Οι εν εξελίξει διεργασίες για την μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πήραν νέα τροπή μετά την υποβολή αιτημάτων από τη Γερμανία και την Ολλανδία για ενιαία ρήτρα μείωσης του χρέους, αμφισβητώντας ευθέως την προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που επιτρέπει την κατάρτιση προσαρμοσμένων εθνικών σχεδίων.
Η νομοθεσία της ΕΕ απαιτεί από τις χώρες-μέλη να διατηρούν το δημοσιονομικό τους έλλειμμα κάτω από το 3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) και το δημόσιο χρέος κάτω από το 60% σε σχέση με το ΑΕΠ, αλλά πολλές χώρες υπερβαίνουν αυτά τα όρια μετά από χρόνια υψηλών δαπανών, για την άμβλυνση των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19, του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει ότι η νέα οικονομική πραγματικότητα δικαιολογεί τον επαναπροσδιορισμό των δημοσιονομικών κανόνων και έχει κάνει τα πρώτα βήματα για την αναθεώρηση του ισχύοντος πλαισίου.
Σε έκθεση που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Νοέμβριο, η Επιτροπή πρότεινε να παραμείνουν αμετάβλητοι, τόσο ο στόχος του 3% όσο και του 60%, δίνοντας ωστόσο μεγαλύτερη ευελιξία στις κυβερνήσεις να μπορούν να προσαρμόσουν τους στόχους τους στις ειδικές συνθήκες των χωρών τους.
Σύμφωνα με το σχέδιο, τα κράτη της ΕΕ θα διαπραγματεύονται με τις Βρυξέλλες τα δικά τους εθνικά σχέδια για τον έλεγχο του δημόσιου ελλείμματος και τη σταδιακή μείωση του χρέους σε μια περίοδο τεσσάρων ετών.
Οι υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, θα μπορούσαν να κερδίσουν επιπλέον τρία χρόνια για να προσαρμόσουν τα οικονομικά τους και να στραφούν σε “συνετές” δημοσιονομικές πολιτικές.
Σε μια αξιοσημείωτη αλλαγή, ο κανόνας που επέβαλε ενιαίο ποσοστό μείωσης του χρέους κατά 1/20, που έχει επικριθεί ότι επιβάλλει επώδυνες θυσίες και επιδεινώνει τις οικονομικές συνθήκες, θα καταργηθεί
Το γερμανικό non-paper
Αλλά η Γερμανία και η Ολλανδία, δύο χώρες γνωστές για την υπεράσπιση της δημοσιονομικής εγκράτειας, διαφωνούν και απαιτούν τώρα τη θέσπιση ελάχιστης μείωσης του χρέους για τις υπερχρεωμένες χώρες.
Σε non-paper που επικαλείται το Euronews, η Γερμανία κάνει λόγο για έναν ενιαίο κανόνα που θα πρέπει να εγγυάται μείωση των επιπέδων χρέους σε “αξιοσημείωτο βαθμό”.
Αυτή η “κοινή διασφάλιση” θα υποχρέωνε τις χώρες που έχουν λόγο χρέους άνω του 60% του ΑΕΠ να το μειώνουν κατά τουλάχιστον 0,5% ετησίως.
Επιπλέον οι χώρες που βρίσκονται πολύ πάνω από αυτό το όριο θα πρέπει να μειώνουν το χρέος κατά τουλάχιστον 1% ετησίως, σύμφωνα με το γερμανικό έγγραφο.
“Οι τρέχουσες ιδέες της Επιτροπής θα πρέπει να τροποποιηθούν κατά τρόπο ώστε τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδια να οδηγούν σε (επαρκή) μείωση των υψηλών δεικτών χρέους κάθε χρόνο…”, αναφέρει το non-paper.
Λίγες ημέρες αφότου το γερμανικό έγγραφο διέρρευσε στον Τύπο, η Ολλανδή υπουργός Οικονομικών Sigrid Kaag υποστήριξε την ιδέα ενός “κοινού σημείου αναφοράς”, ώστε να αποφευχθεί η “ιδιομορφία” των σχεδίων ανά χώρα.
«Η μείωση πρέπει να είναι απτή και μετρήσιμη»
“Πιστεύουμε ότι είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει απόκλιση, να υπάρχει χώρος για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, αλλά φυσικά η μείωση του χρέους πρέπει να είναι απτή και μετρήσιμη”, δήλωσε η Kaag στους Financial Times.
“Θέλουμε επαρκή μείωση του χρέους”, είπε χωρίς ωστόσο, να δώσει συγκεκριμένα νούμερα όπως έκανε η Γερμανία στο non paper της.
Σε δήλωσή του στο Euronews, εκπρόσωπος του ολλανδικού υπουργείου Οικονομικών δήλωσε ότι ο ελάχιστος στόχος για το χρέος θα λειτουργήσει ως “εκ των προτέρων” μηχανισμός και όχι ως “εκ των υστέρων” εργαλείο εποπτείας όπως ο κανόνας του 1/20.
“Ο κοινός ελάχιστος δείκτης αναφοράς μπορεί να οριστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι δεσμευτικός μόνο σε περίπτωση σημαντικής αποδυνάμωσης της κοινής μεθοδολογίας και για περιορισμένο αριθμό κρατών μελών”, δήλωσε ο εκπρόσωπος. “Ως εκ τούτου, δεν θα αποτελεί κοινή απαίτηση για όλες τις χώρες, αλλά θα λειτουργεί ως κοινό στήριγμα για να διασφαλιστεί επαρκής μείωση του χρέους”.
Οι Βρυξέλλες είναι αποφασισμένες να ολοκληρώσουν τη διαδικασία μεταρρύθμισης έως το τέλος του έτους και να έχουν θέσει σε εφαρμογή τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες έως τον Ιανουάριο του 2024, έναν φιλόδοξο στόχο που συμμερίζονται και τα κράτη μέλη.
Το νέο πλαίσιο αναμένεται να λάβει υπόψη του την τεράστια ένεση μετρητών που απαιτείται για την επιτάχυνση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης της ΕΕ, μια διπλή προσπάθεια που εκτιμάται ότι θα κοστίσει 650 δισ. ευρώ σε πρόσθετες επενδύσεις ετησίως έως το 2030.
Η Επιτροπή, εν τω μεταξύ, αποφάσισε να καθυστερήσει την επιβολή προστίμων στις χώρες που δεν συμμορφώνονται μέχρι το επόμενο έτος.
Το δημόσιο χρέος στο τέλος του 2022
Να σημειωθεί ότι,στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2022, το δημόσιο χρέος ανερχόταν στο 93% του ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ και στο 85,1% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα είχε το υψηλότερο ποσοστό, 178,2%, και ακολουθούσε η Ιταλία με ποσοστό 147,3%.
Την ίδια περίοδο, το γερμανικό χρέος ανερχόταν στο 66,6% του ΑΕΠ, ενώ η Ολλανδία είχε ποσοστό 49%, σύμφωνα με τη Eurostat.
naftemporiki.gr