Περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά τουλάχιστον 0,6 ποσοστιαίες μονάδες εντός του 2023 προγραμματίζει η κυβέρνηση, με τον υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Πάνο Τσακλόγλου να αφήνει, μιλώντας στην «Κ», ανοικτό το ενδεχόμενο και για ακόμη μεγαλύτερη μείωση, εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Σύμφωνα με τον υφυπουργό, η δέσμευση της κυβέρνησης για περιορισμό της λεγόμενης «φορολογικής σφήνας» θα μπορούσε ήδη να έχει ολοκληρωθεί, με μείωση της επιβάρυνσης τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων κατά συνολικά 5 ποσοστιαίες μονάδες, εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι πρόσφατες κρίσεις (υγειονομική και ενεργειακή). Οσο για τις αντιδράσεις που προκάλεσε η απόφαση για αύξηση των εισφορών στους επαγγελματίες κατά 9,6%, ο κ. Τσακλόγλου ξεκαθαρίζει ότι σε ένα ανταποδοτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης όπως το δικό μας, εάν η αύξηση των συντάξεων δεν συνδυασθεί με αύξηση των εισφορών, τότε θα διογκωθεί υπέρμετρα το μερίδιο της κρατικής χρηματοδότησης και κατά συνέπεια το έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης.
Ο υφυπουργός Εργασίας ξεκαθαρίζει ότι εφόσον εφαρμοστούν όλες οι ήδη ψηφισμένες παρεμβάσεις, τότε εντός της επόμενης τετραετίας δεν θα απαιτηθεί κάποια νέα δομική παρέμβαση στο ασφαλιστικό σύστημα, ενώ ανοίγει τα χαρτιά του και για τα σενάρια επιστροφής αναδρομικών για τις μνημονιακές περικοπές σε επικουρικές συντάξεις και δώρα – επιδόματα, ξεκαθαρίζοντας αφενός ότι δεν υπάρχει ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος, αφετέρου ότι δεν πρέπει να στηρίζονται συγκεκριμένοι τομείς, όπως οι συντάξεις, εις βάρος άλλων, όπως για παράδειγμα η παιδεία, η υγεία και η πρόνοια.
Eλεύθεροι επαγγελματίες
Αναλυτικά, ο κ. Τσακλόγλου ξεκαθαρίζει ότι αν και γνωρίζει τις αντιδράσεις των μη μισθωτών, η απόφαση για αύξηση εισφορών κατά 9,6% στηρίχθηκε σε τρεις αρχές. «Το σύστημα είναι ανταποδοτικό. Δώσαμε αυξήσεις στις συντάξεις, για πρώτη φορά μετά 12 χρόνια, αλλά αν δεν έχουμε και αντίστοιχη αύξηση των εισφορών, διογκώνεται το έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης και συγκεκριμένα το μερίδιο της κρατικής χρηματοδότησης πέραν του ποσού που αντιστοιχεί στην καταβολή της εθνικής σύνταξης. Εάν τα ποσά που προέρχονται από εισφορές μειωθούν, θα πρέπει να αυξηθεί η κρατική χρηματοδότηση», σημειώνει. Παράλληλα επισημαίνει πως οι μη μισθωτοί πρέπει να γνωρίζουν ότι η ανταποδοτική σύνταξη είναι σε ευθεία συνάρτηση με τις εισφορές που έχουν καταβάλει. Συνεπώς, οι πολύ χαμηλές εισφορές θα τους οδηγήσουν σε πολύ χαμηλή σύνταξη στο μέλλον. Και τέλος υπογραμμίζει το «ζήτημα δικαιοσύνης μεταξύ ελεύθερων επαγγελματιών και μισθωτών», καθώς «ακόμη και μετά την αύξηση που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2023, οι εισφορές που καταβάλλει η πλειονότητα των επαγγελματιών είναι χαμηλότερες από τις εισφορές ενός ανειδίκευτου εργάτη». Οσο για το επιχείρημα «ναι, αλλά δεν αναπροσαρμόστηκαν οι εισφορές των μισθωτών», ο υφυπουργός απαντά πως, σύμφωνα με το σύστημα «Εργάνη», τα τελευταία 3 χρόνια, που ήταν «παγωμένες» οι εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών, οι μισθοί, άρα και οι εισφορές, αυξήθηκαν κατά μέσον όρο 12,4%.
Δεν πρέπει να στηρίζονται συγκεκριμένοι τομείς, όπως οι συντάξεις, εις βάρος άλλων, όπως για παράδειγμα η παιδεία, η υγεία και η πρόνοια.
Ενεργειακή κρίση
Σε ερώτηση της «Κ» εάν λόγω της ασφυκτικής κατάστασης που έχει δημιουργηθεί στις επιχειρήσεις, κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης, υπάρχει κάποιο σχέδιο, όπως ζητούν οι μη μισθωτοί, ενεργοποίησης της ρύθμισης των 120 δόσεων, ή έστω μια νέα ρύθμιση με πολλές όμως δόσεις, πολύ περισσότερες από τις 24 που ισχύουν παγίως, ο κ. Τσακλόγλου είναι κατηγορηματικός. «Καταλαβαίνω ότι σε έκτακτες συνθήκες μπορούμε να λαμβάνουμε έκτακτα μέτρα. Ομως, ένα μεγάλο κομμάτι κάλυψης του ενεργειακού κόστους, τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων, το έχει αναλάβει ο κρατικός προϋπολογισμός. Κι αν δούμε το συνολικό αποτέλεσμα μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, κάθε άλλο παρά αρνητικό ήταν. Είμαστε πολύ υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και είχαμε τον υψηλότερο ρυθμό των τελευταίων χρόνων, αν εξαιρέσουμε την πανδημική περίοδο. Συνεπώς, μια νέα ρύθμιση δεν θεωρώ πως είναι ούτε αναγκαία ούτε επιθυμητή στην παρούσα φάση», απαντά.
Μισθωτοί
Στον αντίποδα, ο αρμόδιος υφυπουργός αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο περαιτέρω μείωσης των εισφορών στη μισθωτή απασχόληση εντός του 2023. «Η μείωση εισφορών είναι μια πολιτική η οποία, βάσει μελετών, λειτουργεί ιδιαίτερα ενθαρρυντικά στη δημιουργία απασχόλησης. Οποτε δηλαδή έχουμε μείωση εισφορών, έχουμε τον περιορισμό της λεγόμενης “φορολογικής σφήνας”. Το κόστος για τις επιχειρήσεις ανά εργαζόμενο είναι χαμηλότερο, το ποσό όμως που λαμβάνει στην τσέπη ο εργαζόμενος είναι υψηλότερο. Η κυβέρνηση έχει ήδη προχωρήσει σε μια γενναία μείωση εισφορών κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες, με αποτέλεσμα ενώ στο παρελθόν η φορολογική αυτή σφήνα ήταν από τις υψηλότερες των χωρών του ΟΟΣΑ, πλέον η χώρα μας να βρίσκεται περίπου στο μέσο της κατανομής», επισημαίνει. Για να συμπληρώσει πως «πρόθεση της κυβέρνησης είναι οποτεδήποτε βρίσκεται κάποιος δημοσιονομικός χώρος, να προχωράμε σε μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, με δεδομένο βέβαια ότι και αυτό έχει πεπερασμένες δυνατότητες, αφού μέσω των εισφορών χρηματοδοτούνται οι συντάξεις, το Εθνικό Σύστημα Υγείας κ.λπ.». Μάλιστα, αποκαλύπτει πως τουλάχιστον οι 0,6 μονάδες που μένουν προκειμένου να υλοποιηθεί η κυβερνητική δέσμευση για μείωση των εισφορών κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, θα είχαν ήδη μειωθεί εάν δεν είχαν προκύψει όλες αυτές οι απανωτές κρίσεις, καθώς και ότι πρόκειται για κάτι «που μεσοπρόθεσμα είναι εφικτό, και ίσως και να υπάρχει χώρος και για κάτι περισσότερο».
Συνταξιούχοι
Στην ερώτηση εάν υπάρχει περίπτωση επιστροφής αναδρομικών στους συνταξιούχους που δεν έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη, ο υφυπουργός, αφού επισημαίνει με νόημα ότι στην περίπτωση καθολικής επιστροφής τους –και όχι εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων όπως όρισε το ΣτΕ– το κόστος αγγίζει τα 2,6 δισ. ευρώ, δηλώνει πως μόνον ένας τομέας στη χώρα μας σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες είναι υψηλότερος ως προς τις δημόσιες δαπάνες, κι αυτός είναι των συντάξεων (με εξαίρεση τον τομέα εθνικής άμυνας). «Ο δημοσιονομικός χώρος δεν είναι απεριόριστος και ταυτόχρονα όλοι μας συμφωνούμε στη βασική αρχή της κυβέρνησης ότι δεν πρέπει να αυξηθούν άλλο οι φορολογικοί συντελεστές», δηλώνει, για να συμπληρώσει: «Οπότε θεωρώ ότι και αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υλοποιηθεί στις παρούσες συνθήκες».