Ξεδιπλώνεται σταδιακά το σχέδιο στήριξης για την ενεργοβόρο βιομηχανία έναντι του υψηλού ενεργειακού κόστους.
Το οικονομικό επιτελείο «ανεβάζει ταχύτητες», σε συνέχεια και του σήματος κινδύνου που εξέπεμψαν προσφάτως εννέα βιομηχανικοί σύνδεσμοι -με επικεφαλής τον ΣΕΒ-, αλλά και της έγκρισης από την Κομισιόν του σχήματος αντιστάθμισης έναντι του κόστους εκπομπών ρύπων για την περίοδο 2021-2030.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», επί θύραις βρίσκεται η κατάθεση της νομοθετικής ρύθμισης από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας που θα «ξεκλειδώσει» τις μακροχρόνιες συμβάσεις φυσικής παράδοσης (PPAs) παραγωγών με μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές. Ήδη, μεγάλοι βιομηχανικοί όμιλοι βρίσκονται σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις με τη ΔΕΗ για τη σύναψη PPAs δεκαετούς διάρκειας, που θα αντικαταστήσουν τα «παλαιά» σταθερά συμβόλαια (με… προπολεμικές τιμές ρεύματος) που έληξαν το 2022, προσφέροντας στις επιχειρήσεις μακροχρόνια ορατότητα και προβλεψιμότητα για το ενεργειακό τους κόστος και επιτρέποντας στη ΔΕΗ μια πιο ευέλικτη διαχείριση του χαρτοφυλακίου των μονάδων της.
Σύμφωνα με τη ρύθμιση που προωθείται, οι ποσότητες αυτές εκκαθαρίζονται στην τιμή τους και οι μονάδες παραγωγής εξαιρούνται του πλαφόν ανά τεχνολογία στη χονδρεμπορική αγορά, με τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας σε ρόλο «ελεγκτή» των PPAs.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι σε αυτό τον μηχανισμό μπορούν να ενταχθούν εταιρείες με συνολική κατανάλωση ρεύματος της τάξης της 1,7 τεραβατώρας, οι οποίες θα βγουν οριστικά από το «κάδρο» τυχόν μελλοντικών επιδοτήσεων.
Από την άλλη πλευρά, η άρση του πλαφόν για την ηλεκτροπαραγωγή που θα καλυφθεί από τις συμβάσεις αυτές «μεταφράζεται» σε απώλεια εσόδων από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, με τους επιτελείς στα υπουργεία ΠΕΝ και Οικονομικών να επιδίδονται σε «ασκήσεις επί χάρτου» για να εκτιμήσουν την επίπτωση, η οποία θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου (που υποχώρησαν χθες κάτω και από τα 55 ευρώ/MWh στον κόμβο TTF), των χονδρεμπορικών τιμών ηλεκτρισμού (που κινούνται για τον μήνα στα 160 ευρώ/MWh έχοντας συγκλίνει με τις αντίστοιχες θερμικές), αλλά και τη σύνθεση του μίγματος της ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ που θα «κλειδωθεί» στα PPAs, ιδίως για τα πρώτα χρόνια, έως ότου αναπτυχθεί το χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ του ομίλου.
Ο γρίφος της Μέσης Τάσης
Το μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα στηριχθούν οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις της Υψηλής και -κυρίως- της Μέσης Τάσης που για διάφορους λόγους δεν προκρίνουν τη σύναψη PPA (σύμφωνα με αρμόδια στελέχη είναι πολλές οι περιπτώσεις που εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία…) και έχουν κυμαινόμενα τιμολόγια με Ρήτρα Αναπροσαρμογής, άρα είναι συνεχώς εκτεθειμένες στις ευμετάβλητες χονδρεμπορικές τιμές.
Για τις επιχειρήσεις αυτές οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τις τελευταίες ημέρες εξετάζεται το ενδεχόμενο να δοθεί -αρχής γενομένης από τον Μάρτιο και έως το τέλος του 2023- πρόσθετη επιδότηση που θα απορροφά το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του κόστους (σε ετήσια βάση) και σε κάθε περίπτωση δεν θα υπερβαίνει τα 60 ευρώ/MWh.
Το κόστος μιας τέτοιας παρέμβασης -πάλι με συγκεκριμένες παραδοχές- εκτιμάται στα 200 εκατ. ευρώ, με το υπουργείο Οικονομικών να έχει τον τελικό λόγο, συνεκτιμώντας προφανώς τον πρόσθετο «χώρο» που δημιουργείται από την πτώση των τιμών του φυσικού αερίου. Υπενθυμίζεται ότι ο προϋπολογισμός συντάχθηκε με μέση τιμή φυσικού αερίου 120 ευρώ/MWh, πολύ υψηλότερη δηλαδή από τη σημερινή.
Βουτιά λιανικών τιμών ρεύματος σύμφωνα με τον δείκτη HEPI
Αισθητά μειωμένη ήταν η λιανική τιμή ρεύματος για το ελληνικά νοικοκυριά τον Ιανουάριο, γεγονός που οφείλεται στις ενισχυμένες επιδοτήσεις από την πολιτεία. Αυτό προκύπτει από το νέο δελτίο του δείκτη τιμών ενέργειας για οικιακή χρήση (HEPI) που προσδιορίζεται σε μηνιαία βάση από τις Ρυθμιστικές Αρχές Ενέργειας της Αυστρίας και της Ουγγαρίας, σε συνεργασία με την εταιρεία VaasaETT.
Σύμφωνα με το δελτίο, η μέση λιανική για τους οικιακούς καταναλωτές διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στα 28,58 λεπτά ανά κιλοβατώρα τον προηγούμενο μήνα. Ως συνέπεια, κατέγραψε μείωση κατά 7% σε σχέση με τον Δεκέμβριο, όταν είχε αγγίξει τα 30,61 λεπτά ανά KWh.
Καθώς η έρευνα διεξάγεται σε επίπεδο ευρωπαϊκών πρωτευουσών, οι αυξημένες ενισχύσεις του Ιανουαρίου είχαν ως συνέπεια το μέσο ελληνικό οικιακό τιμολόγιο στην Αθήνα να κινείται για έναν ακόμη μήνα αισθητά κάτω από τον μέσο όρο των πρωτευουσών των 27 κρατών-μελών. Αν μάλιστα ληφθούν υπόψη μόνο τα κυμαινόμενα τιμολόγια, για τον προσδιορισμό της μέσης λιανικής ρεύματος για τα νοικοκυριά, προκύπτει ότι το μέσο νοικοκυριό στην Ελλάδα (Αθήνα) με κυμαινόμενη χρέωση κατέβαλε τον Ιανουάριο 24,16 λεπτά για κάθε κιλοβατώρα που κατανάλωσε, από 25 λεπτά ένα μήνα νωρίτερα. Ως συνέπεια, η Ελλάδα ήταν η τέταρτη φθηνότερη από τις πρωτεύουσες των 15 κρατών-μελών της Ε.Ε. με αντίστοιχη τιμολόγηση.