Στις 19 Μαρτίου 1920, η Γερουσία των ΗΠΑ αρνήθηκε για δεύτερη φορά να επικυρώσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, αφαιρώντας από τον Αμερικανό πρόεδρο Γούντροου Ουίλσον τη δυνατότητα εκπλήρωσης του οράματός του για «γενική ένωση των εθνών». Η θέση Ουίλσον ήταν εξαρχής δυσχερής καθότι, μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου του 1918, τόσο η Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και η Γερουσία είχαν περάσει στον έλεγχο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, η ηγεσία του οποίου αντιμετώπιζε εχθρικά τη συμμετοχή των ΗΠΑ σε συμμαχίες στην Ευρώπη. Ο Αμερικανός πρόεδρος έτρεφε την ελπίδα ότι οι ατέλειες της Συνθήκης των Βερσαλλιών ήταν δυνατόν να αποκατασταθούν από το έργο της Κοινωνίας των Εθνών, ενός οργανισμού ο οποίος ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1920 και εγγυόταν τη συλλογική ασφάλεια και τη διεθνή ειρήνη. Πρώτα στις 19 Νοεμβρίου 1919 και στη συνέχεια στις 19 Μαρτίου 1920, η Γερουσία απέρριψε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, δείχνοντας ότι απαιτούνταν κάτι περισσότερο από τις προσπάθειες ενός οραματιστή προέδρου για τη μεταβολή του κλίματος στις ΗΠΑ απέναντι στην προοπτική μόνιμης εμπλοκής στις ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Στις 20 Μαρτίου, σε άρθρο της η «Καθημερινή» ανέφερε πως η σύναψη ξεχωριστής ειρήνης των ΗΠΑ με την ηττημένη Γερμανία φάνταζε ως το πιο πιθανό σενάριο. «Το ζήτημα της επικυρώσεως ή μη της Συνθήκης των Βερσαλλιών παρά του Αμερικανικού Κογκρέσου φαίνεται ότι δεν εισήλθεν ακόμη εις την τελικήν του φάσιν. Ο Πρόεδρος Ουίλσων φαίνεται πιθανόν ότι θα υποβάλη εκ νέου την Συνθήκην προς ψήφισιν πριν ή αποπειραθή να συνάψη χωριστήν ειρήνην με την Γερμανίαν. Επί του παρόντος αρκείται να κατηγορή την Γαλλίαν επί μιλιταρισμώ και να εγκρίνη την κατά εν δισεκατομμύριον αύξησιν του ποσού των πιστώσεων τας οποίας χορηγεί η Αμερική εις την Γερμανίαν χάριν προμηθείας τροφίμων και πρώτων υλών. Κατά τας πληροφορίας των Άγγλων ανταποκριτών, η εκ νέου υποβολή της Συνθήκης εις το Κογκρέσον θα γίνη δια λόγους εσωτερικής μόνον φύσεως, διότι ο Πρόεδρος δεν θέλει να ανομολογήση την ήτταν του εις τον κατά των Ρεπουμπλικάνων αγώνα του. Φαίνεται δε, κατά τας αυτάς πληροφορίας, ότι το ενδεχόμενον μιας χωριστής γερμανοαμερικανικής ειρήνης παρουσιάζει ασυγκρίτως περισσοτέρας πιθανότητας».
Δύο ημέρες αργότερα, στις 22 Μαρτίου, η «Καθημερινή» περιέγραψε τη δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκε ο Αμερικανός πρόεδρος μετά την απόρριψη της Συνθήκης των Βερσαλλιών από τη Γερουσία. «Μετά την απόρριψιν της Συνθήκης των Βερσαλλιών παρά του Κογκρέσου, ο Πρόεδρος Ουίλσων ευρέθη όντως εις λίαν δυσχερή θέσιν, ιδίως από εσωτερικής πολιτικής απόψεως. Διεξαγαγών μακρόν και τραχύν κοινοβουλευτικόν αγώνα εναντίον του αντιπάλου του κόμματος των ρεπουμπλικάνων προσεπάθησε παντοιοτρόπως να επιτύχη παρά του Κογκρέσου την επικύρωσιν της ειρήνης. Προήλθε εις πολλάς διαπραγματεύσεις, αι συνεννοήσεις μεταξύ των φίλων του και των αντιπάλων του υπήρξαν ατελεύτητοι, ηναγκάσθη να κάμη υποχωρήσεις, να υποδείξη και ν’ αποδεχθή πλείστους τρόπους συμβιβαστικών λύσεων, να εξεύρη διεξόδους, να υποστή ταπεινώσεις εν τέλει. Αλλ’ εις μάτην.
Ήδη, μετά την απόρριψιν της συνθήκης, ο Πρόεδρος Ουίλσων ασχολείται εις το να μηδενίση τας συνεπείας της πολιτικής του ήττης. Μη θέλων ν’ αποδεχθή την ψηφοφορίαν του Κογκρέσου ως τελειωτικήν, μη θέλων να ομολογήση την ήτταν του, θέλων να περισώση κατά το δυνατόν το εκπεσόν γόητρόν του και την θέσιν του ως διαιτητού των ευρωπαϊκών πραγμάτων, προσπαθεί ήδη να εξεύρη τρόπον ανατροπής του αποτελέσματος της τόσον δυσμενούς δι’ αυτόν ψηφοφορίας».
Τελικά, στη θέση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, το αμερικανικό Κογκρέσο ενέκρινε το 1921 ένα ψήφισμα, γνωστό ως ψήφισμα Νοξ-Πόρτερ, με το οποίο τερμάτισε επίσημα τον πόλεμο με τη Γερμανία. Οι ΗΠΑ δεν προσχώρησαν ποτέ στην Κοινωνία των Εθνών, η οποία, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, απέτυχε να εκπληρώσει τον στόχο της, δηλαδή να διατηρήσει την ειρήνη. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ξέσπασε μόλις 20 χρόνια μετά την ίδρυσή της.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Θανάσης Συροπλάκης