Οι πρόσφατες αναταράξεις στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, με τις καταρρεύσεις τραπεζών στις ΗΠΑ και τον αναγκαστικό γάμο της Credit Suisse με τη UBS στην Ευρώπη, ξύπνησαν μνήμες από τη μεγάλη κρίση του 2008, αλλά και ήταν μία ηχηρή υπενθύμιση πως έκτοτε ο πλανήτης βιώνει αλλεπάλληλα σοκ. Η χρηματοπιστωτική ασφυξία εξελίχθηκε σε κρίση χρέους, η κρίση χρέους σε οξύτατη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση και οι προκλήσεις δεν σταμάτησαν εκεί. Η χειρότερη προσφυγική κρίση από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Brexit που «μίκρυνε» την ΕΕ, ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας, η πανδημία του Covid-19, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση.
Μπορεί κανείς να πει ότι οι σημερινοί 15χρονοι δεν έχουν ζήσει «κανονικότητα» – γνωρίζουν μόνο ένα περιβάλλον διαρκών ανατροπών, αβεβαιότητας και γενικευμένου άγχους. Και το καθόλου παρήγορο είναι πως το ερώτημα στο μυαλό των αναλυτών δεν είναι πότε θα δούμε το τέλος των κρίσεων, αλλά ποια είναι η επόμενη, που έρχεται.
Το ερώτημα αυτό έθεσε σε πρόσφατη παγκόσμια έρευνα επενδυτών και η JPMorgan Chase.
Εν μέσω επίμονα υψηλού πληθωρισμού, δραστικών αυξήσεων στα επιτόκια και εξαιρετικά αδύναμης ανάπτυξης, οι φόβοι για νέο κύμα κόκκινων δανείων έχουν επανέλθει στο προσκήνιο. Και αυτοί αφορούν πρωτίστως τα δάνεια για το εμπορικό real estate, δηλαδή για ακίνητα επαγγελματικής χρήσης.
Το πρόβλημα φέρεται να είναι οξύτερο στις ΗΠΑ από ό,τι στην Ευρώπη. Και τούτο γιατί το ΔΝΤ υπολογίζει ότι το commercial real estate (CRE) καλύπτει κατά μέσο όρο το 6% των δανείων στην Ευρώπη, έναντι ποσοστού 18% στις ΗΠΑ. Στη γηραιά ήπειρο πιο ευάλωτες φαίνεται να είναι οι τράπεζες της Γερμανίας και των σκανδιναβικών χωρών.
Το «ταβάνι» στο αμερικανικό χρέος, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι και οι υπερβολικές αυξήσεις επιτοκίων, ακολουθούν με μεγάλη διαφορά στις πηγές κρίσεων που προσδιορίζουν οι επενδυτές.