Κύριε διευθυντά
Ο κ. Τάκης Θεοδωρόπουλος παρουσιάζει με ενάργεια την έννοια του όρου «βαθύ κράτος» («Καθημερινή» 23/3/2023). Παρότι δεν συμφωνώ πάντοτε μαζί του, εδώ οφείλω να τον συγχαρώ για το μεστό περιεχομένου κείμενό του. Γράφει, το «βαθύ κράτος» ήταν ιεραρχημένο και δρούσε σχεδόν με στρατιωτική πειθαρχία. Ηταν ένας γίγαντας με κεφάλι, χέρια και πόδια. Στην Ελλάδα, όταν μιλάμε για βαθύ κράτος εννοούμε «ένα ασπόνδυλο μαλάκιο διάσπαρτο σε όλους τους τομείς της διοίκησης». Το αποτελούν διάφορες ομάδες που δεν έχουν συγκεκριμένο στόχο, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους και «δρουν αντανακλαστικά».
Το «βαθύ κράτος» όπως το εννοούμε, δεν έχει «πολιτικό προσανατολισμό» και δεν έχει οργάνωση. Και είναι δύσκολη η αντιμετώπισή του από οποιαδήποτε πολιτική ηγεσία, όσο αποφασισμένη και αν είναι να το υποτάξει ή να το δαμάσει. Ο Τ.Θ. καταλήγει με μια απαισιόδοξη προοπτική για το μέλλον: «Οι κυβερνήσεις αλλάζουν, όμως οι σταθμάρχες μένουν, όπως και οι καθηγητές ή οι δικαστές». Οι πολιτικοί είναι εκεί για να μη συγκρουστούν με το βαθύ κράτος. «Αλλιώς θα πνιγούν στην κολλώδη ουσία του μαλακίου». Και κάτι το επίκαιρο: Το δίλημμα των εκλογών είναι, ποιος μπορεί να πετάξει το μαλάκιο στα σκουπίδια. Οσον αφορά τον συγκεκριμένο σταθμάρχη, αφού πήρε προαγωγή, η «μοίρα» του (και η μοίρα μας) ήταν προδιαγεγραμμένη. Από Θεσσαλονίκη ώς Αθήνα δεν υπάρχει άλλος κεντρικός σταθμός που να ταιριάζει στον βαθμό και στο ηθικό ανάστημα του κυρίου. Αυτή ήταν η θέση του. «Τοιούτος έπρεπε ημίν σταθμάρχης!».