Στο πρωτοσέλιδο της «Καθημερινής» στις 10 Μαρτίου 1956, οι αναγνώστες της διάβαζαν ότι οι Άγγλοι κατέφυγαν, για άλλη μια φορά, μετά το 1931, στο «ανελεύθερο μέτρον της απελάσεως των Κυπρίων ηγετών»: ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε συλληφθεί και οδηγηθεί στην εξορία.
Μετά από μια περίοδο αδράνειας, τον Ιούνιο του 1955, υπήρξε εκ νέου κινητοποίηση της ΕΟΚΑ, με επιθέσεις εναντίον αγγλικών στόχων. Στις 4 Οκτωβρίου, ο στρατάρχης Τζον Χάρντινγκ ορίστηκε νέος κυβερνήτης της Κύπρου, και σε λιγότερο από δύο μήνες, το νησί κηρύχθηκε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, με εφαρμογή σκληρών μέτρων, όπως η ποινή του θανάτου σε περίπτωση πυροβολισμού ή κατασκευής και μεταφοράς όπλων.
Τον χειμώνα του 1955-1956 διεξήχθησαν συνομιλίες μεταξύ Μακάριου και Χάρντινγκ, στο τελευταίο στάδιο των οποίων, μάλιστα, παρών ήταν και ο υπουργός Αποικιών, Άλαν Λένοξ-Μπόιντ. Χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μέχρι τα τέλη του Φεβρουαρίου του 1956, οι διαπραγματεύσεις είχαν αποτύχει. Η εξορία του Μακάριου, για την οποία υπήρχαν φήμες από τον Οκτώβριο του 1955, φάνταζε πλέον το πιθανότερο ενδεχόμενο, καθώς ο Χάρντινγκ πίστευε ότι η απομάκρυνσή του θα διευκόλυνε στην εύρεση πιο μετριοπαθών συνομιλητών.
Στις 9 Μαρτίου 1956, ο Μακάριος επρόκειτο να ταξιδέψει στην Αθήνα για να συναντηθεί με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μετά τη νίκη του τελευταίου στις εκλογές του Φεβρουαρίου. Όμως αντί για την ελληνική πρωτεύουσα, αυτό το ταξίδι έμελλε να έχει, ως τελικό προορισμό, τις Σεϋχέλλες.
«Το αεροπλάνον του οποίου επρόκειτο να επιβή ανεχώρησε χωρίς να τον παραλάβη», γράφει η «Καθημερινή» της 10ης Μαρτίου. «Ολίγον μετά την έξοδον του Εθνάρχου εκ της Αρχιεπισκοπής, εκατοντάδες Βρεταννών στρατιωτών ήρχισαν ερευνώντες επιμελώς το μέγαρον, απαγορεύσαντες την είσοδον και την έξοδον εις πάντας». Τα νέα για την εκτόπιση του Μακάριου γρήγορα έγιναν γνωστά με πλήθος κόσμου να κατακλύζει τον χώρο της Αρχιεπισκοπής «όπου διακόσιοι αλεξιπτωτισταί εξακολουθούν να ερευνούν εντός αυτής».
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση: «ο Αρχιεπίσκοπος […] είχε προσωπικώς παράσχη χρηματικά ποσά διά την αγορά όπλων και την πληρωμή προστίμων εις άτομα καταδικασθέντα διά παρανόμους πολιτικάς ενεργείας», ενώ παράλληλα «υπεγράφη διαταγή προς εκτόπισιν του Μητροπολίτου Κυπριανού και δύο άλλων κληρικών».
Η «χιτλερική» αυτή «ενέργεια των Βρετανών ιμπεριαλιστών», κατά την «Καθημερινή» της 11ης Μαρτίου, είχε παγκόσμια απήχηση, με τους διεθνείς σχολιαστές να διερωτώνται «εις τι το ουσιαστικόν εξυπηρέτησε την βρεταννικήν πολιτικήν». Παράλληλα, όμως, προκάλεσε την αντίδραση τόσο της ελληνικής κυβέρνησης, με την ανάκληση του Έλληνα πρέσβη από το Λονδίνο και την προσφυγή στον ΟΗΕ, όσο και του ελληνικού λαού, ο οποίος «εξέσπασεν εις ολοήμερους διαδηλώσεις εναντίον της Αγγλίας», ορισμένες από τις οποίες μάλιστα κατέληξαν με τραυματίες: «Κατόπιν προκλήσεως Άγγλων ενοίκων, ερρίφθησαν μερικά νεράντζια και ελάχιστοι λίθοι κατά του ξενοδοχείου Κινγκ Ζωρζ»˙ κίνηση, που προκάλεσε την επέμβαση της αστυνομίας, με αποτέλεσμα την ευρύτερη «συμπλοκή με πολλούς τραυματίας». Στην Κύπρο η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα δύσκολη: «Άπαντα τα κέντρα εις την Λευκωσίαν παρέμειναν κλειστά εις ένδειξιν πένθους και […] αγοραία αυτοκίνητα δεν εκυκλοφόρουν εις τας οδούς», ενώ οι περισσότερες συμπλοκές μεταξύ Κυπρίων και Βρετανών αποδείχτηκαν αιματηρές.
Ο Μακάριος παρέμεινε εξόριστος στις Σεϋχέλλες έως τις 28 Μαρτίου 1957. Αφέθηκε ελεύθερος με τον όρο ότι δεν θα επέστρεφε στην Κύπρο. Η επιστροφή του πραγματοποιήθηκε μόνο μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, και την εκλογή του ως πρώτου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr