Ήταν το 1965 όταν ένας νεαρός κιθαρίστας ονόματι Τζεφ Μπεκ μπήκε στις τάξεις των Yardbirds, ύστερα από παρότρυνσή ενός σέσιον τότε μουσικού στο Λονδίνο, του Τζίμι Πέιτζ, για να αντικαταστήσει τον Έρικ Κλάπτον.
Ακούγεται σχεδόν σαν ανέκδοτο ότι μια χούφτα από αυτούς που θεωρήθηκαν έκτοτε κάποιοι από τους κορυφαίους της «εξάχορδης θεάς» έπαιζαν…μουσικές καρέκλες στην μπάντα-φυτώριο για τα βρετανικά μπλουζ, εκεί που καθένας τους έκανε μια πρόβα τζενεράλε για τη δική του «ευρεσιτεχνία» στον πλανήτη της κιθάρας.
Ο 22χρονος τότε Τζεφ Μπεκ, που κάποτε ερωτεύτηκε την κιθάρα βλέποντας κι ακούγοντας τον Λες Πολ κι άρχισε να φτιάχνει τις δικές του κιθάρες στα 13 του, βρέθηκε εκεί για να πάει την μπάντα και πέρα από τα μπλουζ, κάτι που μπορεί κανείς να διαπιστώσει από το πρώτο ήδη single που ηχογράφησε με τους Yardbirds «Heart Full Of Soul».
Μετά, όμως, από μια τετραετή και απόλυτα εποικοδομητική θητεία στους Yardbirds, η γενικότερη ασυνέπειά του ήταν κι ο λόγος που οι υπόλοιποι της μπάντας αποφάσισαν ότι είχε έρθει το τέλος του Τζεφ Μπεκ στους Yardbirds. Κάτι που μάλλον ο κιθαρίστας δεν τους συγχώρεσε ποτέ, αν κρίνουμε από εκείνο το «Με πέταξαν έξω…Γ***ε τους», που είπε αστειευόμενος κατά τη διάρκεια της ένταξής τους στο Rock ‘n’ Roll Hall Of Fame το 1992, αλλά και από δηλώσεις του σε μετέπειτα συνεντεύξιες του (ο θεσμός τον αναγνώρισε πάντως και ως σόλο καλλιτέχνη το 2009).
«Έκανα κι άλλη μουσική έκτοτε», είχε πει επίσης εκείνη τη βραδιά ο Τζεφ Μπεκ και πράγματι, ύστερα από το άλμπουμ «Truth», το 1969 κυκλοφόρησε και επίσημα με το Jeff Beck Group το «Beck-Ola», ο ήχος πλέον είχε βαρύνει, εδώ μπορούσε κανείς να βρει μερικά από αυτά που θα μελετούσαν αυτοί που λίγο αργότερα θα δημιουργούσαν ένα νέο είδος ονόματι χέβι μέταλ. Επίσης ο Τζεφ Μπεκ πλέον είχε ενώσει δυνάμεις με έναν νεαρό τραγουδιστή που λεγόταν Ροντ Στιούαρτ και έναν κιθαρίστα που τον έλεγαν Ρόνι Γουντ -αμφότεροι σήμερα δεν χρειάζονται συστάσεις.
O Τζεφ Μπεκ δεν δίστασε ποτέ να δοκιμάσει την τύχη του ανάμεσα στα είδη, αντίθετα, το επεδίωκε. Το 1973, με την μπάντα που έφτιαξε μαζί με τον Τιμ Μπόγκερτ και τον Κάρμιν Απίς διασκεύασε το «Superstition» του Στίβι Γουόντερ, το 1985 δοκίμασε κάτι πιο ποπ στον σόλο δίσκο του «Flash» με τις ευλογίες του Νάιλ Ρότζερς που ανέλαβε χρέη παραγωγού, το 1993 αποφάσισε να κάνει έναν δίσκο μόνο με κομμάτια του Τζιν Βίνσεντ, ενώ το 1999 έβαλε και την ηλεκτρονική μουσική στην εξίσωση για τις ανάγκες του άλμπουμ «What Else!».
Παρότι «έπαιζε στην ίδια λίγκα» με τους ομόσταυλούς του κιθαρίστες όπως ο Έρικ Κλάπτον ή ο Τζίμι Πέιτζ, ο Τζεφ Μπεκ έδειχνε πάντα να βρίσκεται ένα βήμα πιο πίσω με εμπορικούς όρους. Μάλλον γιατί κιόλας αυτό δεν ήταν το ζητούμενο για τον μουσικό: «Πότε δεν “έπιασε την καλή”, ευτυχώς. Αν κοιτάξεις γύρω και δεις ποιοι έχουν γίνει τεράστιοι, θα δεις ότι εκεί τα πράγματα είναι σάπια», έλεγε το 2018 στο Rolling Stone.
Τον περασμένο χρόνο είχαμε δει το όνομα του Τζεφ Μπεκ σε «κουρασμένες» ειδήσεις για τη νέα του συνεργασία με τον Τζόνι Ντεπ, που έμοιαζε περισσότερο με μια κραυγή απόγνωσης του ηθοποιού να διατηρήσει το momentum της επικαιρότητας από τη φρέσκια ακόμη δικαστική διαμάχη με την Άμπερ Χερντ.
Κι ύστερα μάθαμε πως ο Τζεφ Μπεκ πέθανε ξαφνικά από βακτηριακή μηνιγγίτιδα στις 10 Ιανουαρίου, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του. Κατά τη διάρκεια της ζωής του κατάφερε να κάνει αυτό που κάνουν όλοι οι μουσικοί που γράφουν ένα κεφάλαιο της ιστορίας: να μάθει τους κανόνες του παιχνιδιού και να τους ανατρέψει. Για να το πούμε και με δικά του λόγια: «Αν δεν σπάσω τους κανόνες τουλάχιστον 10 φορές σε ένα κομμάτι, τότε δεν κάνω τη δουλειά μου σωστά».
Κι ήθελε να είναι τόσο σίγουρος ότι θα κάνει τη δουλειά του σωστά, που κάποτε ασφάλισε τα δάχτυλά του για 7 εκατομμύρια λίρες.