Η 25η Μαρτίου, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι, όπως για την Ελλάδα, έτσι και για τον σκληρό ήχο, εμπεριέχει τον όρο «επανάσταση». Κι αυτό, διότι, σαν σήμερα, το 1972, κυκλοφόρησε ένα από τα πιο καθοριστικά χαρντ ροκ άλμπουμ και σαφέστατα το σημαντικότερο των Deep Purple, το Μachine Head. Ενα, πραγματικά, επαναστατικό άλμπουμ.
Ολα έμελλε να εκτυλιχθούν στο Μοντρέ, μια από τις πιο όμορφες πόλεις της Ελβετίας, χτισμένη στις όχθες της λίμνης της Γενεύης (Leman). Καταχείμωνο του 1971 και οι Deep Purple είναι προσκεκλημένοι του διοργανωτή του ετήσιου φεστιβάλ τζαζ, που διεξάγονταν από το 1967 στο κτίριο του τοπικού πασίγνωστου καζίνου (από το 1993 φιλοξενείται στο Montreux Music & Convention Center).
Το αγγλικό συγκρότημα, 1,5 χρόνο πριν, θα κάνει τρεις κομβικές κινήσεις, οι οποίες θα μας χαρίσουν το μαγευτικό In Rock: θα αντικαταστήσουν τον τραγουδιστή Rod Evans με τον Ιan Gillan, τον μπασίστα Nick Simper με τον Roger Glover και θα προσλάβουν στον ήχο, τον μάγο της κονσόλας, Martin Birch, παραγωγό της χρυσής εποχής των Iron Maiden λίγα χρόνια μετά, των τριών πρώτων και σημαντικότερων άλμπουμ των Rainbow και του αξεπέραστου Heaven And Hell των Black Sabbath.
Ηδη, αυτή η σύνθεση θα δείξει τα… δόντια της πριν από το In Rock, κυκλοφορώντας το single με τίτλο Black Night. Mε το Child In Time θα προκαλέσει πάταγο.
Λίγο πιο πριν, το πείραμα του 1969 με το κοντσέρτο του Αλμπερτ Χολ και τη συμφωνική ορχήστρα, έχει διχάσει τα μέλη του γκρουπ και σε συνδυασμό με τη χαμηλή πτήση του «φανκ» Fireball (1971), οι Deep Purple αναζητούν τη σπίθα που θα ανάψει το φυτίλι ξανά.
Ετσι, με τον εξοπλισμό φορτωμένο σ’ ένα φορτηγό, το γκρουπ θα πάει να παρακολουθήσει τη συναυλία του Frank Zappa, η οποία πιθανότατα «έκλεινε» το φεστιβάλ. Την επόμενη μέρα θα κατέλυαν στο ίδιο κτίριο για να συνθέσουν και να ηχογραφήσουν το νέο άλμπουμ τους.
Η συναυλία ξεκινά, ώσπου το κακό δεν αργεί να γίνει. Δύο φωτοβολίδες εκτοξεύονται μέσα από το πλήθος και καρφώνονται στην οροφή, η οποία τυλίγεται στις φλόγες. Το event διακόπτεται και όλοι βγαίνουν κακήν κακώς έξω, με τον Zappa να σπάει το πόδι του μέσα στον πανικό.
H εικόνα σουρεαλιστική. Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς το κτίριο να πασχίζει να πέσει στη λίμνη για να σωθεί. Μια τέτοια εικόνα «γέννησε» το Smoke On The Water, το χιλιοτραγουδισμένο, το χιλιοπαιγμένο, μυριοσχολιασμένο και, πλέον, σήμα κατατεθέν του ροκ. Πιο είναι το μυστικό που έχει κάνει ένα τραγούδι τόσο χαρακτηριστικό και με τόση αντοχή στο πέρασμα του χρόνου;
Ο Blackmore εξηγεί: «Ο Peter Townshend (Τhe Who) μου είχε πει: “Μείνε απλός και θα έχεις το κοινό μαζί σου”. Το Smoke Οn Τhe Water το αναγνωρίζεις αμέσως, όμως δε μοιάζει με κανένα άλλο. Κάποτε μου είχαν πει υποτιμητικά: “Σιγά 4 νότες είναι”. Τους απαντώ ότι και η 5η συμφωνία του Μπετόβεν τέσσερις νότες είναι και σταματούν να μιλούν».
Ο Blackmore, παρότι ιδιόρρυθμος χαρακτήρας, είναι αναμφισβήτητα, αν όχι ο κορυφαίος συνθέτης, σίγουρα ένας από αυτούς. Είναι (ήταν;) μία απίστευτη μηχανή παραγωγής ριφ. Και κάποια… μυστικά του Smoke Οn Τhe Water ανήκουν σ’ αυτόν. Οπως, φυσικά, το βαρύ ριφ του που ανέδειξε και γιγάντωσε το συγκεκριμένο τραγούδι. Ομως, ο Blackmore κάνει ακόμη κάτι σπουδαίο εδώ. Παρατηρείστε στο 4:42. Μετά από τρία ρεφρέν ξαναπαίζει το ριφ και κάνει το κομμάτι ακόμη πιο συμπαγές. Χαρακτηριστικό είναι και το παίξιμο του Lord στα πλήκτρα προς το φινάλε: κρατάει την ψηλή νότα και παίζει από το κάτω μοτίβο. Οσο για τον Ian Paice, θαυμάστε απλώς το drumming του.
Πέραν όμως από το καθαρά συνθετικό μέρος, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε το κομμάτι, αλλά και γενικότερα το Machine Head.
Ετσι, επιστρέφοντας ξανά στο συμβάν της πυρκαγιάς, οι Purple, ύστερα από όλα αυτά τα γεγονότα, έμειναν δίχως μουσική στέγη για την εγγραφή του άλμπουμ. Στο ξενοδοχείο «Παβιγιόν» βρήκαν ένα πρόχειρο κατάλυμα. Ομως η ένταση της μουσικής κατά τις πρώτες προσπάθειες ηχογράφησης, έφερε γρήγορα την αστυνομία που άρχισε να χτυπά την κεντρική πόρτα για να ανοίξουν.
Δεν γινόταν όμως να σταματήσει η εγγραφή του κομματιού -μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για 1971. Οι τεχνικοί κρατούσαν τις πόρτες για να μην μπουν μέσα τα όργανα της τάξης, έως ότου ολοκληρωθεί το τραγούδι, απ’ έξω οι αστυνομικοί φώναζαν «Αστυνομία ανοίξτε!» και κάπως έτσι, υπό αυτές τις συνθήκες γράφτηκε μία από τις πιο ένδοξες σελίδες του ροκ.
Η έξωση, φυσικά, δεν απεφεύχθη και το συγκρότημα βρήκε… ασφαλές καταφύγιο σε ένα άλλο ξενοδοχείο· άδειο μεν, διότι δε λειτουργούσε το χειμώνα, αλλά εντελώς παγωμένο. Ηταν ένα τεράστιο βικτωριανό κτίριο, το Grand Hotel, με όψη… στοιχειωμένου κάστρου.
Υπό αυτές τις συνθήκες ήταν η καλύτερη επιλογή για το γκρουπ. Κι όλα άρχισαν από το μηδέν. Ξανά ξεφόρτωμα τα μηχανήματα, ξανά στήσιμο, ξανά… ξανά… Ως χώρος ηχογράφησης επιλέχθηκε μία… συμβολή δύο διαδρόμων σε σχήμα «Τ». Και όλα άρχισαν να γράφονται εκεί, μέσα σε λίγα τετραγωνικά.
Πρώτο μπήκε στις… ράγες το Highway Star. Παλαιότερα, σε μια συνέντευξη Τύπου, είχαν ρωτήσει τον Glover πως γράφει ένα κομμάτι.
Αυτός άρχισε να… γρατζουνάει το μπάσο για να δείξει στους δημοδιογράφους τον τρόπο και… αυτό ήταν. Το ίδιο βράδυ είχε γραφτεί το καλύτερο τραγούδι τους. Ακόρντα μπάσου, παίξιμο α λα Μπαχ από τον Lord στα πλήκτρα· απίστευτα πράγματα σε ένα μοναδικό τραγούδι.
Ο Blackmore είχε δηλώσει ότι στο Highway Star έπαιζε 8 ή 16 μέτρα συνεχόμενα, δίχως να ξέρει που θα καταλήξει. Επαιξε σε όλες σχεδόν τις κλίμακες (μπλουζ, μείζονες, ελάσσονες) και ημικλασικούς ρυθμούς με αρπέζ. Αυτός ο τεράστιος κιθαρίστας επηρέασε μία σειρά νεοκλασικών κιθαριστών όπως οι Yngwie Malmsteen, Timo Tolkki και Randy Roads.
Το Pictures of Home είναι ίσως το πιο… παρανοϊκό κομμάτι των Deep Purple σε όλη τη δισκογραφία τους. Ο Paice ξεκινά με μια ριπή τυμπάνων στην εισαγωγή, αλλά και στο φινάλε «απαντάει» σε ό,τι νότα λαμβάνει, ενώ ο Glover μάς χαρίζει ένα… πρωτόγονο αλλά άκρως εθιστικό σόλο στο μπάσο.
Στο Space Τruckin’, ένα χαρακτηριστικό που έχει το κομμάτι είναι το αρμόνιο του Lord, o oποίος είχε συνδέσει το «beast» (όπως έλεγε το όργανό του) με έναν ενισχυτή Μάρσαλ, αντί απευθείας με τα ηχεία. Στην εισαγωγή οι πιο πολλοί νομίζουν ότι είναι κιθάρα κι όχι αρμόνιο.
Αμεσο και… καθαρό ροκ συναντάμε στο Never Βefore με τον Paice να δίνει ρεσιτάλ στα ντραμς, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι τα φωνητικά του Gillan στη μέση του κομματιού είναι προϊόν αποτελέσματος μίξης δύο καναλιών. Σπουδαίο κομμάτι, όπως και το Maybe I’m a Leo, ενώ το Lazy θα έχει την… ατυχία να βρεθεί στο ίδιο άλμπουμ με τα ιερά τέρατα των Deep Purple. Παρόλα αυτά, το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του Machine Head, αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές της μπάντας. Μια σύνθεση που έκανε τον σπουδαίο Joe Bonamassa να το διασκευάσει εκπληκτικά μαζί με τον Jimmy Barnes το 2013.
Τι είναι τελικά το Machine Head; Χωρίς αμφιβολία ένα… θαύμα για την εποχή και τον τρόπο που βγήκε. Γράφτηκε όλο συνεχόμενα (αν έκαναν λάθος σε ένα κομμάτι, το έγραφαν ξανά από την αρχή!), όμως το γκρουπ βρισκόταν στο υψηλότερο σημείο του και τίποτα δεν σταματούσε την ορμή του. Περίπου, 25 μήνες μετά την «έκρηξη» του «ηφαιστείου» των Black Sabbath, οι Deep Purple θα κυκλοφορήσουν το πιο βαρύ άλμπουμ τους (τουλάχιστον μέχρι εκείνο το διάστημα) και θα δώσουν νέες κατευθύνσεις στον σκληρό ήχο.
Δυστυχώς, οι Purple δε διαχειρίστηκαν σωστά τον μουσικό και διδακτικό πλούτο του άλμπουμ αυτού. Δεν άντεξαν την πίεση και το «εγώ» τους. Ο Glover είχε πει: «Οι Purple ήταν δύο πράγματα. Η έξοχη μουσική γνώση των Blackmore, Lord, Paice και η απλοϊκή, χειροποίητη ποιότητα του Gillan και εμού».
Το μαγικό αυτό line up των Deep Purple άντεξε για ακόμη ένα άλμπουμ μαζί, έναν χρόνο μετά (Who Do We Think We Are – σ.σ. αυτοκριτική ίσως;), πριν σταδιακά… σκορπίσει στους… πέντε ανέμους.
Το 1974 ο David Coverdale θα αντικαταστήσει τον Gillan και η μπάντα θα κυκλοφορήσει δύο μεγαλειώδη άλμπουμ, τα Burn και Stormbringer (στο τελευταίο ο Glenn Hughes θα πάρει τη θέση του Glover).
H πρώτη σημαντική περίοδος των Deep Purple θα κλείσει το 1975 με το άλμπουμ Come Taste The Band, χωρίς τον Blackmore, τον οποίο θα αντικαταστήσει άκρως επιτυχημένα ο τεράστιος Tommy Bolin.
Mέσα από αυτή τη διάλυση θα ξεπηδήσουν ακόμη δύο σπουδαία γκρουπ: Οι Rainbow του Blackmore μέσα από τους οποίους θα γιγαντωθεί το όνομα του Ronnie James Dio, αλλά και οι Whitesnake του Coverdale, όπως επίσης και πολλές σπουδαίες συνεργασίες των άλλων μελών με διάφορους καλλιτέχνες.
Gillan, Blackmore, Glover, Lord και Paice θα επανενωθούν για πρώτη φορά στο Perfect Strangers του 1984, αλλά από ‘κει κι έπειτα τίποτα δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο…