Δεν μας παίζει η μοίρα. Ακόμη κι όταν το τυχαίο γεγονός φαίνεται να παίρνει τα ηνία της Ιστορίας· ακόμη κι όταν μια τυχαία φυσική καταστροφή –μια δόνηση ή ένας ιός– φαίνεται να ορίζει τις ζωές μας, το «μοιραίο» παραμένει σχήμα λόγου.
Φαίνεται τώρα πιο καθαρά με όσα είχαμε χρεώσει στην πανδημία. Οι αλλαγές που βαφτίζαμε «πανδημικές» είχαν ήδη αρχίσει να συντελούνται, απλώς τις επιταχύνει η υγειονομική κρίση. Το ίδιο βλέπει κανείς και στις παρενέργειες του σεισμού στην Τουρκία. Η ηθική και πολιτική απογύμνωση του καθεστώτος δεν προκαλείται, αλλά επιταχύνεται από την «τυχαία» συμφορά.
Παγιδευμένο στους ιδεασμούς τού ενός, το καθεστώς είχε ήδη χάσει τον τρόπο να είναι ωφέλιμο και αποδεκτό στην πλειοψηφία που το στήριζε ή που το ανεχόταν. Για τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό που αποσάθρωνε την τουρκική οικονομία δεν έφταιγε η κίνηση των τεκτονικών πλακών. Εφταιγε –και φταίει– ο ανορθολογισμός μιας ηγεσίας που νόμιζε ότι με την πλάνη των πρόσκαιρων αυξήσεων και της πρόωρης συνταξιοδότησης θα καμουφλάρει το πρόβλημα.
Το καθεστώς είχε πάψει να πείθει ότι μπορεί, παρά τον αυταρχισμό του, να κάνει τη ζωή των Τούρκων καλύτερη, πολύ πριν ο Εγκέλαδος αποκαλύψει ότι η διεφθαρμένη γραφειοκρατία του μπορεί να ευθύνεται για τις «χάρτινες» κατασκευές ή για την αδυναμία των κρατικών υπηρεσιών να επιτελέσουν τα στοιχειώδη της πολιτικής προστασίας.
Ρωτάμε συνέχεια τα τελευταία χρόνια τους ανασφαλείς εαυτούς μας στη Δύση: Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες; Η απλοϊκή, αλλά όχι και τόσο λάθος απάντηση είναι ότι πεθαίνουν όπως και οι δικτατορίες. Η απονομιμοποίησή τους έρχεται όταν αποτυγχάνουν στην αρχαϊκή, χομπσιανή αποστολή τους να προστατεύσουν την ανθρώπινη ζωή και τις υλικές συνθήκες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η διάρρηξη του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, που εγγυόταν στις δυτικές κοινωνίες ανάπτυξη και ευημερία για τους πολλούς, μεταβολίστηκε και σε θεσμική κρίση. Η δημοκρατία έπαψε να παράγει για τον εαυτό της νομιμοποίηση.
Η ίδια «μοίρα» απονομιμοποίησης περιμένει και τις δικτατορίες που μπορεί να εγκαθίστανται με την επιβολή, αλλά δεν στέκουν αν δεν στηρίζονται και σε γνήσια, «λαϊκά» ερείσματα. Θυμάται κανείς τι είχε πει ένας homo sovieticus στη Σβετλάνα Αλεξίεβιτς: «Το καθεστώς δεν έπεσε από τα Γκούλαγκ. Επεσε επειδή δεν είχαμε πορτοκάλια. Δεν είχαμε χαρτί υγείας. Δεν είχαμε αυτά τα γ@μένα τα μπλουτζίν». Ομοίως, το καθεστώς της Αγκυρας δεν απειλείται τόσο επειδή έκοψε προχθές το Instagram και το Twitter, όσο επειδή δεν μπορεί καν να βγάλει τον στρατό για να μοιράσει συντεταγμένα την ξένη ανθρωπιστική βοήθεια.
Η μεγάλη διαφορά των δημοκρατιών σε κρίση είναι ότι εκείνες έχουν μηχανισμούς αυτοδιόρθωσης. Οι δικτατορίες πεθαίνουν με τον τρόπο που δεσπόζουν: στα τυφλά.
Made in Cyprus
Τον Μάρτιο του 2013 η αντιμνημονιακή αντιπολίτευση στην Ελλάδα είχε υψώσει τα λάβαρα: Να! Ορίστε! Κάντε το όπως οι Κύπριοι αδελφοί. Πείτε το μεγάλο «Οχι», όπως η δική τους Βουλή! Τα λάβαρα έμειναν στον ιστό για μία εβδομάδα. Το «κούρεμα» των τραπεζικών καταθέσεων επέβαλε την υποστολή. Αυτή την προκωλοτουμπική υποσημείωση της ιστορίας θύμισε η σπέκουλα των τελευταίων ημερών για τις δημοσκοπήσεις στην Κύπρο. Να! Ορίστε! Κι εκεί τα γκάλοπ ήταν προμελετημένα, καρφωτά και λαδωμένα! Αυτή η απεγνωσμένη αναζήτηση για σημάδια που μπορεί να καταστήσουν αληθοφανή τη φιλολογία ότι η πολιτική πραγματικότητα δεν είναι όπως τη βλέπουμε, μπορεί να αποδοθεί σε αναγκαίο ψέμα: Τι να κάνουν; Να πουν ότι αναγνωρίζουν τα γκάλοπ; Στην περίπτωση όμως των επιλεκτικών κυπριολόγων, αυτό που λένε δεν είναι βέβαιο ότι απέχει πολύ από αυτό που πιστεύουν. Φαίνεται να έχουν πείσει τους εαυτούς τους ότι η υστέρησή τους είναι προϊόν συμπαιγνίας των πετσωμένων media και των συνδεδεμένων γκαλοπατζήδων. Το πολιτικό τους αισθητήριο δεν συλλαμβάνει καν τον απόηχο του λόγου τους. Δεν τους προβληματίζει, ας πούμε, η εκκωφαντική ασυγκινησία της κοινωνίας στα τύμπανα του Ανένδοτου; Οχι. Για την υπέρταση είναι καλύτερα να φταίει το πιεσόμετρο.
Αυλάκια
Αυτοί που βρίζουν το ΠΑΣΟΚ σαν εκβιάσιμο και «πιασμένο» για να πετύχουν μαζί του την προοδευτική διακυβέρνηση είναι σαν εκείνους που σκάβουν το γήπεδο για να φέρουν στα ίσια του το δοκάρι.