Κορυφαία στελέχη και χρηματοδότες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος προσπαθούν να αποτρέψουν την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ και συζητούν το πώς θα μπορούσαν να εμποδίσουν τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ από το να εξασφαλίσει ξανά το χρίσμα για τις προεδρικές εκλογές του 2024.
«Ωστόσο, δεν έχουν σαφές σχέδιο για να τον σταματήσουν», σχολιάζει το Politico, σκιαγραφώντας την ανησυχία πολιτικών στελεχών που φοβούνται ότι ο Τραμπ, για άλλη μία φορά, θα επικρατήσει στο διασπασμένο ρεπουμπλικανικό κόμμα, λαμβάνοντας το 30%-40% που είχε συγκεντρώσει και στις πρώτες προκριματικές εκλογές του 2016. Αυτό το ποσοστό, θα μπορούσε να αποδειχθεί αρκετό για να κερδίσει το χρίσμα.
Μέλη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος εμφανίζονται θορυβημένα και ακόμη και παράγοντες που παλιότερα υποστήριζαν ένθερμα τον Τραμπ, διστάζουν να παραδεχθούν δημοσίως αυτό που όλοι τους συζητούν κατ’ ιδίαν: «Ότι αν ο πρώην πρόεδρος κερδίσει και πάλι στις προκριματικές εκλογές, είναι πολύ πιθανό να χάσει εκ νέου από τον Τζο Μπάιντεν, ακόμη και αν ορισμένες δημοσκοπήσεις τον δείχνουν μπροστά από τον αντίπαλό του», σημειώνει το Politico.
Mέλη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, χρηματοδότες, αναλυτές και επικεφαλής εσωτερικών πολιτικών κύκλων, παραδέχονται ότι συζητούν για τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να διασφαλίσουν ότι ο Τραμπ δεν θα εκμεταλλευτεί για άλλη μια φορά το κλίμα διχασμού για να κερδίσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών.
Ο μεγάλος φόβος των Ρεπουμπλικάνων
Το 2020, μετά τις εκλογές και την εισβολή στο Καπιτώλιο, ο μεγάλος χρηματοδότης των Ρεπουμπλικάνων Έρικ Λεβίν, είχε κάνει έκκληση προς το κόμμα να απομακρυνθεί από τον Τραμπ. Τώρα τον χαρακτηρίζει «μεταστατικό καρκίνο» που «αν δεν σταματήσει, θα καταστρέψει το κόμμα». «Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένας αποτυχημένος. Είναι ο πρώτος πρόεδρος μετά τον Χούβερ που χάνει τη Βουλή, τη Γερουσία και την προεδρία μέσα σε μία μόνο θητεία», καταγγέλλει ο Λεβίν.
Ο μεγάλος φόβος μεταξύ δωρητών όπως ο Λεβίν, αλλά και άλλων παραγόντων του κόμματος, είναι ότι θα επαναληφθεί το σκηνικό του 2016, και αρκετοί Ρεπουμπλικάνοι θα κατέβουν υποψήφιοι στον προκριματικό γύρο, προκαλώντας διάσπαση που θα επιτρέψει στον Τραμπ να κερδίσει.
«Ορισμένοι από αυτούς τους κορυφαίους Ρεπουμπλικάνους συναντώνται με πιθανούς υποψηφίους και τους λένε ότι αν θέλουν να κατέβουν υποψήφιοι, θα πρέπει οπωσδήποτε να το κάνουν – αλλά ότι θα πρέπει επίσης να είναι προετοιμασμένοι να αποσυρθούν πολύ πριν από την έναρξη των προκριματικών εκλογών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα αναδείξει τον καλύτερο υποψήφιό του απέναντι στον Μπάιντεν.»
Μεγάλοι δωρητές που έχουν συζητήσει με τους πιθανούς υποψήφιους απέναντι στον Τραμπ, όπως η πρώην πρέσβειρα των Ηνωμένων Πολιτειών στον ΟΗΕ Νίκι Χέιλι, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο και ο πρώην αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, λένε ότι όλοι τους κατανοούν τους κινδύνους για το κόμμα, αν όχι και για τη χώρα, από μια επιστροφή του Τραμπ. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλοι αυτοί οι πιθανοί υποψήφιοι έχουν ασκήσει δημόσια κριτική στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ.
«Θέλει ο Μάικ Πενς η παρακαταθήκη του να είναι ότι συγκέντρωσε το 4% των ψήφων και βοήθησε στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ;» σχολίασε σύμβουλος ενός μεγάλου χρηματοδότη των Ρεπουμπλικανών. «Το ίδιο ισχύει και για τον Μάικ Πομπέο, το ίδιο ισχύει και για τη Χέιλι. Θέλουν φυσικά να κερδίσουν, αλλά θα έχουν πιο σοβαρό λόγο να αποσυρθούν από την «κούρσα» νωρίτερα, γνωρίζοντας τι θα σήμαινε αυτό για τη χώρα και το κόμμα.»
«Ο Τραμπ καταλαβαίνει»
Ο Τραμπ φαίνεται να αναγνωρίζει ότι το σενάριο των πολλών υποψηφίων θα τον βοηθούσε, και τηρεί σιγή ιχθύος ακόμη και όταν ορισμένοι από τους παλιούς, στενότερους συνεργάτες του εμφανίζονται έτοιμοι να διεκδικήσουν το χρίσμα. Αντίθετα, στρέφει τα πυρά του στον Ρον ντε Σάντις, τον κυβερνήτη της Φλόριντα που προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Ο Τραμπ δεν «σήκωσε το γάντι» ούτε απέναντι στην πρώην πρέσβειρά του στα Ηνωμένα Έθνη, Νίκι Χέιλι, που «χλευάζει το πρώην αφεντικό της, απευθύνοντας κάλεσμα για μια “νέα γενιά” ηγεσίας».
Το 2016, δωρητές και κορυφαία στελέχη των Δημοκρατικών είχαν συνασπιστεί πριν τις προκριματικές εκλογές, υποστηρίζοντας τη Χίλαρι Κλίντον. Αν ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι ακολουθήσουν τώρα την ίδια στρατηγική, ο υποψήφιος που είναι πιθανότερο να ωφεληθεί είναι ο Ρον ντε Σάντις, ο οποίος ξεπερνά τον Τραμπ σε ορισμένες δημοσκοπήσεις, στο ερώτημα της μεταξύ τους σύγκρισης.
Σύμφωνα με το Politico, ο Ντε Σάντις έχει πλεονεκτήματα, μεταξύ των οποίων και το γεγονός ότι συγκέντρωσε πάνω από 200 εκατομμύρια δολάρια για την καμπάνια επανεκλογής του, καθώς και το ότι εκμεταλλεύεται τη θέση του στη Φλόριντα, για να επιτίθεται στους Δημοκρατικούς σε θέματα κουλτούρας. «Όμως δεν έχει δοκιμαστεί στην εθνική πολιτική σκηνή, και φημολογείται έντονα ότι ίσως είναι αδέξιος στις τυπικές πολιτικές συνδιαλλαγές.»
Ένα από τα παράδοξα της δεδομένης πολιτικής συγκυρίας, είναι ότι όσο πιο αδύναμος φαίνεται ο Τραμπ, με τις έρευνες σε βάρος του, σε τοπικό αλλά και ομοσπονδιακό επίπεδο, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα περισσότεροι εν δυνάμει υποψήφιοι να ξεκινήσουν τη δική τους καμπάνια, απέναντι στον Τραμπ. «Και όσο περισσότεροι υποψήφιοι εισέρχονται στην κούρσα, τόσο πιο εύκολο γίνεται για τον Τραμπ να κερδίσει με ολοένα και μικρότερο ποσοστό ψήφων», σημειώνει στην ανάλυσή του το Politico.
Το παράδειγμα των Δημοκρατικών
Ρεπουμπλικάνοι και ενεργοί «πυρήνες» του κόμματος, επισημαίνουν στις συζητήσεις τους τη στρατηγική των Δημοκρατικών που το 2020 οπισθοχώρησαν σχεδόν ταυτόχρονα και στήριξαν τον Μπάιντεν. Οι Ρεπουμπλικάνοι ανησυχούν ότι δεν υπάρχει στο κόμμα τους μια αντίστοιχη Νάνσι Πελόζι ή κάποιος σαν τον Τζιμ Κλάιμπερν, που να μπορούν να ασκήσουν πίεση στους επίδοξους υποψηφίους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Ακόμα και έτσι όμως, δωρητές εξετάζουν τώρα το σενάριο να συγκεντρώσουν χρήματα από κοινού, στην κρίσιμη στροφή των προκριματικών εκλογών, ώστε να αναδειχθεί μια πραγματική εναλλακτική απέναντι στον Τραμπ. «Οι δωρητές έχουν βάλει μυαλό», δήλωσε ο Λίαμ Ντόνοβαν, στρατηγικός σύμβουλος του κόμματος. «Αυτός είναι ο κύριος μηχανισμός ελέγχου. Δεν θα υπάρχει “οξυγόνο” για πολλούς από αυτούς (σ.σ τους εν δυνάμει υποψήφιους), ούτε διαθέσιμοι πόροι.»
Μετανιωμένοι δωρητές
«Δεν νομίζω πως θα στηρίξουν τον Τραμπ πολλοί δωρητές, σε αυτό το σημείο», εκτιμά ο Αντι Σάμπιν, μεγιστάνας των μετάλλων που είχε δωρίσει πάνω από 100.000 δολάρια στον Τραμπ κατά το παρελθόν, και το 2019 είχε φιλοξενήσει στην έπαυλή του στο Χάμπτονς μια εκδήλωση συγκέντρωσης χρημάτων για τον Τραμπ. Τώρα λέει ότι δεν θα έδινε «ούτε δεκάρα» για εκείνον. «Ο Τραμπ νοιάζεται μόνο για τον Τραμπ, ίσως να μην τον ενδιαφέρει αν θα χάσουμε, αρκεί να κάνει το κομμάτι του, αλλά δεν ξέρω κανέναν δωρητή που να θέλει να δώσει έστω και μια δεκάρα στον Τραμπ.»
Ο Σάμπιν δεν είναι ο μόνος. Ο Στίβεν Σβάρτσμαν, διευθύνων σύμβουλος της Blackstone, ο οποίος είχε δωρίσει 3,7 εκατομμύρια δολάρια στον Τραμπ και σε ομάδες που συνδέονται με τον Τραμπ τα τελευταία χρόνια, δήλωσε μετά τις ενδιάμεσες εκλογές ότι «ήρθε η ώρα το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να στραφεί σε μια νέα γενιά ηγετών και σκοπεύω να υποστηρίξω έναν από αυτούς στις προκριματικές προεδρικές εκλογές».
Ο Κεν Γκρίφιν, διευθύνων σύμβουλος της Citadel, που έδωσε 60 εκατομμύρια δολάρια σε Ρεπουμπλικανικούς υποψηφίους και εκστρατείες το 2022, υιοθέτησε παρόμοια στάση μετά τις ενδιάμεσες εκλογές και ανακοίνωσε την υποστήριξή του στον Ντε Σάντις.
Πηγή: Politico
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr