ΚΑΖΟΥΟ ΙΣΙΓΚΟΥΡΟ
Νυχτωδίες
μτφρ.: Αργυρώ Μαντόγλου
εκδ. Ψυχογιός, σελ. 246
Οι καθ’ όλα πειστικοί χαρακτήρες μπαινοβγαίνουν με άνεση από το ένα μικροαφήγημα στο άλλο. Δεν ενδίδουν στις όποιες ευκολίες του μοντερνισμού.
Πρόκειται για µια συλλογή πέντε διηγημάτων του νομπελίστα Καζούο Ισιγκούρο (1954 – ). Τα γνωρίσαμε πρώτη φορά στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2009. Θυμίζω τον τίτλο και τον υπότιτλο του εν λόγω κουιντέτου: «Νυχτερινά. Πέντε ιστορίες της μουσικής και της νύχτας». Επαναπροσεγγίζοντας σήμερα τα κομμάτια αυτά, με τη μεσολάβηση της έμπειρης Αργυρώς Μαντόγλου, επαληθεύουμε άλλη μία φορά τις κειμενικές τους αρετές. Η ώσμωση διαφόρων μουσικών ιδιωμάτων με την πεζογραφία υψηλών αποστάξεων κρίνεται πρόσφορη από κάθε άποψη. Οι καθ’ όλα πειστικοί χαρακτήρες μπαινοβγαίνουν με άνεση από το ένα μικροαφήγημα στο άλλο. Δεν ενδίδουν, το τονίζω αυτό, στις όποιες ευκολίες του μοντερνισμού. Ούτε πέφτουν στις παγίδες μιας συμβατικής, δήθεν ρεαλιστικά ορθής ανάπλασης ορισμένων κρίσιμων περιπετειών που χαρακτηρίζουν τη διαβίωση των αυθεντικών καλλιτεχνών. Η αυστηρή δομή συνιστά, άλλωστε, την απαραίτητη δικλίδα ασφαλείας. Οι ενδοψυχικές τριβές προβάλλονται με τη σαφήνεια, την αβρότητα και τη νηφαλιότητα, οι οποίες, ως γνωστόν, διακρίνουν τον δόκιμο παρατηρητή των ανθρωπίνων. Ετσι, το κειμενικό κύρος διατηρείται πράγματι αλώβητο από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα του βιβλίου.
Σημειώνω ότι ο διάκοσμος παραλλάσσεται εντατικά. Από τη Βενετία και συγκεκριμένα από την εμβληματική πλατεία του Αγίου Μάρκου, κοινό τοπόσημο πολλών λογοτεχνικών εμπεδώσεων, μεταφερόμαστε τόσο στην «καθησυχαστική» ύπαιθρο του Ηνωμένου Βασιλείου όσο και στα ενδότερα ενός τυπικού διαμερίσματος της πολυφωνικής πρωτεύουσάς του. Ο συγγραφέας δεν θα παραλείψει, επίσης, να μας ξεναγήσει στη συνέχεια, με την ίδια πάντα άνεση και λεκτική εγρήγορση, σε σημαίνουσες εστίες του Χόλιγουντ. Η εντατική δραματουργία είναι ευφυώς ενταγμένη στον δεδομένο χωροχρόνο της. Κατά συνέπεια, οι αληθινές ιστορίες των μουσικών, οι οποίες άρδευσαν τις «Νυχτωδίες» έχουν μεταμορφωθεί σε επικράτειες αναγνωστικής απόλαυσης. Κατά τα άλλα, ο εγνωσμένος διηγητικός «πραγματισμός» του όμαιμου Κόμπο Αμπέ (1924-1993), η καθοριστική οικονομία της αμφισημίας του Αντον Τσέχοφ (1860-1904), η ρηματική εντελέχεια του Ρέιμοντ Κάρβερ (1938-1988), αλλά και η αδιάπτωτη αμεσότητα των εκφάνσεων, την οποία υιοθετεί ένας άλλος νομπελίστας, ο Κενζαμπούρο Οε (1935 – ) φαίνεται ότι συναποτελούν ευδιάκριτους συγγενικούς δείκτες των ειδικότερων υφολογικών προαιρέσεων των «Νυχτωδιών». Ο Καζούο Ισιγκούρο διαχειρίζεται το πρωτογενές υλικό του, ήτοι τον βίο και την πολιτεία διασήμων ή και παντελώς ασήμων, συνήθως απέλπιδων μουσικών, κατά τρόπο διεισδυτικό, συστηματικά αποδεικτικό και ταυτοχρόνως υποδειγματικά διαυγή. Μένει, εννοώ, πιστός στην παράδοση εκείνη, η οποία προγραμματικά επιμένει όχι μόνο να αντιλαμβάνεται πλήρως την εξ αντικειμένου πραγματικότητα, αλλά και να την αξιοποιεί σε απόλυτο βαθμό. Μέσα από τις διεξοδικές αναφορές των αιτίων και των αιτιατών των πολλαπλών ψυχοπνευματικών διακυμάνσεων της αισθητικής ύπαρξης, η γραφή αναζητεί στην προκειμένη περίπτωση μια μη δογματική επεξήγηση της ιλαροτραγωδίας, η οποία χαρακτηρίζει στο σύνολό της τη συμπεριφορά των φορέων ενός αναντίρρητου, ισόβιου μουσικού πάθους. Ο,τι, εν ολίγοις, οδηγεί συναινετικά τις επιλεγμένες αρχετυπικές περσόνες των «Νυχτωδιών» στην όποια καλλιτεχνική απαρτίωσή τους.
Η τύχη και η ανάγκη, κοντολογίς οι δημοκρίτειες συνισταμένες της ζωής, διαμορφώνουν ακόμη μία φορά το πλαίσιο της σκηνικής δράσης. Η δε άνοδος και η αναπόφευκτη πτώση των ηρώων που κυκλοφορούν στις «Νυχτωδίες» συναρτάται ασφαλώς και από τις όποιες εμπεδώσεις τους στον αμιγώς ερωτικό τομέα. Συγκρατώ ότι η ανέφικτη εντέλει συνταύτισή τους παραμένει ευκρινής σε όλο το εύρος των αφηγήσεων. Επιβεβαιώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο στην πράξη την κατά τα φαινόμενα παράδοξη εκείνη λακανική ετυμηγορία, ότι δηλαδή «αγάπη σημαίνει να δίνεις αυτό που δεν έχεις σε κάποιον που δεν το θέλει». Κοντολογίς, η μουσική ή τα τραγούδια που ακούγονται πάντα στη διάρκεια της σημαδιακής νύχτας δεν συνιστούν τίποτε άλλο παρά αποσπάσματα μιας πολυδαίδαλης ωδής στην ανέφικτη εντέλει συνταύτιση των εραστών.