Στις αγορές ακριβών αγαθών, όπως τσάντες Louis Vuitton, ζώνες Versace και αθλητικά παπούτσια Gucci, προχώρησαν αρκετοί νέοι στις ΗΠΑ το έτος που μας πέρασε. Τα πακέτα βοήθειας που παρείχαν αρκετές κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού σε συνδυασμό με τις ενισχύσεις που πρόσφεραν και από την πλευρά τους οι επιχειρήσεις, αύξησαν σημαντικά τις πωλήσεις των τριών αυτών πολυτελών ειδών. Φέτος όμως, χωρίς αυτές τις ενισχύσεις και με την ύφεση να είναι oρατή, οι αγοραστικές συνήθειες των νέων αναμένεται να αλλάξουν. Οπως αναφέρει ο Ολιβερ Τσεν, διευθύνων σύμβουλος στο τμήμα λιανικού εμπορίου και πολυτελείας της επενδυτικής τράπεζας Cowen, «ο καταναλωτής μεσαίου εισοδήματος δέχεται πολύ μεγάλη πίεση. Υπάρχουν πλέον στην αγορά λιγότερα δολάρια για επιλεγμένα είδη».
Ακόμη όμως και έτσι, η Bain & Co προβλέπει πως η αγορά προσωπικής πολυτέλειας θα αυξηθεί μεταξύ 3% και 8% κατά τη διάρκεια του 2023, σύμφωνα με ρεπορτάζ της South China Morning Post. Πάντως, ακόμη και σε δύσκολες περιόδους, σαν αυτή που διανύουμε τώρα, ο κ. Τσεν εκτιμά πως οι «παραδοσιακοί πελάτες» δεν θα σταματήσουν να αγοράζουν προϊόντα πολυτελείας και μάλιστα θεωρεί πως θα συνεχίσουν να προτιμούν τους μεγαλύτερους σχεδιαστές, όπως Chanel, Dior και Louis Vuitton από άλλους μικρότερους. Τι αναμένουν όμως οι ειδικοί του χώρου της μόδας; Αρχικά, κατά τη γνώμη τους, η μεταπώληση πολυτελών ειδών θα σπάσει ρεκόρ.
Η μεταπώληση πολυτελών ειδών ανήκει εδώ και καιρό στον τομέα των vintage μπουτίκ, των καταστημάτων μεταχειρισμένων ειδών και, πιο πρόσφατα, των διαδικτυακών αγορών όπως το Vestiaire Collective. Το επόμενο έτος, οι ειδικοί αναμένουν να δουν περισσότερες πολυτελείς μάρκες να κάνουν οι ίδιες μεταπωλήσεις μεταχειρισμένων προϊόντων τους, ενώ πιστεύεται πως οι μπουτίκ σχεδιαστών θα εξοπλιστούν με το δικό τους τμήμα μεταπώλησης.
Το επόμενο έτος περισσότερες πολυτελείς μάρκες θα κάνουν οι ίδιες μεταπωλήσεις μεταχειρισμένων προϊόντων τους.
Η Rolex, για παράδειγμα, έχει ήδη ξεκινήσει από τον Δεκέμβριο του 2022 ένα πρόγραμμα πιστοποιημένων μεταχειρισμένων ρολογιών για τα ρολόγια της. Η Μπρουκ Καντίφ, συνιδρύτρια της πλατφόρμας ηλεκτρονικού εμπορίου Cortina, υποστήριξε ότι οι πελάτες έχουν κουραστεί να μπαίνουν σε ένα πολυτελές πολυκατάστημα και να βλέπουν εξωφρενικά αντικείμενα, όπως ένα φούτερ, για 1.000 δολάρια. Την ίδια στιγμή, η αποχώρηση του Αλεσάντρο Μισέλε τον Νοέμβριο από την Gucci ήταν απόδειξη αυτού, δήλωσε η κ. Καντίφ. Στα επτά χρόνια της θητείας του ως δημιουργικού διευθυντή της μάρκας, ο Μισέλε είχε γίνει γνωστός με μαξιμαλιστικά σχέδια. Ωστόσο τώρα οι πελάτες αναζητούν απλούστερα, πιο προσαρμοσμένα κομμάτια που μπορούν να φορέσουν ξανά και ξανά.
Τρεις εμπειρογνώμονες σημείωσαν ότι οι σχεδιαστές στο υψηλότερο άκρο του φάσματος τιμών θα συνεχίσουν να βλέπουν ισχυρή ζήτηση. Πρόκειται για μάρκες όπως η Hermès – γνωστή για τις τσάντες Birkin που η τιμή τους κυμαίνεται από δεκάδες χιλιάδες έως εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια.
Η η Chanel, όπου ένα ζευγάρι παπούτσια μπαλαρίνας πωλούνται στην αγορά πάνω από 1.000 δολάρια. Από την άλλη όμως, σύμφωνα με δύο αναλυτές, οι πελάτες που ίσως χρησιμοποίησαν το διαθέσιμο εισόδημά τους για να αγοράσουν ένα ζευγάρι παπούτσια 500 δολαρίων από έναν σχεδιαστή με σχετικά πιο λογικές τιμές, ενδέχεται να κάνουν πίσω λόγω των δυσμενών οικονομικών συνθηκών. Πάντως, τα αξεσουάρ εξακολουθούν να έχουν καλύτερες επιδόσεις από τα υπόλοιπα είδη ένδυσης, όπως τα ρούχα, ανέφερε η κ. Καντίφ.