Κύριε διευθυντά
Στον Εμφύλιο, δεκάχρονα παιδιά, κατηφορίζαμε απ’ το βουνό με τον Αντώνη «μ’ ένα γόνα χιόνι». Μια πουρνάρα υποχώρησε από το βάρος μας και ξαφνικά βρεθήκαμε καβάλα επάνω σε δυο σιδερένια κιβώτια. Τα ανοίγουμε και τι να δούμε; Σφαίρες! Γεμάτα ολοκαίνουριες εγγλέζικες σφαίρες. Με το γράσο ήτανε. «Κάθε μέρα να ντουφεκάμε και όχι μόνο 25η Μαρτίου και Λαμπρή». Ητανε απ’ αυτές που ρίχνανε οι Εγγλέζοι στους αντάρτες την Κατοχή. Υστερα, στράφηκαν εναντίον τους. Βρίσκαμε λογιών λογιών σφαίρες, εγγλέζικες, αμερικάνικες, γερμανικές και ιταλικές. Ελληνικές μόνο δεν βρίσκαμε, κι αυτό έβαζε σε δοκιμασία το εθνικό μας φιλότιμο. «Τι διάολο, ήρωες χωρίς σφαίρες γίνεται;».
Σκεπάσαμε το ένα κιβώτιο για μια άλλη φορά και πήραμε το άλλο κουτρουβαλώντας στο παχύ χιόνι. Ημασταν να το τρυπώσουμε στο κατώι, όταν να σου δυο στρατιώτες αγνάντια στο πηγάδι. Κάναμε πως δεν τους είδαμε, μας είδαν όμως αυτοί. «Εσείς οι δυο, ελάτε δω». Αντί να πάμε εμείς, ήρθαν αυτοί. «Τι κουβαλάτε αυτού;», «Ποιος, εμείς; Να, κάτι κεδρόμηλα για τις βροντάρες!». «Ρε, ποιες βροντάρες;», «Γιάννη, τα παιδιά δεν ξέρουνε τις βροντάρες. Πάμε μέσα να φέρουμε τις βροντάρες, να δει ο στρατός τι κρότο κάνουνε οι βροντάρες!» είπε ο Αντώνης και χούφτωσε το κιβώτιο. Το χούφτωσα κι εγώ, αλλά η εξουσία μας σταμάτησε. «Για ανοίξτε να δούμε κι εμείς αυτές τις βροντάρες». Σφαίρες! Ενα κιβώτιο γεμάτο εγγλέζικες σφαίρες, με το γράσο ήτανε. «Καλόπαιδα του κερατά, εφοδιάζετε τους συμμορίτας, ε;». Και χράπα χρούπα τα σκαμπίλια. Είδαμε αστράκια μέρα μεσημέρι. Εδώ που τα λέμε «καλόπαιδα» δεν είπαν, κάτι άλλο είπαν, αλλά τα καλά παιδιά «παλιοκουβέντες» λένε;
Από κει και δυο, στη Γραβιά, στο κρατητήριο. Τη βγάλαμε όλη νύχτα στο μπουντρούμι, τουρτουρίζοντας από ένα ψοφόκρυο που δε λέγεται. Εξω χιόνι.
Πρωί πρωί αντικρίσαμε τα βλοσυρά βλέμματα των γονιών μας, σαν να μας έλεγαν, «θα λογαριαστούμε στο σπίτι». Ο κύριος διοικητής, ένα κάθαρμα του ελληνικού στρατού, όρθιος μπροστά στο γραφείο, με το ένα χέρι κρατούσε το μπουκάλι με το τσίπουρο και έπινε και με το άλλο το περίστροφο και μας σημάδευε. Τρομοκρατηθήκαμε. «Μανούλα μου, είπα, αυτός θα μας εκτελέσει σήμερα». Και δεν ήταν αβάσιμοι οι φόβοι μας, αν λάβεις υπ’ όψιν και το εξής: Ο Μονοπώλης, που μας έδινε το αλάτι με το δελτίο, είχε παρακαλέσει τον κύριο διοικητή, με όση ευγένεια διέθετε, να μην πειράζει τις εξαδέλφες του, γιατί εδώ είναι χωριό και πώς θα παντρευτούνε τα κορίτσια, άμα τους βγει το όνομα; Ο κύριος διοικητής το φύλαξε. Εστειλε δυο φαντάρους στο Μονοπώλιο και «βρήκαν» δύο χειροβομβίδες μέσα στο σακί με το αλάτι. Εστησε τον καημένο τον Μονοπώλη στον τοίχο και τον εκτέλεσε. Εκεί, δίπλα στον Ανδρούτσο. Ο ίδιος αυτός –κύριος διοικητής– «εξ εφέδρων», τόνιζε ο θείος μου, μόνιμος αξιωματικός –για να διαχωρίσει τη θέση του– στην Αλβανία, είχε βιάσει μια κοπελίτσα. Η μάνα της ήρθε στο στρατόπεδο και τραβούσε τα μαλλιά της. Θα ήταν, ξέρετε, απ’ αυτές τις Ηπειρώτισσες που κουβαλούσαν τα πυρομαχικά στην πλάτη.