Έχουν περάσει περισσότερα από 70 χρόνια από όταν τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» έφτασαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, όχι μόνο για να χωρέσουν σε καρέ κόμικ κείμενα αναφοράς από την παγκόσμια λογοτεχνία, αλλά και για να καταπιαστούν με θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος.
Τον Οκτώβριο του 1953 στα περίπτερα της εποχής κρεμάστηκε ένα «Κλασσικό» διαφορετικό από τα άλλα: ήταν η ιστορία του «Περσέα και της Ανδρομέδας» φιλοτεχνημένη από τον Κώστα Γραμματόπουλο και γραμμένη από τον Βασίλη Ρώτα. Ήταν το πρώτο κόμικ μιας νέας κατηγορίας των «Κλασσικών Εικονογραφημένων» με θέματα βγαλμένα «Από τη Μυθολογία και την Ιστορία της Ελλάδας». Ακολούθησαν δεκάδες τεύχη με ιστορίες από το Βυζάντιο, την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και την αρχαία μυθολογία.
Μια νέα κατηγορία κόμικ εδραιωνόταν πλέον και στα μέρη μας, στα οποία συνεχίζει να δημιουργεί με επιτυχία μέχρι και σήμερα: το ιστορικό κόμικ. Πλέον εδώ και χρόνια τα κόμικ δίνουν όλο και περισσότερο τη σκυτάλη σε πιο ολοκληρωμένες και προσεγμένες δουλειές, τα λεγόμενα graphic novels, που όχι μόνο είναι πιο εκτενή, αλλά αγγίζουν και θέματα που κάποτε, χωρούσαν μόνο σε «σοβαρά» συγγράμματα.
Το κόμικ γίνεται πλέον μια μορφή «εκλαϊκευμένης επιστήμης», που καταφέρνει να προσφέρει διασκέδαση και γνώση την ίδια στιγμή, απαλλαγμένο από δαιδαλώδεις αφηγήσεις και λεπτομέρειες που ενδεχομένως θα κούραζαν κάποιους αναγνώστες. Και η απήχηση είναι μεγάλη. Να θυμηθούμε πως πριν λίγες μέρες μάθαμε πως το graphic novel «Αριστοτέλης» που έκαναν οι έμπειροι με την ιστορία κομίστες Τάσος Αποστολίδης και Αλέκος Παπαδάτος, μεταφράζεται αυτή τη στιγμή σε επτά γλώσσες, από γερμανικά μέχρι κινεζικά.
Από τις ιστορικές μάχες, στις «μάχες» με το πενάκι
Πόσο εύκολο είναι όμως, να μπορέσει κανείς να μετουσιώσει την πολυπλοκότητα των ιστορικών γεγονότων σε μία πιο απλή και άμεση αφήγηση όπως είναι αυτή των κόμικ; Και μάλιστα, χωρίς να είναι συγχρόνως και ιστορικός. Με «πολλή βιβλιογραφική έρευνα, πολύ διάβασμα και πολλές σημειώσεις», θα απαντήσει ο Θανάσης Πέτρου. Αυτό έκανε και ο ίδιος προκειμένου να προετοιμαστεί για graphic novels του όπως το «1922 – Το Τέλος του Ονείρου» που ταξιδεύει πίσω στις σκοτεινές ημέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και το «Οι Όμηροι του Γκαίρλιτς», που αποπειράται να πει μία αληθινή ιστορία της περιόδου του Εθνικού Διχασμού.
Η ιστορική έρευνα για ένα τέτοιο εγχείρημα είναι απαραίτητη και μακρόχρονη. Για να κάνει το «Αϊβαλί» και το «’21 – Η Μάχη της Πλατείας» (για τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Επανάσταση του 1821, αντίστοιχα), ο Soloύp χρειάστηκε για το καθένα τρία με τέσσερα χρόνια εντατικής μελέτης: «Τα δέκα- είκοσι βιβλία για “βιβλιογραφία” και μερικά σερφαρίσματα, δυστυχώς δεν επαρκούν για μια σοβαρή έρευνα», εξηγεί. Κι αυτός ο χρόνος είναι απαραίτητος «για έναν ακόμα σημαντικό λόγο: Να ωριμάσει, να κατασταλάξει η επαφή με τα γεγονότα της ιστορίας και να μην παρασυρθούμε από απλουστεύσεις, κλισέ και έντονα υποκειμενικές προσεγγίσεις», σημειώνει ο κομίστας. Πάντως, αυτό είναι ένα στάδιο που ο Θανάσης Πέτρου βρίσκει ιδιαίτερα γοητευτικό γιατί σε αυτό ανακάλυπτε «στοιχεία και λεπτομέρειες, ώστε να μπορέσω να κάνω συσχετισμούς, οι οποίοι με τη σειρά τους με βοήθησαν να σχηματίσω μια πιο σφαιρική άποψη για τα γεγονότα της περιόδου που με ενδιέφερε».
Μια ιστορική αφήγηση, είτε σε κόμικ, είτε σε οποιαδήποτε άλλη μορφή της, πρέπει να αποτυπώνει μία εποχή όχι μόνο οπτικά και μεταφέροντας ένα πλαίσιο γεγονότων, αλλά και να μπορεί να μιλήσει τη γλώσσα του εκάστοτε τόπου και χρόνου. Όχι όμως και να ξενίζει τον σύγχρονο αναγνώστη. Ο δημιουργός των «Ομήρων του Γκαίρλιτς» βάζει στο τραπέζι δύο σημαντικούς παράγοντες που πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του όταν διαμορφώνει ιστορικούς ήρωες: «Από τη μία μπορεί να έχουμε περιγραφές με τη μορφή voice over και από την άλλη έχουμε διαλόγους. Οι περιγραφές ακολουθούν τους κανόνες της γραπτής αφήγησης, ενώ οι διάλογοι ακολουθούν τους κανόνες του προφορικού λόγου. Αν θέσουμε και το ζήτημα της ιστορικότητας, και με δεδομένο ότι η ελληνική γλώσσα είχε δύο μορφές, την καθαρεύουσα και την καθομιλουμένη δημοτική, τότε τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο». Ο ίδιος στις δουλειές του προσπαθεί να διατηρήσει τον διαφορετικό τρόπο ομιλίας που αρμόζει σε κάθε περίσταση: «Στα κόμικ μου “μιλάνε” διαφορετικά οι Μικρασιάτες πρόσφυγες και διαφορετικά οι μάγκες από τον Πειραιά ή χρησιμοποιώ αυθεντικά κείμενα σε καθαρεύουσα, όταν αυτό είναι απαραίτητο».
Παρόμοια μέθοδο χρησιμοποιεί και ο Soloύp, με τη διαφορά πως, σε περιπτώσεις που στις προαναφερθείσες δουλειές του χρειάστηκε να παραθέσει πηγές ή να εντάξει κείμενα άλλων συγγραφέων και ιστορικών στην αφήγηση, τότε προσπάθησε να παραμείνει πιστός στο πρωτότυπο κείμενο και το αρχικό ύφος, που κάποιες φορές μπορεί να ρέπει προς μια πιο δοκιμιακή γλώσσα.
Δεν παύει, βέβαια, ακόμα και ένα ιστορικό κόμικ να είναι μια νέα αφήγηση, με τη ματιά και την κατεύθυνση που του δίνει ο δημιουργός του. Μια προσπάθεια ισορροπίας ανάμεσα στον πολύ «αυτοσχεδιασμό» αλλά και τον κίνδυνο να καταλήξει μία ιστορία σε ένα συνεχές εγκυκλοπαιδικό «fact checking» της ιστορικής πραγματικότητας. Ο Θανάσης Πέτρου δεν θέλει τα graphic novels του να καταλήγουν να γίνονται «στεγνά, ιστορικά ντοκιμαντέρ». Εξακολουθεί, βέβαια, να προσέχει τι βάζει και πού: «Οι χαρακτήρες, αφού εντάσσονται σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο, πιστεύω πως πρέπει να συμβαδίζουν με τις πολιτιστικές και κοινωνικές συνθήκες, αλλά και την επικρατούσα ιδεολογία της εποχής, είτε συμφωνώ είτε διαφωνώ μ’ αυτή. Δεν νομίζω ότι θα εξυπηρετούσε ιδιαιτέρως την αφήγησή μου για τη Μικρασιατική Εκστρατεία η ύπαρξη ενός άθεου, αναρχικού, αντιπατριώτη στρατιώτη που υπηρετούσε στον Ελληνικό Στρατό το 1922. Η ύπαρξη ενός τέτοιου χαρακτήρα δεν θα έπειθε ιδιαιτέρως τον αναγνώστη μου», παραδέχεται.
Έπειτα, βέβαια, η υπερβολική προσήλωση στην πραγματικότητα μπορεί τελικά να φέρει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα: «Η υπερβολική λεπτομέρεια τόσο στην εικόνα (για παράδειγμα εμμονή στις λεπτομέρειες μιας στολής ή ενός κτιρίου) ή μια επίδειξη γνώσεων ιστορίας από τον δημιουργό μέσα στην αφήγηση» κρίνει ο Soloύp πως είναι στοιχεία που μπορεί τελικά «να υπονομεύσουν την ιστορική αληθοφάνεια». Εκτός κι αν πρόκειται για ένα αισθητικό ή αφηγηματικό ζητούμενο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των «300» του Φρανκ Μίλλερ.
Αυτό που τελικά είναι το κλειδί για την επιτυχή δημιουργία ενός ιστορικού κόμικ, είναι να δώσει ο δημιουργός του στον εαυτό του και τη διαδικασία τον απαραίτητο χρόνο ωρίμανσης. «Η ωρίμανση της αντίληψής μας για τα ιστορικά γεγονότα και τις πηγές που μελετήσαμε από τη μια και η εικαστική αφαίρεση απ’ την άλλη, είναι ένας δρόμος που μας οδηγεί τελικά πιο κοντά σε αυτό που συνέβη στην πραγματικότητα», συμπεραίνει ο Soloύp.
Πρώτη ώρα: Ιστορία σε κόμικ
Η ιστορία είναι και κάτι, βέβαια, που πολλοί έχουμε συνδέσει με ένα εκπαιδευτικό και δη σχολικό πλαίσιο, κάτι που για να το πούμε απλά, κάναμε σαν παιδιά όταν δεν διαβάζαμε κόμικ. Αν και το κόμικ δεν είναι κάτι που αφορά φυσικά μόνο τα παιδιά, πού έρχονται τελικά αυτοί οι δύο κόσμοι να συναντηθούν; Μπορεί να γίνει η ένατη τέχνη ένα εργαλείο μιας πιο ευχάριστης και αφομοιώσιμης εκπαίδευσης;
Δεν ήταν ποτέ μέσα στις προθέσεις του Θανάση Πέτρου να πάρουν τα κόμικ του έναν εκπαιδευτικό χαρακτήρα, παρ’ όλα αυτά, κάποτε επικοινώνησαν μαζί του εκπαιδευτικοί που του είπαν πως χρησιμοποιούν τα κόμικ του ως επικουρικό εκπαιδευτικό υλικό στις σχολικές τάξεις. Ο Soloύp από την άλλη, έχει δει στην πράξη το κόμικ να λειτουργεί σαν εκπαιδευτικό εργαλείο, μέσα από εργαστήρια, που κάνει συστηματικά την τελευταία δεκαετία και παρουσιάσεις του σε σχολεία και πανεπιστήμια.
Όπως και να ‘χει, όποιος αναγνώστης πιάσει στα χέρια του ένα ιστορικό graphic novel σίγουρα κάτι θα μάθει. Μέλημα, πάντως, του Θανάση Πέτρου κάθε φορά που καταπιάνεται με μια καινούργια του δουλειά είναι «να κάνω κάτι που έχει ιστορική πιστότητα, και ταυτόχρονα, μέσα από τις επιλογές μου, να μπορώ να εκφράσω και τη δική μου άποψη».
Και όπως καταλήγει και ο Soloύp πρέπει πάντα να θυμόμαστε το εξής: Ότι τα κόμικ είναι τελικά «μια αυτόνομη τέχνη λόγου και εικόνας με εξαιρετικές αφηγηματικές και εικαστικές δυνατότητες. Μια εύκολα προσβάσιμη τέχνη που αφορά όλες τις ηλικίες, τις αισθητικές και τα γούστα. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούν ούτε οι εκδότες και κυρίως οι ίδιοι οι δημιουργοί».