Πλήθος εκκρεμοτήτων και αναβολών λήψης αποφάσεων σηματοδοτεί η επίσημη αναγγελία των εκλογών για τον προσεχή Μάιο και την πιθανότητα επανάληψης της εκλογικής διαδικασίας τον προσεχή Ιούλιο για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Στον τομέα των αρμοδιοτήτων του υπουργείου Οικονομικών, μέχρι το τέλος Απριλίου η χώρα θα πρέπει να καταθέσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το σχέδιο για το Πρόγραμμα Σταθερότητας, το οποίο θα περιλαμβάνει τις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές προβλέψεις για την περίοδο μέχρι και το 2026.
Ενώ λοιπόν η χώρα θα βρίσκεται τότε επισήμως σε προεκλογική περίοδο -το κλείσιμο της Βουλής αναμένεται μετά το Πάσχα-, η συγκεκριμένη υποχρέωση της χώρας θα εκπληρωθεί κανονικά.
Ωστόσο, το κείμενο που θα κατατεθεί θα περιλαμβάνει μόνο το «βασικό σενάριο» με τις προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας αλλά και του προϋπολογισμού μέχρι το 2026, χωρίς να περιλαμβάνει προτάσεις οικονομικής πολιτικής. Οι ουσιαστικές εκκρεμότητες με την Ευρώπη θα πρέπει να κλείσουν από την επόμενη κυβέρνηση που θα αναδείξει η κάλπη (ή οι κάλπες).
Μέσα στο 2023 θα πρέπει να υπάρξει η συμφωνία για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και βάσει αυτής της συμφωνίας θα πρέπει να συνταχθεί τόσο το προσχέδιο προϋπολογισμού του 2024, ώστε να κατατεθεί στις αρχές Οκτωβρίου στη Βουλή, όσο και το τελικό σχέδιο του Νοεμβρίου. Ρεαλιστικά, το κλείσιμο των διαπραγματεύσεων στην Ευρώπη τοποθετείται χρονικά για το φθινόπωρο.
Πρωτογενή πλεονάσματα
Έτσι, ο κρατικός προϋπολογισμός του 2024 ασφαλώς και θα αποτυπώνει τις πολιτικές επιλογές της νέας κυβέρνησης, ωστόσο θα ενσωματώνει και τις βασικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα: παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων (το ύψος μένει να ποσοτικοποιηθεί), αλλά και διασφάλιση ότι η πορεία αποκλιμάκωσης του χρέους ως προς το ΑΕΠ θα συνεχιστεί και το επόμενο χρονικό διάστημα.
Τι αλλάζει πρακτικά με την ανακοίνωση της ημερομηνίας των εκλογών; Το οικονομικό επιτελείο θα καταθέσει μέχρι τις 30 Απριλίου το Πρόγραμμα Σταθερότητας για την περίοδο μέχρι το 2026 μόνο με το «βασικό σενάριο» και χωρίς να ενσωματώσει σχέδιο οικονομικής πολιτικής.
Στις επτά εβδομάδες που απομένουν μέχρι τις εκλογές, τα κόμματα αναμένεται να παρουσιάσουν τα οικονομικά τους προγράμματα, τα μέτρα που θα ενσωματώσουν σε αυτά, αλλά και τις πηγές χρηματοδότησης.
Οι βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα γίνονται όμως σε μια δεδομένη χρονική συγκυρία η οποία προφανώς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την κατάρτιση των οικονομικών προγραμμάτων.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια εφαρμογής της λεγόμενης «ρήτρας διαφυγής» (η οποία επέτρεπε σε όλες τις χώρες-μέλη να αυξήσουν τις δαπάνες για να καλύψουν τις ανάγκες της πανδημίας και μετά της ενεργειακής κρίσης) το 2024 θα πρέπει να υπάρξει επιστροφή στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας.
Δηλαδή, πρακτικά για την Ελλάδα σημαίνει υποχρέωση παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξεως του 2% του ΑΕΠ (τουλάχιστον) ώστε να καλύπτονται οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους και να μην παράγει χρέος η εξυπηρέτησή του.
Αυτό το «προαπαιτούμενο» δεν έχει να κάνει με το εκλογικό αποτέλεσμα και η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να το ενσωματώσει στον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς.
Διαφορές με το προσχέδιο
Αυτό που θα αποτελέσει αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης για την επόμενη κυβέρνηση θα είναι το ακριβές περιβάλλον (και οι στόχοι) υπό τους οποίους θα συνταχθεί ο προϋπολογισμός του 2024.
Το επόμενο οικονομικό επιτελείο θα καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για να καταρτίσει το πλαίσιο των νέων δημοσιονομικών κανόνων. Θα τεθούν διάφορα ζητήματα, όπως το αν θα μπει όριο στο ύψος των καθαρών δημοσίων δαπανών, το πώς θα διασφαλιστεί η χρηματοδότηση επενδύσεων, άρα και η ανάπτυξη της οικονομίας, το πλαίσιο υπό το οποίο θα μπορούν να υιοθετούνται μέτρα στήριξης, αλλά και το αν θα πρέπει να λαμβάνονται (και πότε) ισοδύναμα μέτρα. Αυτό χρονικά θα μας φέρει προς τον Οκτώβριο. Έτσι, το πιθανότερο είναι ότι θα δούμε διαφορές ανάμεσα στο προσχέδιο και στο τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού.