Γιατί την πλήρωσε μόνο το ΠΑΣΟΚ και όχι η Ν.Δ. ή ο ΣΥΡΙΖΑ με τα δικά τους μνημόνια; Ποιοι πλήρωσαν ακριβά το «λεφτά υπάρχουν»; Ποιοι πριμοδότησαν και ποιοι ήταν τα θύματα της βίας και του λαϊκισμού; Θα μπορούσαν τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία προσπαθεί να δώσει απάντηση ο δημοσιογράφος Παντελής Καψής στο βιβλίο του «Η πτώση. 2011, το έτος μηδέν της Κεντροαριστεράς». Πρόκειται για το συναρπαστικό χρονικό μιας πολιτικής –και εθνικής– έκπτωσης, που κυκλοφορεί στις 9 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Σε αυτό, ο βετεράνος, αλλά όχι απόμαχος, δημοσιογράφος περιγράφει εκ των έσω την ίντριγκα και το παρασκήνιο όλων όσα έτρεχαν στο ΠΑΣΟΚ και στη χώρα, έτσι όπως τα έζησε ως διευθυντής των «Νέων». Η αφήγηση εκκινεί από το 2007, καθώς εκεί βλέπει την αρχή του τέλους, για να κορυφωθεί στο ταραγμένο 2011. Το βιβλίο θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου στο Public Cafe Συντάγματος, στις 8.30 μ.μ. Θα μιλήσουν οι Γιάννης Βούλγαρης, Αννα Διαμαντοπούλου, Σταύρος Θεοδωράκης και ο διευθυντής της «Κ», Αλέξης Παπαχελάς. Συντονίζει η δημοσιογράφος Φώφη Γιωτάκη. Ενδεικτικά αποσπάσματα προδημοσιεύουμε στη συνέχεια.
Η. Μ.
Προδημοσίευση
Από το γραφείο µου στην εφηµερίδα έφευγα συνήθως µετά τις 11. Εκείνο το βράδυ ωστόσο έφυγα αρκετά νωρίτερα. Ηταν ηµέρα Champions League για τον Παναθηναϊκό και µια παρέα µε γονείς φίλων του γιου µου, µαζί µε τα παιδιά µας, θα πηγαίναµε µετά το γήπεδο για φαγητό σε γνωστό µακαρονάδικο του Ψυχικού. Στην παρέα ήταν δύο δηµοσιογράφοι από το επιτελείο του Μέγκα και του Βήµατος κι ένας στενός συνεργάτης του Βαγγέλη Βενιζέλου, όλοι καλοί φίλοι. (…) Ηµασταν λίγες εβδοµάδες πριν από τις εκλογές του 2007, και η επανεκλογή του Καραµανλή θεωρείτο σίγουρη. Περίµενα µια ζωηρή πολιτική συζήτηση αλλά αυτό που ακολούθησε µε έκανε να πέσω από τα σύννεφα. Μου ανέπτυξαν µε λεπτοµέρειες, οι οποίες αργότερα αποδείχθηκαν απόλυτα ακριβείς, ένα καλά οργανωµένο πραξικόπηµα, για να αναλάβει αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ο Βενιζέλος. Ολα θα γίνονταν το ίδιο το βράδυ των εκλογών ώστε να µην προλάβει να αντιδράσει ο Γιώργος. Προεξοφλούσαν την επιτυχία, καθώς, όπως υποστήριζαν, ο Βενιζέλος είχε εξασφαλίσει τη στήριξη του καναλιού, των εκδοτών, του Χρήστου Λαµπράκη και του Γιώργου Μπόµπολα, ενώ στο εγχείρηµα ήταν µέσα και ο Κώστας Σηµίτης.
Πρέπει να οµολογήσω ότι αισθάνθηκα πολύ άσχηµα. Σαν να εξυφαινόταν µια συνωµοσία που µε αφορούσε άµεσα, ως διευθυντή των Νέων, καθώς προεξοφλούσε και τη στάση της εφηµερίδας µου, πίσω από την πλάτη µου. (…) Οσο είχα ζήσει την εφηµερίδα ως αρχισυντάκτης του πολιτικού τµήµατος µε διευθυντή τον Λέοντα Καραπαναγιώτη κι αργότερα ως διευ-θυντής, ποτέ δεν είχα αντιµετωπίσει µια τέτοια κατάσταση. Το «Συγκρότηµα» είχε τη φήµη ότι ανέβαζε και κατέβαζε κυβερνήσεις, η πραγµατικότητα ωστόσο, µε βάση τη δική µου εµπειρία, ήταν πολύ διαφορετική. Είχαµε συνείδηση της πολιτικής δύναµης και της βαρύτητας που είχαν ένας πρωτοσέλιδος τίτλος, ένα επικριτικό άρθρο ή ένα ρεπορτάζ. Δεν θεωρούσαµε ωστόσο ότι ήταν δική µας δουλειά να υπαγορεύουµε τις εξελίξεις. (…) Η πρώτη µου αντίδραση ήταν να αρχίσω να σκέφτοµαι τρόπους να κρατήσω έξω από αυτή την ιστορία Τα Νέα. Δευτέρα πρωί, αµέσως µετά τις εκλογές, κι αφού ο Βενιζέλος είχε εµφανιστεί στο Ζάππειο ζητώντας παραίτηση Γιώργου, ζήτησα να δω τον Λαµπράκη. (…) Πήγαινε στο γραφείο του πολύ νωρίς, πριν φτάσουν τα υπόλοιπα στελέχη του Βήµατος, φρόντισα λοιπόν να ανέβω όταν ήξερα ότι θα είναι µόνος. Αρχισα να κάνω µια πολιτική εισήγηση και να επιχειρηµατολογώ γιατί Τα Νέα, ως «εφηµερίδα όλης της παράταξης», θα έπρεπε να µείνουν έξω από την αντιπαράθεση και να µην πάρουν το µέρος κανενός υποψηφίου. «Πολύ καλά, κύριε Καψή» µε διέκοψε σε µάλλον ψυχρό τόνο. «Τα Νέα µπορεί να κρατήσουν αυτή τη στάση, το Βήµα είναι άλλο θέµα». Ετσι κι έγινε, τα Νέα κράτησαν πολιτική ίσων αποστάσεων, αν και τελικά δεν ξέρω πόσο αποφύγαµε την κριτική. Με την υπερέκθεση του Βήµατος, µας πήρε και εµάς η µπάλα. (…)
Θα μπορούσαν τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά; Γιατί την πλήρωσε μόνο το ΠΑΣΟΚ και όχι η Ν.Δ. ή ο ΣΥΡΙΖΑ με τα δικά τους μνημόνια;
Οι τέσσερις
Σηµίτης, Βενιζέλος, Λαµπράκης, Μπόµπολας, η συνύπαρξή τους στην ίδια πλευρά της εσωκοµµατικής αντιπαράθεσης θέλει προφανώς µια εξήγηση. (…) Ο καθένας πάντως είχε και τους δικούς του ξεχωριστούς λόγους. Για τον Γιώργο Μπόµπολα η ήττα του Καραµανλή είχε κατά κάποιο τρόπο και υπαρξιακό χαρακτήρα. Δεν είχε λησµονήσει την αποτυχηµένη τελικά προσπάθεια να τον εκπαραθυρώσει από τα µέσα ενηµέρωσης. (…) Δεν ίσχυε το ίδιο για τον Χρήστο Λαµπράκη. Δεν είχε κάποιο ανάλογο κίνητρο. Παρά τις αρχικές απειλές, η κυβέρνηση Καραµανλή δεν είχε τολµήσει να συγκρουστεί ανοιχτά µαζί του, ιδίως σε σχέση µε το έργο της ζωής του, το Μέγαρο Μουσικής. Οι σχέσεις θα µπορούσαν να περιγραφούν µε τη φράση «µακριά κι αγαπηµένοι». (…) Οσο για τον Σηµίτη, ήδη από την προεκλογική περίοδο του 2004, είχε ενοχληθεί που ο Γιώργος είχε αποστασιοποιηθεί και δεν είχε υπερασπιστεί το έργο της κυβέρνησής του. Ο Βενιζέλος, τέλος, είχε πάντα τη φιλοδοξία να γίνει αρχηγός, πίστευε µάλιστα ότι το δικαιούτο, ποτέ δεν έδειξε να τρέφει ιδιαίτερη εκτίµηση στις ικανότητες του Γιώργου. (…) Αυτή η οιονεί συµµαχία των τεσσάρων αποτελούσε από µόνη της ένα σοβαρό πρόβληµα για την υποψηφιότητα Βενιζέλου. (…) Σε αυτό το πρόβληµα προστέθηκαν και άλλα λάθη τακτικής. Η ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Βενιζέλου το ίδιο το βράδυ της ήττας ήταν µια αψυχολόγητη πράξη. Ακόµα χειρότερα όµως, το Βήµα κυκλοφόρησε την επόµενη ηµέρα µε τον τίτλο «Παραιτηθείτε, κύριε πρόεδρε». Ηταν µια επίδειξη αλαζονείας αλλά και µια πρωτοφανής παρέµβαση στα εσωτερικά ενός κόµµατος, η οποία είχε βέβαια τα αντίθετα αποτελέσµατα. Αποδείχθηκε καθοριστική.
Μέχρι εκείνη τη στιγµή η πιθανότητα παραίτησης του Γιώργου ήταν υπαρκτή. Αποτελούσε αντικείµενο συζήτησης στον στενό κύκλο των δικών του ανθρώπων. Μετά την επίθεση του Βήµατος, όµως, η παραίτησή του θα ισοδυναµούσε µε εξευτελισµό. Αλλωστε το Βήµα του επέτρεπε πια να χτίσει την προεκλογική του εκστρατεία γύρω από αυτήν την επίθεση. Θα έδινε τη µάχη ενάντια σε όσους ήθελαν να αλώσουν το κόµµα. Η υποψηφιότητά του απέκτησε νόηµα και µάλιστα τέτοιο που άγγιζε τις ευαισθησίες της βάσης. Η αλλαγή τόνου στην καµπάνια του Γιώργου αλλά και στην προσωπική του εικόνα έγινε εµφανής σχεδόν αµέσως. (…) Λίγες ηµέρες µετά το πρωτοσέλιδο του Βήµατος, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω τον βαθµό εµπλοκής του στη διαδικασία. Με πήρε τηλέφωνο θορυβηµένη η Αννα Διαµαντοπούλου, η οποία σκεφτόταν να θέσει και αυτή υποψηφιότητα. Μου είπε πως ένα διευθυντικό στέλεχος του Βήµατος ούτε λίγο ούτε πολύ την είχε απειλήσει ότι αν το έκανε, ο ΔΟΛ θα την κατέστρεφε. Την άκουσα εµβρόντητος και τη διαβεβαίωσα πως ούτε ο ΔΟΛ λειτουργούσε έτσι, ούτε υπήρχε τέτοια «οδηγία» ούτε φυσικά τα Νέα επρόκειτο ποτέ να της επιτεθούν για έναν τέτοιο λόγο. Δεν γνωρίζω αν το τηλεφώνηµα έγινε µε εξουσιοδότηση Λαµπράκη ή ήταν πρωτοβουλία του στελέχους. Προσωπικά πιστεύω το δεύτερο, δεν ταιριάζει στην εικόνα που έχω για τον Λαµπράκη.
Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας συναντήθηκα, µετά από τηλεφώνηµά του, και µε τον Βαγγέλη Βενιζέλο. Βρεθήκαµε στο καφενείο του Χίλτον στο ισόγειο και µου ζήτησε να στηρίξουµε την υποψηφιότητά του. Εγώ δεν ξεχνάω τους φίλους µου, ήταν το νόηµα των λόγων του. Εξήγησα ότι τα Νέα θα παρέµεναν ουδέτερα σε αυτή την αντιπαράθεση. Το ίδιο είπα και στον Κώστα Σηµίτη που µε πήρε στο τηλέφωνο. Η δική του προσέγγιση ήταν διαφορετική. Το ένα άλογο είναι κουτσό, µου είπε, ίσως όχι µε αυτά ακριβώς τα λόγια, το άλλο στραβό, σηµασία έχει ποιο θα µας πάει στη βρύση. Δεν είχα την παραµικρή επικοινωνία µε τον Παπανδρέου. Γενικά δεν µου άρεσε να τηλεφωνώ σε πολιτικούς παρά µόνο όταν ήταν απόλυτη ανάγκη. (…) Ηταν πρωί της 20ής Σεπτεµβρίου 2007 και ο Βαγγέλης Βενιζέλος έφτασε στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ για να πάρει µέρος στη συνεδρίαση του Εκτελεστικού Γραφείου. Στον δρόµο ήταν συγκεντρωµένοι δηµοσιογράφοι, τηλεοπτικά συνεργεία, µέλη του κόµµατος, αλλά και περίεργοι, όταν ξαφνικά ένας άνδρας πετάχτηκε από το πλήθος και έχυσε ένα ποτήρι καφέ πάνω στον υποψήφιο. Ηταν ένα άτοµο µε διαταραγµένη προσωπικότητα, γνωστός στην αστυνοµία, καθώς στο παρελθόν είχε πετάξει µπογιές εναντίον του προέδρου Κωστή Στεφανόπουλου αλλά και αυγά σε µνηµόσυνο του Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτό φυσικά δεν ήταν γνωστό εκείνη τη στιγµή κι ο Βενιζέλος έκανε µια σκληρή δήλωση για κάποιους οι οποίοι ήθελαν να επιστρέψουν τον πολιτικό πολιτισµό «στον µεσαίωνα». Πρόσθεσε ωστόσο ότι «ως µελλοντικός ηγέτης όλης της παράταξης συγχωρώ» όσους γίνονται «καθοδηγούµενα όργανα σε µια αθλιότητα». Η δήλωση έπαιξε στα κανάλια κι ερµηνεύτηκε ως αλαζονική, ιδίως υπό το φως όσων έγιναν αργότερα γνωστά για το ποιόν του δράστη. Ηταν ένα τυχαίο γεγονός, το οποίο ωστόσο από µια ειρωνεία της τύχης συµπύκνωνε την καρδιά ίσως του προβλήµατος της προεκλογικής εκστρατείας του Βενιζέλου. Την εντύπωση δηλαδή ότι πίστευε πως είχε ήδη κερδίσει την αρχηγία. Είχε συµβάλει σε αυτό και το γεγονός ότι έσπευσε το ίδιο το βράδυ των εκλογών να ανακοινώσει από το Ζάππειο την υποψηφιότητά του. Την ώρα που οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ πενθούσαν, αυτός έµοιαζε να περίµενε και να επιθυµούσε την ήττα για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του. (…)
Η ιδιαιτερότητα της εκλογικής αναµέτρησης στο ΠΑΣΟΚ φάνηκε και στις δηµοσκοπήσεις. Οι πρώτες που είδαν το φως λίγες ηµέρες µετά την εκλογική ήττα στις εθνικές εκλογές, έδιναν συντριπτικό προβάδισµα στον Βενιζέλο. Η εικόνα όµως όσο περνούσε ο χρόνος άλλαζε υπέρ του Παπανδρέου. (…) Σε δηµοσκόπηση της MRB τον Οκτώβριο, προηγείτο µε 42,6% έναντι 31,5% του Γιώργου. Οταν όµως το ερώτηµα απευθυνόταν σε αυτούς που θα πήγαιναν να ψηφίσουν, τότε ο Γιώργος προηγείτο µε 50,5% έναντι 43,7% του Βενιζέλου. Ανάλογα αποτελέσµατα είχαν και άλλες δηµοσκοπήσεις. Τελικά ο Γιώργος επικράτησε µε ακόµα µεγαλύτερη διαφορά, παίρνοντας το 55,5% των ψήφων έναντι του 38,5% του Βενιζέλου.