Κύριε διευθυντά
Είναι πολύ δύσκολο –ακόμη και σε πολίτες που προσπαθούν να προσεγγίσουν με νηφαλιότητα το ζήτημα των παρακολουθήσεων των επικοινωνιών πολιτικών προσώπων και κορυφαίων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων– να ξεχωρίσουν και να αξιολογήσουν αυτοτελώς τα αξιακά ζητήματα έξω από την κομματική αντιπαλότητα.
Ο καθένας τείνει να υποστηρίζει την ορθότητα των επιλογών του πολιτικού σχηματισμού που τον εκφράζει πληρέστερα. Κλείνει συχνά τα μάτια και τα αυτιά ακόμη και σε αυταπόδεικτα γεγονότα και λογικά απρόσβλητους ισχυρισμούς, που αποδεικνύουν το σφάλμα του πολιτικού φορέα που ευνοεί.
Πολιτικός φορέας που σφάλλει δεν καθίσταται, πάντως, αυτομάτως χειρότερος, αναποτελεσματικότερος ή λιγότερο ηθικός από τον αντίπαλό του. Κρίνεται από το σύνολο των πράξεων και των παραλείψεών του συγκρινόμενος με τις αντίστοιχες πράξεις και παραλείψεις των αντιπάλων του. Κρίνεται επίσης από την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τα σφάλματά του και να διορθώνει.
Για όποιον πιστεύει ότι στην παρούσα συγκυρία η κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία είναι καταλληλότερη από τον ΣΥΡΙΖΑ να διοικήσει τον τόπο, ταυτοχρόνως όμως θεωρεί ότι το απαραβίαστο της προσωπικής επικοινωνίας αποτελεί θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, δυνάμενο να περιοριστεί μόνο υπό εξαιρετικά αυστηρές προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρούνται κατ’ ουσίαν και όχι τύποις, δεν υπάρχει δίλημμα. Απαιτεί τη γενναία και ταυτόχρονα λυτρωτική αναγνώριση του σφάλματος στη διαχείριση του θέματος και την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τον μονοπρόσωπο φορέα που την έχει, τη δέσμευση αυτού ότι δεν θα επαναληφθούν όμοια σφάλματα στο μέλλον διά της θεσμικής θωρακίσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, στηρίζοντας ταυτόχρονα τον φιλελεύθερο ευρωπαϊκό προσανατολισμό της πατρίδας μας.