H σημερινή κυβέρνηση, αλλά και αυτή που θα αναδειχθεί από τις προσεχείς βουλευτικές εκλογές, θα έχει πολύ στενότερα περιθώρια να συμβάλει ώστε να καλυφθεί μέρος της ζημιάς που προκαλεί σε εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά η αύξηση των επιτοκίων, από αυτά που είχε για να αντιμετωπίσει προηγούμενες κρίσεις.
Παρά την καλύτερη του προβλεπόμενου πορεία του ΑΕΠ και των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, η έμφαση κατά την «επόμενη μέρα» των διαδοχικών κρίσεων -πανδημία, ενεργειακή, πληθωριστική θα πέσει από την Ευρώπη στο «συμμάζεμα» του δημοσίου χρέους, στον αυστηρό έλεγχο των δημοσίων δαπανών, αλλά και στην παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων.
Και αυτό προκειμένου να «θωρακιστεί» η διαδικασία εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους -όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και να μην μπουν στο στόχαστρο των αγορών χώρες της Ευρωζώνης σχετικά με την ικανότητά τους να εξυπηρετούν τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Για την παροχή στήριξης προς τους δανειολήπτες υπάρχει ακόμη μια δυσκολία, η οποία μάλιστα μεγαλώνει λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί τις τελευταίες εβδομάδες για τις αντοχές του τραπεζικού συστήματος. Πηγάζει από το γεγονός ότι η χορήγηση μαζικών ρυθμίσεων τόσο για στεγαστικά όσο και για επιχειρηματικά δάνεια μπορεί να επιβαρύνει τους ισολογισμούς των τραπεζών και να δημιουργήσει την ανάγκη να ληφθούν πρόσθετες προβλέψεις από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Το κόκκινα δάνεια
To ενδεχόμενο να αυξηθούν τα κόκκινα δάνεια στην Ελλάδα είναι ανοικτό και ήδη έχουν αρχίσει να γίνονται οι πρώτες εκτιμήσεις για τα ποσά των οφειλών που θα σταματήσουν να εξυπηρετούνται, κάτι που βεβαίως θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και από τη συνολική πορεία της ελληνικής οικονομίας. Το βέβαιο είναι ότι για μια σειρά από λόγους δεν θα υπάρχουν τα περιθώρια της κρατικής στήριξης όπως συνέβη με τις τιμές των τροφίμων (market pass, έκτακτες εισοδηματικές ενισχύσεις), τις τιμές της ενέργειας (επιδότηση πετρελαίου θέρμανσης, fuel pass 1 και 2, επίδομα θέρμανσης, επιδότηση τιμής φυσικού αερίου και επιδότηση ηλεκτρικού ρεύματος) κ.λπ. Ποια είναι τα εμπόδια;
Με την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας είναι δεδομένο ότι θα μπουν αυστηρότεροι δημοσιονομικοί στόχοι. Μπορεί οι συζητήσεις να μην έχουν καταλήξει μέχρι τώρα, όμως ακόμη και το ελληνικό σχέδιο που θα κατατεθεί στο τέλος Απριλίου στη Βουλή θα θέτει ως στόχο την παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος λίγο πάνω από το 2%. Θα είναι επομένως ένα ποσό τουλάχιστον 3 δισ. ευρώ μεγαλύτερο συγκριτικά με τον στόχο του 2023 και ακόμη μεγαλύτερο συγκριτικά με το 2022, που φαίνεται να κλείνει τελικώς με έλλειμμα περίπου 2 δισ. ευρώ, δηλαδή στην περιοχή του 1%.
Το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας που θέλει να προωθήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενσωματώνει έναν καινούργιο «κόφτη» που αφορά τις «καθαρές δημόσιες δαπάνες». Πρακτικά, αυτός θα περιορίζει τα περιθώρια για χρηματοδότηση μέτρων στήριξης στο σκέλος των δαπανών (δηλαδή επιδοτήσεις), ακόμη και αν τα έσοδα πηγαίνουν καλύτερα του αναμενομένου. Επίσης, ο ευρωπαϊκός κανόνας προβλέπει ότι σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου που θα προκύπτει με βάση τον κόφτη των καθαρών δαπανών, θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα στο σκέλος των εσόδων (δηλ. φόροι).
Ο εποπτικός φορέας των τραπεζών (SSM) δεν αφήνει πολλά περιθώρια στις κυβερνήσεις να στηρίξουν τους δανειολήπτες, θεωρώντας τέτοιου είδους πολιτικές ως «κρατική παρέμβαση». Ούτως ή άλλως και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τάσσεται πλέον ανοικτά υπέρ του περιορισμού των μέτρων στήριξης (ειδικά των οριζόντιων), υποστηρίζοντας ότι «θολώνουν» το μήνυμα που θέλει να περάσει η ΕΚΤ στην αγορά με το σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής. Το μεγάλο ζητούμενο για να μετριαστούν τα εμπόδια που προαναφέρθηκαν είναι να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα ο ρυθμός ανάπτυξης καθώς αυτό επηρεάζει και το όριο των δαπανών και φυσικά τον όγκο των δανείων που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν πρόβλημα. Από την άλλη, το επόμενο χρονικό διάστημα αναμένεται να πυκνώσουν οι επαφές των δανειοληπτών με τις τράπεζες ώστε μέσω εξατομικευμένων ρυθμίσεων να προσαρμοστεί η δόση σε πιο διαχειρίσιμα επίπεδα, πριν φτάσει το δάνειο να κοκκινίσει. Αντίστοιχες πρακτικές αναμένονται και από τους servicers οι οποίοι και διαχειρίζονται αυτή τη στιγμή δάνεια περίπου 70 δισ. ευρώ.