Kείμενο: Elisabetta Povoledo © 2023 The New York Times Company / Aπόδοση: Βάλια Δημητρακοπούλου
Παρότι αυτή η πόλη φιλοξενεί τη La Scala, τη φημισμένη Όπερα, ο καθεδρικός ναός του Μιλάνου είναι αδιαμφισβήτητα το πιο αγαπημένο αξιοθέατο της ιταλικής πρωτεύουσας της μόδας και της οικονομίας. Όμως το Ντουόμο, όπως είναι γνωστό, υπήρξε επίσης για έξι αιώνες ένα εξαιρετικά απαιτητικό στη συντήρηση τοπόσημο, απαιτώντας συνεχή φροντίδα ουσιαστικά από τότε που ξεκίνησε η κατασκευή του, το 1386.
Ο καθεδρικός ναός, μαζί με τα περίπου 3.400 αγάλματα και γλυπτά που κοσμούν τις αμέτρητες εσοχές και χαραμάδες του, όπως επίσης και τα υποστυλώματα, τις κορυφές και τα καμπαναριά του, είναι κατασκευασμένος από σπάνιο μάρμαρο ροζ χρώματος που εξορύσσεται από ένα και μόνο λατομείο στις πλαγιές των Άλπεων, περίπου 60 μίλια προς τον βορρά. Τα μοναδικά φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά της πέτρας την καθιστούν ιδιαίτερα όμορφη. Ο εκπληκτικός χρωματισμός συνοδεύεται, ωστόσο, κι από ένα ψεγάδι: το μάρμαρο είναι ιδιαίτερα εύθραυστο. «Το μάρμαρο μπορεί να θρυμματιστεί ξαφνικά», δήλωσε ο Φρανσέσκο Κανάλι, υπεύθυνος του εργοταξίου της Veneranda Fabbrica del Duomo, της εταιρείας που είναι υπεύθυνη για την αποκατάσταση και τη συντήρηση του μνημείου από το 1387. Οι φλέβες στο μάρμαρο περιέχουν ίχνη υποσιδηρούχων υλικών και όταν αυτά ή οι σιδερένιοι πίροι που τοποθετήθηκαν ανά τους αιώνες για να συνδέσουν τις πέτρες μεταξύ τους οξειδώνονται, διαστέλλονται και συνθλίβουν το μάρμαρο σε «θραύσματα ή ακόμη και σε κομμάτια», εξήγησε ο Κανάλι.
Η κλιματική αλλαγή και η ρύπανση επιτείνουν το πρόβλημα. «Η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον έχει επιφέρει σοβαρές συνέπειες», δήλωσε ο Κανάλι, που έχει εκπαιδευτεί ως μηχανικός. Οι εξαιρετικά έντονοι καύσωνες των τελευταίων καλοκαιριών σημαίνουν ότι οι διαφορές στη θερμοκρασία μεταξύ των τμημάτων του καθεδρικού ναού που είναι περισσότερο εκτεθειμένα στον ήλιο και εκείνων που βρίσκονται στη σκιά προς τα βόρεια ενδέχεται να ασκήσουν πρόσθετη πίεση στο μνημείο. Ρύποι όπως το νιτρικό οξύ και το διοξείδιο του θείου δημιουργούν μια μαύρη κρούστα στο μάρμαρο, «όπως η πέτρα που προηγείται της τερηδόνας στα δόντια», δήλωσε ο Κανάλι.
«Υιοθετήστε ένα άγαλμα»
Το κόστος όλου αυτού του καθαρισμού και της συντήρησης ήταν πάντα μεγάλο και τώρα ο καθεδρικός ναός, ο οποίος «ανήκει στους Μιλανέζους», όπως αρέσκεται να λέει ο αρχιερέας του, ο αιδεσιμότατος Τζιαναντόνιο Μποργκόνοβο, αναζητά ενίσχυση από τον ιδιωτικό τομέα για να καλύψει μέρος από τα ατελείωτα έξοδα. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια πρωτοβουλία ονόματι «Υιοθετήστε ένα άγαλμα», η οποία επιτρέπει στις εταιρείες να χρηματοδοτήσουν την αποκατάσταση ενός από τα χιλιάδες αγάλματα του Ντουόμο και, σε αντάλλαγμα, να το πάρουν στον χώρο τους για να το εκθέσουν για τρία χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο ένα εντυπωσιακό μαρμάρινο άγαλμα του βασιλιά Δαβίδ που κρατάει άρπα κατέληξε να εκτίθεται περήφανα σε ένα εταιρικό αίθριο. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, το μαρμάρινο άγαλμα του βιβλικού βασιλιά, που είχε σμιλευτεί από άγνωστο γλύπτη στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα, κοσμούσε το γοτθικού ρυθμού Ντουόμο στο κέντρο της πόλης. Αλλά, αφότου μαράζωσε σε ένα εργαστήριο αποκατάστασης για δεκαετίες, το κόστος για ένα μέρος της επισκευής του αγάλματος καλύφθηκε από μια εταιρεία χημικών προϊόντων με έδρα το Μιλάνο. «Σκεφτήκαμε ότι μια μιλανέζικη εταιρεία όφειλε να έχει ένα μικρό κομμάτι του Ντουόμο, συνεπώς το θεωρήσαμε ένα υπέροχο και συμβολικό έργο», δήλωσε η Βερόνικα Σκουίνζι, διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας Mapei.
Επισήμως, ο καθεδρικός ναός ολοκληρώθηκε το 1965, 579 χρόνια από τότε που άρχισε να χτίζεται, κάτι που εξηγεί την ιταλική ρήση για κάτι που δεν τελειώνει ποτέ: «è come la fabbrica del Duomo» ή «όπως η κατασκευή του Ντουόμο». Η συνεχιζόμενη ανάγκη, βέβαια, για μάρμαρο και επισκευές ήταν επωφελής για το λατομείο στην Καντόλια, ένα χωριουδάκι 200 κατοίκων, το οποίο κατάφερε να συνεχίσει να λειτουργεί χάρη στον έναν και μοναδικό του πελάτη. «Υπάρχει πάντα άφθονη δουλειά», δήλωσε ο Μάρκο Σκολάρι, ο οποίος επιβλέπει το λατομείο της Καντόλια και τα δύο εργαστήρια αποκατάστασης μαρμάρων, το ένα στην Καντόλια και το άλλο στο Μιλάνο.
Δεν υπάρχει περιθώριο λάθους
Οι ειδικοί της Veneranda Fabbrica παρακολουθούν στενά τη δομική κατάσταση του Ντουόμο, με ολόκληρο το μνημείο να είναι καλωδιωμένο με αισθητήρες που παρέχουν συνεχείς ψηφιακές μετρήσεις διαφόρων λειτουργιών, «σαν ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα που το παρακολουθεί συνεχώς», δήλωσε ο Κανάλι. Δύο φορές τον χρόνο, επίσης, τα αγάλματα και τα διακοσμητικά στοιχεία του καθεδρικού ναού υποβάλλονται σε φυσικό έλεγχο από εξειδικευμένους εργάτες που αιωρούνται από γερανούς, επιθεωρώντας τα για σπασίματα και ρωγμές. Όταν απαιτούνται επισκευές, το μάρμαρο υφίσταται προεπεξεργασία πλέον από μηχανήματα, αλλά η ειδική τεχνική εξακολουθεί να είναι απαραίτητη για τους εργάτες πέτρας, που καλούνται να αναπαραγάγουν το έργο των προ πολλού νεκρών γλυπτών. «Το ανθρώπινο χέρι είναι απαραίτητο», δήλωσε ο Σκολάρι.
Ο Φάμπιο Μπελόνι, λαξευτής στο εργαστήριο του Μιλάνου, δήλωσε ότι κάποτε εργάστηκε για 18 μήνες σε ένα μόνο τούβλο στην πρόσοψη του Ντουόμο. «Πρέπει να γνωρίζεις το υλικό, πού να βάλεις τα χέρια σου, δεν υπάρχει περιθώριο λάθους», δήλωσε ο Μπελόνι. «Χρειάζεται υπομονή», πρόσθεσε, και μια λάθος κίνηση «μπορεί να ακυρώσει δουλειά μηνών».
Ένα μεγάλο μέρος της διακοσμητικής λιθοδομής του Ντουόμο χρονολογείται τους δύο τελευταίους αιώνες, μια έξαρση δραστηριότητας που ακολούθησε την ολοκλήρωση της πρόσοψης – για την οποία ο Ναπολέων Βοναπάρτης επέμενε να γίνει μέχρι το 1805, ώστε να έχει ένα κατάλληλο σκηνικό για τη στέψη του ως βασιλιά της Ιταλίας.
Οι Μιλανέζοι της εποχής δεν αποδέχτηκαν αυτή την πρόσοψη, αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε να αγαπήσουν τον καθεδρικό τους ναό. Οι εργασίες της Veneranda Fabbrica επιδοτούνταν για χρόνια από τις δωρεές και τις κληρονομιές πλούσιων Μιλανέζων, αλλά και από ντόπιους με πιο ταπεινή οικονομική κατάσταση, που άφηναν τιμαλφή σε κουτιά στο εργοτάξιο, τα οποία στη συνέχεια δημοπρατούνταν.
«Ακόμα κι αν δεν μπορείς να το δεις»
Μόλις πριν από έναν αιώνα υπήρχε ένα καφέ στην κορυφή του Ντουόμο, όπου οι Μιλανέζοι συναντιούνταν για να διασκεδάσουν και να κουτσομπολέψουν. Στο έδαφος, οι εργάτες που κατασκεύαζαν τον καθεδρικό ναό ανακάλυψαν ότι το σαφράν που χρησιμοποιούσαν για να χρωματίσουν κίτρινα τα βιτρό μπορούσε να έχει και άλλη χρήση, όταν το πρόσθεταν στις κατσαρόλες με το ριζότο για το μεσημεριανό γεύμα, το οποίο σήμερα είναι γνωστό ως ριζότο αλά μιλανέζε. «Ο καθεδρικός ναός ήταν πάντα το σπίτι των Μιλανέζων», δήλωσε ο Φούλβιο Πραβαντέλι, γενικός διευθυντής της Veneranda Fabbrica.
Άγιοι και μαρτυρικές φιγούρες κυριαρχούσαν επί αιώνες ως αγαπημένες θεματικές του ναού, αλλά οι χαράκτες με την πάροδο των χρόνων έχουν καταφέρει να «τρυπώσουν» πιο μοντέρνες μορφές, όπως τον πυγμάχο Πρίμο Καρνέρα, παγκόσμιο πρωταθλητή βαρέων βαρών τη δεκαετία του 1930, ακόμη και ένα μικρό κεφάλι του Αβραάμ Λίνκολν.
Με την πάροδο των χρόνων, εκατοντάδες αγάλματα και διακοσμητικά μοτίβα αντικαταστάθηκαν, ενώ τα πρωτότυπα κατέληξαν σε ένα εναλλακτικό νεκροταφείο στα περίχωρα της πόλης. Για τους λιθοξόους του Μιλάνου και της Καντόλια, ακόμη και η μικρότερη διακόσμηση –που μπορεί να πάρει μήνες για να αναπαραχθεί– αξίζει τον κόπο. «Η ομορφιά της δουλειάς μας είναι να αναδεικνύουμε από ένα κομμάτι μάρμαρο κάτι που δεν υπήρχε», δήλωσε ο Πάολο Σαμπαντίνι, λιθοξόος στο εργαστήριο της Καντόλια, ο οποίος είπε ότι, όταν ένα κομμάτι που αντέγραφε ήταν ιδιαίτερα φθαρμένο, πρόσθετε μια προσωπική πινελιά στη διακόσμηση, παρόλο που ήξερε ότι σε ύψος εκατοντάδων μέτρων από το έδαφος ήταν απίθανο να γίνει αντιληπτό, «ακόμη και με μεγεθυντικό φακό». «Θεωρητικά, ωστόσο, δεν δουλεύουμε για τον εαυτό μας», δήλωσε ο Σαμπαντίνι. «Πρέπει να γίνεται καλά, ακόμα κι αν δεν μπορείς να το δεις, αλλιώς δεν έχουμε λόγο ύπαρξης».