Την ταμπέλα του πάνω από την είσοδο ενός κτιρίου στην Οδό Κολοκυνθούς την παρατήρησα πρώτη φορά το καλοκαίρι, περπατώντας από το Θησείο προς τον Κεραμεικό. Το μέσα δεν φαίνεται. Δεν έχεις την αίσθηση ότι εκεί υπάρχει εστιατόριο. Μόνο μια σκάλα βλέπεις. Λίγο η περιέργεια, λίγο η ιδέα ενός σινικού… speakeasy κάπου ανάμεσα στα ρουχάδικα της αθηναϊκής τσάιναταουν, όσες φορές πέρναγα από μπροστά του έλεγα ότι θα περάσω και το κατώφλι κάποια στιγμή.
Το αποφασίσαμε εντέλει με μια φίλη ένα απόγευμα Κυριακής και λίγη ώρα αργότερα, επτά και κάτι, ήμασταν απέξω. Όταν χτύπησα το κουδούνι, δεν απάντησε κανείς. Περιμένω, ξαναχτυπάω, τίποτα. Και τότε βγήκε ένας χαμογελαστός Κινέζος κρατώντας ένα πακετάκι με φαγητό. Με την πόρτα ανοιχτή ανέβηκα τα σκαλιά, πάνω από τα οποία κρέμεται ένα κόκκινο κινέζικο φανάρι, χωρίς να το πολυσκεφτώ, με τη φίλη να ακολουθεί λίγο σαστισμένη. «Μπορούμε να φάμε;» ρώτησα την κυρία που είδα ξαφνικά. «Ναι» απάντησε εκείνη, αφού κοίταξε εμένα, κοίταξε και την ώρα, και κάπως έτσι βρεθήκαμε σε ένα τραπέζι στα αριστερά, στρωμένο με κόκκινο μουσαμά και επίσης κόκκινο πλαστικό τραπεζομάντηλο.
Λίγο μετά ήρθε ο ελληνικός/αγγλικός κατάλογος, το εξώφυλλο του οποίου είναι μια φωτοσοπαρισμένη φωτογραφία της Σαντορίνης. Έχει πολλά πιάτα, με υλικά περισσότερο ή λιγότερο γνωστά.
Διαβάστε τη συνέχεια στο gastronomos.gr