Προ των πυλών νέες επιτοκιακές επιβαρύνσεις για δανειολήπτες

1 year ago 70

Δεδομένη θεωρείται η νέα αύξηση του βασικού επιτοκίου από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 16 Μαρτίου.

Η ανησυχητική «σταθεροποίηση» του πληθωρισμού στο επίπεδο του 8,5% σε επίπεδο Ευρωζώνης αναζωπύρωσε τα σενάρια για περαιτέρω άνοδο του επιτοκίου της ΕΚΤ στην περιοχή του 4% μέχρι το τέλος του χρόνου, κάτι που, εφόσον επιβεβαιωθεί, θα φέρει σε ακόμη πιο δεινή θέση τα εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά που εξυπηρετούν δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου.

Με εξαίρεση έναν πολύ μικρό αριθμό δανείων που εξυπηρετούνται από ευάλωτα νοικοκυριά -και τα οποία μπορούν να αιτηθούν επιδότηση τόκων για ένα 12μηνο-, όλα τα υπόλοιπα νοικοκυριά είναι εκτεθειμένα σε αυξήσεις μηνιαίων δόσεων οι οποίες από τον Μάρτιο θα φτάνουν να ξεπερνούν ακόμη και το 30%.

Σε αντίθεση όμως με τα υπόλοιπα μέτωπα των πρόσφατων οικονομικών κρίσεων (πανδημία, ενεργειακή κρίση, αύξηση κόστους τροφίμων κ.λπ.), για την αύξηση των επιβαρύνσεων από τις δόσεις των δανείων δεν φαίνεται να υπάρχει λύση στήριξης των νοικοκυριών.

Οι επιδοτήσεις τόκων έχουν απαγορευτεί ρητά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ ακόμη και οι επιμηκύνσεις στη διάρκεια αποπληρωμής των δανείων -μέτρο που κατεβάζει το ύψος της μηνιαίας δόσης, αυξάνοντας όμως τελικώς το συνολικό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους- θα δίδονται με φειδώ από τις τράπεζες, αφού κάθε ρύθμιση αυξάνει και το «στοκ» των δανείων που κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν ως επισφαλή.

Το πρόβλημα είναι ήδη μεγάλο και θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο τους επόμενους μήνες, καθώς οι επιπτώσεις από τις αυξήσεις των επιτοκίων λειτουργούν «σωρευτικά». Φαίνεται δε ότι η όποια αποκλιμάκωση στο κόστος του χρήματος θα ξεκινήσει μετά τα μέσα του 2024, κάτι που σημαίνει ότι τα νοικοκυριά που εξυπηρετούν δάνεια έχουν μπροστά τους τουλάχιστον δύο δύσκολα χρόνια.

Παράδειγμα

Για τα νοικοκυριά που εξυπηρετούν δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου, η αύξηση του επιτοκίου -η οποία επιλέγεται ως λύση από την ΕΚΤ με στόχο να περιορίσει τη ζήτηση και κατά συνέπεια να λειτουργήσει αντίρροπα στη δυναμική αύξησης των τιμών- αποτελεί αυτή τη στιγμή το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα.

Το μέγεθος της επιβάρυνσης γίνεται αντιληπτό από το ακόλουθο παράδειγμα: Για υπόλοιπο οφειλής 100.000 ευρώ σε δάνειο που πρέπει να αποπληρωθεί σε 15 χρόνια από σήμερα, η δόση διαμορφωνόταν πέρυσι τον Ιούνιο στα 620 ευρώ. Τότε, το επιτόκιο υπολογιζόταν με 1,5% (όσο και το spread του δανείου), καθώς η ΕΚΤ εφάρμοζε πολιτική μηδενικού επιτοκίου.

Το δε euribor τριμήνου που ήταν στο -0,33% τον Ιούνιο του 2022, τώρα έχει ήδη σκαρφαλώσει στο +2,8%. Αντίστοιχα, η ΕΚΤ εφαρμόζει ήδη επιτόκιο 3% και από τις 16 Μαρτίου το πιο πιθανό είναι ότι θα φτάσουμε στο 3,5%. Τι σημαίνει αυτό για τη δόση του δανείου; Ότι η δόση των 620 ευρώ έχει ήδη γίνει από τώρα 771 ευρώ και ότι από τον Μάρτιο θα αναρριχηθεί ακόμη υψηλότερα στα 797 ευρώ.

Από τον Απρίλιο θα μιλάμε για μηνιαία επιβάρυνση της τάξεως των 176 ευρώ, ενώ ο… πληθωρισμός της δόσης του συγκεκριμένου δανείου (δηλαδή το ετήσιο ποσοστό αύξησης) θα τρέχει με 28%, τέσσερις φορές μεγαλύτερο ποσοστό από το τρέχον επίπεδο του πληθωρισμού.

Για να συγκρατηθεί η δόση του συγκεκριμένου δανείου σε χαμηλότερα επίπεδα, θα πρέπει ή το επιτόκιο να μετατραπεί σε σταθερό (με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο κόστους) ή να επιμηκυνθεί.

Η μετατροπή σε σταθερό -οι τράπεζες προσφέρουν επιτόκια από 3,1% στην τριετία μέχρι και πάνω από 4,5% για διάρκειες άνω των 15-20 ετών μπορεί να εξασφαλίσει βραχυπρόθεσμα μείωση της δόσης, αλλά πρέπει να διασφαλιστεί και το μέλλον, κάτι που δεν είναι εύκολο (δηλαδή να μην κλειδώσει κάποιος ένα πολύ υψηλό σταθερό επιτόκιο που μπορεί να τον ζημιώσει ύστερα από 3-4 χρόνια, όταν θα ξεκινήσει η αποκλιμάκωση των επιτοκίων). Από την άλλη, η αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής εξασφαλίζει μείωση της δόσης, αλλά πρέπει να γίνει αποδεκτή από την τράπεζα.

Το συγκεκριμένο δάνειο που προαναφέρθηκε -και του οποίου η δόση θα ανέλθει στα 797 ευρώ από τον Απρίλιο θα μπορούσε κάλλιστα να εξυπηρετείται με 666 ευρώ τον μήνα αν γινόταν μια επιμήκυνση κατά πέντε έτη (δηλαδή από τα 15 στα 20 χρόνια)

Read Original