μικρή ένα συμβολικό ποσό, που σκοπό έχει να δείξει ότι η πληρωμή παραμένει «φυσιολογικό» κομμάτι της ζωής της πόλης. Συγχρόνως, νέοι παίκτες του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος, όπως η οργάνωση Black Axe (Μαύρο Τσεκούρι) της Νιγηρίας, συναγωνίζονται, αλλά και συνεργάζονται, σήμερα με την Κόζα Νόστρα. Η τελευταία δραστηριοποιείται πια στον κατασκευαστικό τομέα, σε ξενοδοχειακές μονάδες πολυτελείας αλλά και στην «πράσινη» οικονομία – ο 60χρονος Ματέο Μεσίνα Ντενάρο, εκ των αρχηγών της, τον οποίο η αστυνομία του Παλέρμο συνέλαβε πρόσφατα σε κλινική της πόλης ύστερα από κυνήγι τριάντα ετών, είχε αναπτύξει δραστηριότητα στον χώρο της αιολικής ενέργειας.
Suburra και Gomorrah
Από τη λογοτεχνία μέχρι την ποπ κουλτούρα, η Σικελία δεν χάνει την αίγλη της. Ο μεγαλοπρεπής χορός στον Γατόπαρδο, το μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Λουκίνο Βισκόντι το 1963, μεταφέρει ένα τέλος εποχής στη Σικελία του 19ου αιώνα. Σήμερα, η δεύτερη σεζόν του βραβευμένου White Lotus μάς ταξιδεύει στα palazzi, στις βίλες και στις παραλίες του νησιού. Και τα περίφημα αραντσίνι (ρυζοκροκέτες) παραμένουν ακόμη αγαπημένο φαγητό του δρόμου. Από την άλλη, η ιστορία του ιταλικού οργανωμένου εγκλήματος συναρπάζει ακόμη. Έρευνες, όπως εκείνη του δημοσιογράφου-συγγραφέα Ρομπέρτο Σαβιάνο, που έγινε βιβλίο, ταινία και τηλεοπτική σειρά (Gomorrah), περιγράφουν το σύστημα της Μαφίας, μαζί με τη νοσηρότητα της ζωής του υποκόσμου της Νάπολης. Στο Netflix, η σειρά Suburra εστιάζει στις σχέσεις του οργανωμένου εγκλήματος με το κράτος και την Καθολική Εκκλησία, ενώ δεν λείπει και η καθαρή σάτιρα, όπως στο σίριαλ Incastrati, που ακολουθεί δύο Ιταλούς που γίνονται μάρτυρες ενός μαφιόζικου χτυπήματος.
Στο μεταξύ, τα τελευταία χρόνια, τα γραφεία του Addiopizzo βρίσκονται σε ένα κτίριο που κάποτε ανήκε στον Μάσιμο Σπαντάρο, επιφανές μέλος της Κόζα Νόστρα, τον οποίο είχε συλλάβει ο Φαλκόνε τη δεκαετία του ’80. Μπροστά από το κτίριο υπάρχει μια πλατεία στην οποία ο Φαλκόνε και ο Μπορσελίνο έπαιζαν ποδόσφαιρο όταν ήταν παιδιά. Πριν από κάποια χρόνια, το κεφάλαιο Μαφία δεν υπήρχε στους τουριστικούς οδηγούς, ενώ σήμερα, εκτός από το Addiopizzo, υπάρχουν και άλλα τουριστικά γραφεία που οργανώνουν αντίστοιχες δράσεις. Η Μαφία, όμως, παραμένει δυνατή. «Πριν από επτά με οκτώ χρόνια ξεκινήσαμε να δουλεύουμε με παιδιά και νέους σε παλιές γειτονιές της πόλης, υποβαθμισμένες περιοχές με τεράστια προβλήματα ανεργίας και εγκληματικότητας, όπου η ζωή είναι δύσκολη. Κλασικές περιοχές όπου η Κόζα Νόστρα στρατολογεί νέα μέλη», καταλήγει ο Τζαφούτο. «Όταν χτύπησε η Covid-19 και ήμασταν σε καραντίνα, τα οικονομικά προβλήματα των πιο ευάλωτων έγιναν ακόμα πιο έντονα. Η Μαφία τότε άρχισε να μοιράζει δωρεάν φαγητό και χρήματα σε φτωχές οικογένειeς, ένας τρόπος για να δημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης. Ξεκινήσαμε και εμείς να κάνουμε το ίδιο – κινήσεις τις οποίες θα έπρεπε να έχουν αναλάβει οι τοπικοί παράγοντες. Δεν αρκεί να σταματήσεις να πληρώνεις για προστασία. Το θέμα είναι να μη φτάσουν και οι άλλοι μισοί να γίνουν οι ίδιοι εκβιαστές, γιατί έχουν ελάχιστες δυνατότητες να κάνουν οτιδήποτε άλλο».